Τι είναι η χοληστερόλη;
Η χοληστερόλη είναι απαραίτητο στοιχείο για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού των θηλαστικών (ανθρώπων και ζώων). Το όνομα "χοληστερόλη" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "χολή" και "στερεός" και από την κατάληξη της λέξης "αλκοόλ" (ολ). Πρώτος αναγνώρισε τη χοληστερόλη ο Francois Poulletier de la Salle, σε χολόλιθους, το 1769 και το 1815 πήρε το όνομα "χοληστερίνη" από τον χημικό Eugène Chevreul.
Η χοληστερόλη προέρχεται βασικά από δύο πηγές, το ήπαρ (συκώτι) και τη διατροφή. Το συκώτι παράγει καθημερινά περίπου 1gr χοληστερόλης. Η διατροφή παρέχει περίπου το 20% της χοληστερόλης του οργανισμού. Εάν η ποσότητα της χοληστερόλης που λαμβάνεται με την τροφή είναι μεγάλη, τότε ο οργανισμός αντισταθμίζει τα υψηλά επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα με μείωση της σύνθεσής της στο συκώτι.
Τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, γάλα, αυγά) περιέχουν χοληστερόλη. Τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης (φρούτα, λαχανικά, δημητριακά, όσπρια) δεν περιέχουν χοληστερόλη.
Η χοληστερόλη ανακυκλώνεται στον οργανισμό. Αποβάλλεται από το συκώτι με τη χολή στο έντερο. Τυπικά, περίπου το 50% από την αποβαλλόμενη στο έντερο χοληστερόλη, επαναρροφάται στο λεπτό έντερο και εισέρχεται ξανά στον οργανισμό.
Η χοληστερόλη, όπως και τα άλλα λιπίδια (τριγλυκερίδια και λιπαρά οξέα) είναι αναγκαία και απαραίτητα για τη δομή και τη λειτουργία των κυττάρων. Αποτελεί δομικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών συμβάλλοντας στη σταθερότητα των κυττάρων και στη δυνατότητα της διαπερατότητας των κυτταρικών μεμβρανών από ουσίες και υγρά ώστε να διατηρούνται τα κύτταρα σε καλή φυσική και λειτουργική κατάσταση. Η χοληστερόλη είναι πηγή ενέργειας για τον οργανισμό και επιπλέον, βασικό στοιχείο πολλών ορμονών (κορτιζόνη, αλδοστερόνη, τεστοστερόνη), βιταμινών (βιταμίνη D), βασικό στοιχείο της χολής και συνθετικό στοιχείο του νευρικού ιστού.
Με τα παραπάνω είναι κατανοητή η σπουδαιότητα και αναγκαιότητα της χοληστερόλης για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού και των ζώων. Παράλληλα όμως, τα αυξημένα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα προκαλούν βλάβες στις αρτηρίες και συνδέονται με σοβαρές παθήσεις, όπως το έμφραγμα της καρδιάς και τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Προκαλεί η χοληστερόλη στο αίμα νόσο των στεφανιαίων αρτηριών;
Η απάντηση είναι ΝΑΙ, για τους παρακάτω λόγους:
1. Τα ζώα φυσιολογικά δεν αναπτύσσουν αρτηριοσκλήρυνση. Εάν όμως τα ταΐσουμε με τροφές πλούσιες σε χοληστερόλη, τότε αναπτύσσουν αρτηριοσκλήρυνση.
2. Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αυξημένων επιπέδων χοληστερόλης και στεφανιαίας νόσου.
3. Άτομα τα οποία παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα με τη γέννησή τους λόγω κληρονομικής επιβάρυνσης (οικογενής υπερχοληστερολαιμία) αναπτύσσουν στεφανιαία νόσο σε μικρή ηλικία.
4. Η δραστική μείωση της χοληστερόλης του αίματος με φάρμακα (στατίνες) μειώνει την πιθανότητα στεφανιαίας νόσου.
Η οικογενής υπεχοληστερολαιμία είναι πάθηση που κληρονομείται. Στη συχνότερη μορφή της, την ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία, εμπλέκεται μόνο 1 γονίδιο (από τον ένα γονέα) και συμβαίνει με συχνότητα 1 για κάθε 500 άτομα. Στα άτομα αυτά τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης είναι περίπου διπλάσια από εκείνα των φυσιολογικών ατόμων. Ο κίνδυνος θανάτου από έμφραγμα της καρδιάς, πριν την ηλικία των 50 ετών, υπολογίζεται κατά 20-40 φορές υψηλότερος συγκριτικά με παρόμοιες ηλικίες των ατόμων χωρίς οικογενή υπερχοληστερολαιμία.
