ΥΠΟ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D


Επιστήμονες αμφισβητούν τα οφέλη της λήψης συμπληρωμάτων βιταμίνης D ενάντια σε νόσους όπως ο καρκίνος, ο διαβήτης και η άνοια. Με άρθρο τους στην επιθεώρηση «The Lancet Diabetes and Endocrinology» γάλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό δεν συνδέονται με προβλήματα υγείας (αν και παραδέχονται ότι δεν διερεύνησαν την επίδραση των χαμηλών επιπέδων της βιταμίνης στα οστά).

Τι συστήνεται σήμερα

Σήμερα οι περισσότεροι ειδικοί συστήνουν τη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε κάποιες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες, τα άτομα άνω των 65 ετών αλλά και όσοι δεν εκτίθενται επαρκώς στον ήλιο. Μάλιστα πρόσφατα στοιχεία αναφέρουν ότι η συγκεκριμένη βιταμίνη βοηθά – εκτός από τα οστά, κάτι που ήταν γνωστό – και στην πρόληψη νόσων όπως η νόσος του Πάρκινσον, η άνοια, μορφές καρκίνου και φλεγμονώδεις διαταραχές.

Ο καθηγητής Φιλίπ Οτιέ από το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο για την Πρόληψη στη Λιόν διεξήγαγε τώρα ανασκόπηση 290 προηγούμενων προοπτικών μελετών παρατήρησης και 172 τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών στις οποίες διερευνάτο η επίδραση των επιπέδων της βιταμίνης D στην υγεία εθελοντών (μη συμπεριλαμβανομένης της υγείας των οστών τους), ως και τον Δεκέμβριο του 2012.

Αντικρουόμενα αποτελέσματα

Όπως προέκυψε από την ανασκόπηση, ένας μεγάλος αριθμός μελετών παρατήρησης (πρόκειται για μελέτες που γίνεται απλώς παρατήρηση δείγματος του πληθυσμού) μαρτυρούσε ότι υπήρχαν οφέλη για την υγεία όταν τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό ήταν υψηλά. Μάλιστα, σύμφωνα με τις μελέτες, τα οφέλη αυτά μεταφράζονταν σε μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών επεισοδίων ως και κατά 58%, του διαβήτη ως και κατά 38% και του καρκίνου του παχέος εντέρου ως και κατά 33%.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα δεν ήταν αντίστοιχα σε ό,τι αφορούσε την ανάλυση των τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών (που θεωρούνται πιο έγκυρες καθώς έχουν ειδικό σχεδιασμό και περιλαμβάνουν σύγκριση μεταξύ δύο ομάδων εθελοντών ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα). Από τις κλινικές δοκιμές δεν φάνηκε να υπάρχει μείωση του κινδύνου ασθενειών, ούτε στα άτομα με υψηλά επίπεδα βιταμίνης D ούτε σε εκείνα που είχαν χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης.

Ο καθηγητής Οτιέ σημείωσε ότι «αυτό που μας δείχνει η διαφορά των ευρημάτων μεταξύ μελετών παρατήρησης και τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών είναι ότι η μείωση των επιπέδων της βιταμίνης D αποτελεί δείκτη επιδείνωσης της υγείας. Η γήρανση και οι φλεγμονές που εμπλέκονται στην εμφάνιση ασθενειών μειώνουν τις συγκεντρώσεις βιταμίνης D, γεγονός που μπορεί να δώσει μια εξήγηση στο γιατί η έλλειψη βιταμίνης D αναφέρεται σε πλήθος ασθενειών και διαταραχών».

Οι αντιδράσεις

Σχολιάζοντας πάντως τα νέα ευρήματα ο δρ Κόλιν Μίσι, λέκτορας Παιδιατρικής και επικεφαλής της Επιτροπής για τη Διατροφή του Βασιλικού Κολεγίου Παιδιατρικής και Παιδικής Υγείας της Βρετανίας ανέφερε ότι η νέα ανασκόπηση δεν προσφέρει πολλά καθώς δεν περιλαμβάνει τη σημαντική επίδραση της βιταμίνης D στην υγεία των οστών. «Είναι γνωστό εδώ και σχεδόν έναν αιώνα ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D που χορηγούνται σε άτομα που εμφανίζουν έλλειψη της συγκεκριμένης βιταμίνης οδηγούν σε βελτίωση της υγείας των οστών προλαμβάνοντας τις κρίσεις υποασβεστιαιμίας καθώς και τη ραχίτιδα» είπε ο δρ Μίσι και προσέθεσε ότι είναι σημαντικό να χορηγούνται τα σωστά συμπληρώματα στα άτομα που τα χρειάζονται και αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων στα οστά.

Πηγή ΤΟ ΒΗΜΑ


    Στην κορυφή