Χρήση των βλαστοκυτάρρων στη θεραπεία κακοηθών όγκων


Tα βλαστοκύτταρα του πλακούντα χρησιμοποιούνται από το 1988, έτος της πρώτης επιτυχημένης χρήσης, για τη θεραπεία ασθενειών του αίματος και κακοήθων όγκων. Στις ασθένειες του αίματος περιλαμβάνονται οι λευχαιμίες και οι κληρονομικές παθήσεις. Η θεραπεία των συμπαγών κακοήθων όγκων της παιδικής ηλικίας (οστών, νευρικού συστήματος, λεμφωμάτων) γίνεται με τη χρήση κυττάρων του ίδιου του παιδιού. Η ετήσια συχνότητα εμφάνισης καρκίνου σε παιδιά είναι 130 ανά εκατομμύριο, άρα η πιθανότητα να αναπτύξει ένα παιδί λευχαιμία ή καρκίνο μέχρι της ηλικίας των 16 ετών είναι 1/500 και περίπου για ένα από τα τέσσερα παιδιά απαιτείται αιμοποιητική μεταμόσχευση (Smith et al 2002, Principles and Practice of Pediatric Oncology, 4th edition Philadelphia PA Lippincott). Η πιθανότητα χρήσης του μοσχεύματος διπλασιάζεται αν υπολογίσει κανείς και τους συγγενείς εξ αίματος που μπορεί να κάνουν χρήση του μοσχεύματος.

Για τη θεραπεία του παιδικού καρκίνου η μελέτη του Al Gratwohl και συν το 2010 από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας της Ελβετίας έδειξε οτι η οικογένεια βοήθησε στο 98,6% των μεταμοσχεύσεων και η δημόσια τράπεζα στο 1,4%, ενώ για τη θεραπεία των λεμφωμάτων η οικογένεια χορήγησε το 94,3% των μοσχευμάτων.

Το 2006 σύμφωνα με τη μελέτη που αναφέρθηκε παραπάνω, πραγματοποιήθηκαν 17.049 μεταμοσχεύσεις σε ασθενείς με όλους τους τύπους των λευχαιμιών. Στις 15.210 (89%) περιπτώσεις έγιναν αλλογενείς μεταμοσχεύσεις και στις 1.839 (11%) αυτόλογες. Από τις 15.210 αλλογενείς μεταμοσχεύσεις οι 8.122 (53,5%) πραγματοποιήθηκαν με βλαστοκύτταρα που προήλθαν μέσα από την οικογένεια και οι 7.088 (46,5%) από δημόσια τράπεζα. Άρα στην περίπτωση των λευχαιμιών το 2006 η οικογένεια χορήγησε το 58,5% των μοσχευμάτων και η δημόσια τράπεζα το 41,5%.