Υπάρχουν και πολύ σοβαρότερες, αλλά σπανιότερες μορφές της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας, η ομόζυγος μορφή της (εμπλέκονται 2 γονίδια και από τους δύο γονείς) με συχνότητα εμφάνισης 1 ανά 1.000.000 άτομα. Σε αυτή τη μορφή τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης μπορεί να υπερβούν και τα 1.000mg/dL.
Στο αίμα η χοληστερόλη δεν κυκλοφορεί ελεύθερη. Συνδέεται και μεταφέρεται με ειδικές πρωτεΐνες, τις λιποπρωτεΐνες. Οι κυριότερες λιποπρωτεΐνες που μεταφέρουν τη χοληστερόλη είναι η λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (High Density Lipoprotein – HDL) και η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας (Low Density Lipoprotein – LDL).
Η HDL μεταφέρει τη χοληστερόλη από τα τοιχώματα των αγγείων και από άλλους ιστούς και όργανα στο συκώτι. Η LDL μεταφέρει τη χοληστερόλη, αντίθετα, από το συκώτι στους ιστούς.
Για τον υπολογισμό του κινδύνου από τη χοληστερόλη, η μέτρηση της συνολικής ποσότητάς της δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται και η αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο είναι συνδεδεμένη και κυκλοφορεί στο αίμα.
Η λιποπρωτεΐνη HDL που μεταφέρει τη χοληστερόλη από τα αγγεία και τους άλλους ιστούς στο συκώτι, μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης αρτηριοσκλήρυνσης και απόφραξης των αρτηριών και γι' αυτό το λόγο, η HDL χοληστερόλη καλείται (όχι επιστημονικός όρος) "καλή" χοληστερόλη. Αντίθετα, η λιποπρωτεΐνη LDL μεταφέρει τη χοληστερόλη από το συκώτι στις αρτηρίες. Η LDL-χοληστερόλη ("κακή" χοληστερόλη) οξειδώνεται κι εναποτίθεται στα τοιχώματα των αρτηριών προκαλώντας προοδευτικά την απόφραξή τους.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει "καλή" ή "κακή" χοληστερόλη. Η χοληστερόλη είναι πάντα ίδια, όμως ανάλογα με το πώς είναι συνδεδεμένη και μεταφέρεται στο αίμα, ο ρόλος και η σημασία τους διαφέρουν, διαφοροποιώντας τες έτσι σε "καλή" και "κακή".
Η HDL-χοληστερόλη που μεταφέρεται από άλλους ιστούς στο συκώτι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά ή να μετατραπεί σε χολή και να αποβληθεί προς το έντερο.
Η σημασία της HDL χοληστερόλης για τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών επεισοδίων, παραμένει μεγάλη, ανεξάρτητα από τη μείωση της LDL χοληστερόλης που επιτυγχάνεται με φάρμακα (τις στατίνες). Σε μία σημαντική μελέτη (μεταξύ πολλών άλλων μελετών με περίπου ίδια συμπεράσματα) τα άτομα με HDL-χοληστερόλη, μεγαλύτερη από 55 mg/dL, είχαν 25% χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις συγκρινόμενα με άτομα με HDL-χοληστερόλη μικρότερη από 38 mg/dL. Ο συσχετισμός αυτός ήταν ανεξάρτητος από τα επίπεδα της LDL-χοληστερόλης και από τη δόση της στατίνης που ελάμβαναν για τη μείωση της LDL-χοληστερόλης. Φυσικά, η μείωση της LDL-χοληστερόλης με τη χορήγηση στατινών μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο κατά 40-50%. Εάν όμως επιτευχθεί επιπλέον και αύξηση της HDL-χοληστερόλης, τότε πιθανόν ο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων να μειωθεί επιπρόσθετα ακόμη και κατά 50%.
Σήμερα δεν υπάρχουν φάρμακα που να αυξάνουν τα επίπεδα της HDL-χοληστερόλης. Για να επιτύχουμε την αύξησή της, απαραίτητη είναι η τακτική σωματική άσκηση και η διατήρηση ιδανικού σωματικού βάρους.
