Τι νεώτερο στην Επεμβατική Καρδιολογία


Τριετή αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των διαδερμικά εμφυτευμένων βαλβίδων σε ασθενείς με στένωση της αορτικής βαλβίδας

Με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης ο αριθμός των ηλικιωμένων ασθενών με στένωση της αορτικής βαλβίδας αυξάνεται με αποτέλεσμα η πιο συχνή βαλβιδική νόσος των ενηλίκων να είναι η στένωση της αορτικής βαλβίδας. Σύμφωνα με προσφάτως δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, περίπου το 33% των ασθενών ηλικίας μεγαλύτερης των 75 ετών με σοβαρή συμπτωματική στένωση αορτής δεν υποβάλλονται σε χειρουργική αντικατάσταση της βαλβίδας παρά το ότι αυτό αποτελεί την μόνη θεραπεία. Η κύρια αιτία για την οποία η χειρουργική επέμβαση δεν πραγματοποιείται είναι ο υψηλός χειρουργικός κίνδυνος, λόγω των σημαντικών συνυπαρχόντων προβλημάτων υγείας που συχνά συνοδεύουν ασθενείς προχωρημένης ηλικίας (νεφρική ανεπάρκεια, βαρύ βρογχικό άσθμα, καρκίνος κ.ά). Το γεγονός αυτό οδήγησε στην επινόηση νέων διαδερμικών μεθόδων και τεχνικών που να επιτρέπουν την αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας ενδοαγγειακά χωρίς την διενέργεια χειρουργικής θωρακοτομής, σε αυτούς ακριβώς τους ασθενείς.

Από το 2007 που εφαρμόσθηκε κλινικά η πρώτη διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας ο αριθμός των ασθενών που θεραπεύονται με αυτή τη μέθοδο αυξάνεται διαρκώς. Το 2012 υπολογίζονται ότι γίνονται στην Ευρώπη 15.000 τέτοιες επεμβάσεις που ο αριθμός τους ανά χώρα σχετίζεται και με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Έτσι, ο μέσος όρος των διενεργούμενων διαδερμικών εμφυτεύσεων αορτικών βαλβίδων είναι 35 ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Στη Γερμανία είναι 90 και στη Πορτογαλία 5 ανά εκατομμύριο πληθυσμού.

Στη χώρα μας, πραγματοποιείται από την έναρξη της μεθόδου αυτή η πρωτοποριακή επέμβαση με απόλυτη επιτυχία σε διάφορα Κέντρα.

Σήμερα η κύρια ένδειξη για διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας είναι σε συμπτωματικούς ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας που αδυνατούν να υποβληθούν σε χειρουργική αντικατάσταση της βαλβίδας λόγω υψηλού εγχειρητικού κινδύνου εξ αιτίας άλλων συνοδών παθολογικών καταστάσεων (νεφρική ανεπάρκεια, αναπνευστική ανεπάρκεια κλπ ).

Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της μελέτης PARTNER σύμφωνα με τα οποία τα οφέλη από την διαδερμική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας (μείωση των θανάτων έως και 26% συγκριτικά με την συντηρητική αντιμετώπιση ή την βαλβιδοπλαστική) εξακολουθούν να ισχύουν και στα 3 χρόνια παρακολούθησης. Ταυτόχρονα οι ασθενείς αυτοί έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής και μπορούν να ζήσουν την καθημερινότητά τους με πολύ λιγότερα συμπτώματα. Γίνονται συνεχείς βελτιώσεις στον σχεδιασμό και των τύπων των διαδερμικά εμφυτευμένων βαλβίδων με σκοπό την ευκολότερη και ασφαλέστερη εμφυρευσή τους. Τα αποτελέσματα είναι μέχρι σήμερα ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, και αν επιβεβαιωθούν, τότε πολλοί ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση αορτικής βαλβίδας που δεν είναι δυνατόν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση θα θεραπευθούν, ενώ οι πιο αισιόδοξοι προβλέπουν και την πλήρη αντικατάσταση της χειρουργικής επέμβασης από τη διαδερμική εμφύτευση της αορτικής βαλβίδας.


ΠΡΟΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ STENTS: ΠΙΘΑΝΑ ΝΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΔΙΠΛΗ ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΗ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΤΑ ΝΕΩΕΤΕΡΑ STENT


Είναι σήμερα ευρέως διαδεδομένο ότι τα stent που εκλύουν φαρμακευτικές ουσίες αναστέλλουν επιτυχώς την επαναστένωση σε ποσοστά 5-10%, αλλά έχουν το πρόβλημα της όψιμης θρόμβωσης. Το ποσοστό της όψιμης θρόμβωσης (θρόμβωση μετά το πρώτο 6μηνο, η οποία έχει θνητότητα 40-50%), αυξάνεται κατά 0.5% κάθε έτος συγκριτικά με τα μεταλλικά stent. Για την αντιμετώπιση αυτής της επιπλοκής χορηγούνται μακροχρόνια αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα (ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη). Για να μειωθεί ο κίνδυνος θρόμβωσης, η έρευνα εστιάστηκε τόσο στην βελτίωση του σχεδιασμού των stent, όσο και στην χρήση άλλων νεότερων φαρμακευτικών ουσιών για την επικάλυψη των stent.

Με τα νεώτερα αυτά επικεκαλυμένα με φάρμακο στέντς οι πρώτες ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές ότι μπορεί να μην είναι αναγκαία η μακρά διάρκεια χορήγησης διπλής αντιαμοπεταλιακής αγωγής--όπως ισχύει σήμερα, τουλάχιστον 6 μηνών ή ίσως και πέραν του εξαμήνου ή του έτους.

Μάλιστα, φαίνεται ότι σημαντική πρόοδος γίνεται και στη βελτίωση των βιοαποροφούμενων στεντς, ώστε τόσο το πολυμερές όσο και το πάχος του πλέγματος αυτού του στεντ να μη προδιαθέτει σε θρόμβωση του στεντ εξασφαλίζοντας όμως ανοικτό το αγγείο παρά την πλήρη απορρόφησή του μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα.


Ιωάννης Καλλικάζαρος
Διευθυντής του Καρδιολογικού Τμήματος του ΓΝΑ «Ιπποκράτειο»
Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας

Διαβάστε περισσότερα άρθρα...



    Στην κορυφή