Ο καρκίνος όπως και η λευχαιμία εκδηλώνονται μετά από μία σειρά μεταλλάξεων στα κύτταρα, η οποία τελικά καταλήγει σε καρκινογένεση. Για την εκδήλωση της λευχαιμίας απαιτούνται δύο συνεχείς μεταλλάξεις Η πρώτη μετάλλαξη για την εκδήλωση της λευχαιμίας οδηγεί στη δημιουργία και στην κυκλοφορία στο αίμα των προλευχαιμικών κλώνων. Εάν λοιπόν η μετάλλαξη συμβεί στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του εμβρύου πριν τη γέννηση τότε και στο αίμα του ομφάλιου λώρου θα κυκλοφορούν προλευχαιμικοί κλώνοι. Από τις 100 περιπτώσεις παιδιών με προλευχαιμικούς κλώνους τελικά μόνο ένα παιδί θα προχωρήσει στη δεύτερη μετάλλαξη και θα αναπτύξει τη λευχαιμία, Mori et al 2002, Proc Natl Acad Sci USA, 99: 8242-8247. Οι προλευχαιμικοί κλώνοι στα υπόλοιπα παιδιά σιγά - σιγά καταστρέφονται από το αμυντικό τους σύστημα και τελικά εξαφανίζονται από την κυκλοφορία του αίματος. Για μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά και ενήλικες, δεν τίθεται θέμα αναζήτησης προλευχαιμικών κλώνων, διότι έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από τη γέννηση και δεν δικαιολογείται η ύπαρξη κλώνων και η μη εκδήλωση λευχαιμίας. Εξ άλλου πολλά γονίδια ευθύνονται ή συνυπάρχουν με την εκδήλωση λευχαιμίας και μία εξέταση στα ίδια τα βλαστοκύτταρα με μοριακές μεθοδολογίες π.χ. με τη μέθοδο RT-PCR, θα οδηγήσει στην ανεύρεση αυτών των παθολογικών γονιδίων και στη συνέχεια στην απόρριψη των παθολογικών δειγμάτων. Στη Δημόσια Τράπεζα δεν γίνεται ποτέ έλεγχος για την ύπαρξη προλευχαιμικών κλώνων στα βλαστοκύτταρα του δότη. Έτσι το 5% των υποτροπών της λευχαιμίας μετά την αλλογενή μεταμόσχευση οφείλεται σε προδιάθεση του μοχεύματος, όπως ανακοινώθηκε το 2010 από τον Τομέα Αιματολογίας του Πανεπιστημίου του Manchester Royal Infirmary της Αγγλίας από τον Daniel Howard Wiseman. Μάλιστα για τα δείγματα αυτά τα οποία προέρχονται από άγνωστους δότες θα έπρεπε να πραγματοποιείται και έλεγχος για τη μεταφορά κληρονομικών ασθενειών. Επειδή τα δείγματα στη δημόσια τράπεζα φυλάσσονται ανώνυμα δεν μπορεί να βρεθεί το δωρηθέν μόσχευμα ενός παιδιού το οποίο εμφάνισε λευχαιμία, με αποτέλεσμα το ιστοσυμβατό παιδί που θα το πάρει να εμφανίσει εκ νέου λευχαιμία. Πρόσφατα ήρθε στο φως της δημοσιότητας η περίπτωση μεταμόσχευσης δύο νεφρών σε δύο ασθενείς οι οποίοι κινδυνεύουν να αναπτύξουν επιθετική μορφή λεμφώματος, επειδή η νόσος δεν ανιχνεύτηκε έγκαιρα στον δότη και μέσω των νεφρών μεταφέρθηκε στους ασθενείς. Λεπτομερέστερη εξέταση μετά τον θάνατο του δότη έδειξε οτι αυτός κατέληξε λόγω της επιθετικής μορφής του λεμφώματος, το οποίο δεν κατέστη δυνατόν να ανιχνευτεί έγκαιρα και να αποφευχθεί η διπλή μεταμόσχευση των νεφρών στους ιστοσυμβατούς ασθενείς. Το περιστατικό αυτό από μόνο του δείχνει την αδυναμία του συστήματος ακόμα και στην Αγγλία να προλάβει τους κινδύνους της αλλογενούς μεταμόσχευσης.

Το 2007 δημοσιεύτηκε περίπτωση παιδιού ηλικίας 3 ετών με πρόβλημα οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας στο οποίο απέτυχε δύο φορές η χημειοθεραπεία και θεραπεύτηκε με τα δικά του βλαστοκύτταρα, τα οποία για προληπτικούς λόγους η οικογένειά του είχε φυλάξει κατά τη γέννηση, σε ιδιωτική τράπεζα στις ΗΠΑ, (Hayani et al 2007, Pediatrics 119, 296-300). Τέσσερα χρόνια μετά τη μεταμόσχευση το παιδί είναι καλά και ελεύθερο συμπτωμάτων.

ΚΟΛΙΑΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΡΧΕΓΟΝΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΕΘΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΩΝ



    Στην κορυφή