Μιχάλης Κυριακίδης
Καθηγητής Πνεπιστημίου Αθηνών
Διευθυντής του Καρδιολογικού τομέα στο Νοσοκομείο Metropolitan Hospital
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...
Η χοληστερόλη προέρχεται βασικά από δύο πηγές, το ήπαρ (συκώτι) και τη διατροφή. Το συκώτι παράγει καθημερινά περίπου 1gr χοληστερόλης. Η διατροφή παρέχει περίπου το 20% της χοληστερόλης του οργανισμού. Εάν η ποσότητα της χοληστερόλης που λαμβάνεται με την τροφή είναι μεγάλη, τότε ο οργανισμός αντισταθμίζει τα υψηλά επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα με μείωση της σύνθεσής της στο συκώτι.
Τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, γάλα, αυγά) περιέχουν χοληστερόλη. Τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης (φρούτα, λαχανικά, δημητριακά, όσπρια) δεν περιέχουν χοληστερόλη.
Η χοληστερόλη ανακυκλώνεται στον οργανισμό. Αποβάλλεται από το συκώτι με τη χολή στο έντερο. Τυπικά, περίπου το 50% από την αποβαλλόμενη στο έντερο χοληστερόλη, επαναρροφάται στο λεπτό έντερο και εισέρχεται ξανά στον οργανισμό.
Η χοληστερόλη, όπως και τα άλλα λιπίδια (τριγλυκερίδια και λιπαρά οξέα) είναι αναγκαία και απαραίτητα για τη δομή και τη λειτουργία των κυττάρων. Αποτελεί δομικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών συμβάλλοντας στη σταθερότητα των κυττάρων και στη δυνατότητα της διαπερατότητας των κυτταρικών μεμβρανών από ουσίες και υγρά ώστε να διατηρούνται τα κύτταρα σε καλή φυσική και λειτουργική κατάσταση. Η χοληστερόλη είναι πηγή ενέργειας για τον οργανισμό και επιπλέον, βασικό στοιχείο πολλών ορμονών (κορτιζόνη, αλδοστερόνη, τεστοστερόνη), βιταμινών (βιταμίνη D), βασικό στοιχείο της χολής και συνθετικό στοιχείο του νευρικού ιστού.
Με τα παραπάνω είναι κατανοητή η σπουδαιότητα και αναγκαιότητα της χοληστερόλης για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού και των ζώων. Παράλληλα όμως, τα αυξημένα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα προκαλούν βλάβες στις αρτηρίες και συνδέονται με σοβαρές παθήσεις, όπως το έμφραγμα της καρδιάς και τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Προκαλεί η χοληστερόλη στο αίμα νόσο των στεφανιαίων αρτηριών;
Η απάντηση είναι ΝΑΙ, για τους παρακάτω λόγους:
1. Τα ζώα φυσιολογικά δεν αναπτύσσουν αρτηριοσκλήρυνση. Εάν όμως τα ταΐσουμε με τροφές πλούσιες σε χοληστερόλη, τότε αναπτύσσουν αρτηριοσκλήρυνση.
2. Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αυξημένων επιπέδων χοληστερόλης και στεφανιαίας νόσου.
3. Άτομα τα οποία παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα με τη γέννησή τους λόγω κληρονομικής επιβάρυνσης (οικογενής υπερχοληστερολαιμία) αναπτύσσουν στεφανιαία νόσο σε μικρή ηλικία.
4. Η δραστική μείωση της χοληστερόλης του αίματος με φάρμακα (στατίνες) μειώνει την πιθανότητα στεφανιαίας νόσου.
Η οικογενής υπεχοληστερολαιμία είναι πάθηση που κληρονομείται. Στη συχνότερη μορφή της, την ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία, εμπλέκεται μόνο 1 γονίδιο (από τον ένα γονέα) και συμβαίνει με συχνότητα 1 για κάθε 500 άτομα. Στα άτομα αυτά τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης είναι περίπου διπλάσια από εκείνα των φυσιολογικών ατόμων. Ο κίνδυνος θανάτου από έμφραγμα της καρδιάς, πριν την ηλικία των 50 ετών, υπολογίζεται κατά 20-40 φορές υψηλότερος συγκριτικά με παρόμοιες ηλικίες των ατόμων χωρίς οικογενή υπερχοληστερολαιμία.
Υπάρχουν και πολύ σοβαρότερες, αλλά σπανιότερες μορφές της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας, η ομόζυγος μορφή της (εμπλέκονται 2 γονίδια και από τους δύο γονείς) με συχνότητα εμφάνισης 1 ανά 1.000.000 άτομα. Σε αυτή τη μορφή τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης μπορεί να υπερβούν και τα 1.000mg/dL.
Στο αίμα η χοληστερόλη δεν κυκλοφορεί ελεύθερη. Συνδέεται και μεταφέρεται με ειδικές πρωτεΐνες, τις λιποπρωτεΐνες. Οι κυριότερες λιποπρωτεΐνες που μεταφέρουν τη χοληστερόλη είναι η λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (High Density Lipoprotein – HDL) και η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας (Low Density Lipoprotein – LDL).
Η HDL μεταφέρει τη χοληστερόλη από τα τοιχώματα των αγγείων και από άλλους ιστούς και όργανα στο συκώτι. Η LDL μεταφέρει τη χοληστερόλη, αντίθετα, από το συκώτι στους ιστούς.
Για τον υπολογισμό του κινδύνου από τη χοληστερόλη, η μέτρηση της συνολικής ποσότητάς της δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται και η αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο είναι συνδεδεμένη και κυκλοφορεί στο αίμα.
Η λιποπρωτεΐνη HDL που μεταφέρει τη χοληστερόλη από τα αγγεία και τους άλλους ιστούς στο συκώτι, μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης αρτηριοσκλήρυνσης και απόφραξης των αρτηριών και γι' αυτό το λόγο, η HDL χοληστερόλη καλείται (όχι επιστημονικός όρος) "καλή" χοληστερόλη. Αντίθετα, η λιποπρωτεΐνη LDL μεταφέρει τη χοληστερόλη από το συκώτι στις αρτηρίες. Η LDL-χοληστερόλη ("κακή" χοληστερόλη) οξειδώνεται κι εναποτίθεται στα τοιχώματα των αρτηριών προκαλώντας προοδευτικά την απόφραξή τους.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει "καλή" ή "κακή" χοληστερόλη. Η χοληστερόλη είναι πάντα ίδια, όμως ανάλογα με το πώς είναι συνδεδεμένη και μεταφέρεται στο αίμα, ο ρόλος και η σημασία τους διαφέρουν, διαφοροποιώντας τες έτσι σε "καλή" και "κακή".
Η HDL-χοληστερόλη που μεταφέρεται από άλλους ιστούς στο συκώτι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά ή να μετατραπεί σε χολή και να αποβληθεί προς το έντερο.
Η σημασία της HDL χοληστερόλης για τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών επεισοδίων, παραμένει μεγάλη, ανεξάρτητα από τη μείωση της LDL χοληστερόλης που επιτυγχάνεται με φάρμακα (τις στατίνες). Σε μία σημαντική μελέτη (μεταξύ πολλών άλλων μελετών με περίπου ίδια συμπεράσματα) τα άτομα με HDL-χοληστερόλη, μεγαλύτερη από 55 mg/dL, είχαν 25% χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις συγκρινόμενα με άτομα με HDL-χοληστερόλη μικρότερη από 38 mg/dL. Ο συσχετισμός αυτός ήταν ανεξάρτητος από τα επίπεδα της LDL-χοληστερόλης και από τη δόση της στατίνης που ελάμβαναν για τη μείωση της LDL-χοληστερόλης. Φυσικά, η μείωση της LDL-χοληστερόλης με τη χορήγηση στατινών μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο κατά 40-50%. Εάν όμως επιτευχθεί επιπλέον και αύξηση της HDL-χοληστερόλης, τότε πιθανόν ο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων να μειωθεί επιπρόσθετα ακόμη και κατά 50%.
Σήμερα δεν υπάρχουν φάρμακα που να αυξάνουν τα επίπεδα της HDL-χοληστερόλης. Για να επιτύχουμε την αύξησή της, απαραίτητη είναι η τακτική σωματική άσκηση και η διατήρηση ιδανικού σωματικού βάρους.
Μιχάλης Κυριακίδης
Καθηγητής Πνεπιστημίου Αθηνών
Διευθυντής του Καρδιολογικού τομέα στο Νοσοκομείο Metropolitan Hospital
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...