Θυρεοειδής και καρδιά
Ο θυρεοειδής αποτελεί έναν ενδοκρινή αδένα ο οποίος παίζει σημαντικότατο ρόλο για τη σωστή αύξηση, ανάπτυξη και εύρυθμη λειτουργία του συνόλου των συστημάτων του ανθρωπίνου οργανισμού, κυρίως μέσω της έκκρισης των θυρεοειδικών ορμονών Τ3 και Τ4. Βρίσκεται μπροστά από την τραχεία και αποτελείται από δύο λοβούς, το δεξιό και τον αριστερό, που συνδέονται μεταξύ τους με τον ισθμό.
Τα νοσήματα του θυρεοειδούς είναι από τα συχνά, και στο γενικό πληθυσμό καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση όσον αφορά τα χρόνια νοσήματα. Παγκοσμίως υπολογίζεται ότι υπάρχουν 13 εκατομμύρια άνθρωποι με αδιάγνωστη θυρεοειδική νόσο. Ο συχνότητα εμφάνισης της νόσου αυξάνεται με την ηλικία, ενώ παρατηρείται συχνότερα στο γυναικείο φύλο.
O θυρεοειδής αδένας έχει άμεση επίδραση στην καρδιακή λειτουργία. Οι ορμόνες του θυρεοειδούς αυξάνουν το μεταβολισμό του σώματος, την παραγωγή θερμότητας και το καρδιακό έργο ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες του οργανισμού. Η υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα λέγεται υπερθυρεοειδισμός, και συνοδεύεται από ταχυκαρδία ακόμα και στην ηρεμία. Ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει διάφορες αρρυθμίες ενώ 10% των υπερθυρεοειδικών έχουν κολπική μαρμαρυγή.
Ο υπερθυρεοειδισμός μειώνει τη διαστολική αρτηριακή πίεση, αυξάνει το εύρος σφυγμού, αυξάνει τη καρδιακή παροχή και μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της πίεσης στην πνευμονική αρτηρία (πνευμονική υπέρταση). Ουσιαστικά αποτελεί μία μορφή συνεχούς δοκιμασίας κοπώσεως για την καρδιά, η οποία αν έχει ήδη νόσο κεκαλυμμένη, αυτή θα εκδηλωθεί αμέσως με καρδιακή ανεπάρκεια.
Ο υπερθυρεοειδισμός συνήθως προκαλείται από διάφορες παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα, αλλά και από διάφορα φάρμακα και καταστάσεις που αυξάνουν τα επίπεδα των ορμονών όπως είναι τα αντισυλληπτικά, η μεθαδόνη, η ηρωίνη, η ταμοξιφαίνη, η εγκυμοσύνη, η χρόνια ενεργός ηπατίτιδα, η κίρρωση του ήπατος, γενετικοί παράγοντες κ.α.
Από την άλλη μεριά, η ανεπάρκεια των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα έχει σαν αποτέλεσμα την πρόκληση του κλινικού συνδρόμου που λέγεται υποθυρεοειδισμός. Η ανεπάρκεια αυτή όταν εμφανίζεται στην παιδική ηλικία παρατηρείται καθυστέρηση σωματικής αύξησης, ενώ στους ενήλικες εκδηλώνεται ως γενική επιβράδυνση των ζωτικών λειτουργιών. Από το καρδιαγγειακό σύστημα τα πιο συχνά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού είναι η βραδυκαρδία και η ήπια αρτηριακή υπέρταση. Ενίοτε μπορεί να παρατηρηθεί μείωση της καρδιακής συσπαστικότητας και της καρδιακής συχνότητας που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της καρδιακής παροχής και σε καρδιακή ανεπάρκεια ή να επιβαρύνουν σημαντικά τυχόν συνυπάρχουσα καρδιοπάθεια. Επίσης προκαλεί διαταραχές των λιπιδίων του αίματος με αύξηση των τιμών τους. Μη ειδικό εύρημα είναι η αύξηση της χοληστερόλης ορού. Περικαρδιακή συλλογή υγρού μπορεί να εμφανιστεί σε χρόνιο υποθυρεοειδισμό. Εξάλλου ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει ηλεκτροκαρδιογραφικές διαταραχές και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο στις γυναίκες.
Η πλειονότητα των περιπτώσεων υποθυρεοειδισμού οφείλεται στη χρόνια θυρεοειδίτιδα (Hashimoto) η οποία αποτελεί μια βραδέως εξελισσόμενη αυτοάνοση πάθηση του θυρεοειδούς. Υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανισθεί και λόγω χορήγησης αντιθυρεοειδικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού. Άλλα φάρμακα και καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν υπερθυρεοειδισμό είναι τα γλυκοκορτικοειδή, τα ανδρογόνα, τα σαλικυλικά, γενετικοί παράγοντες, οι οξείες και χρόνιες νόσοι, το λίθιο, η ιντερφερόνη-α όπως και ένα από τα πιο συχνά χορηγούμενα φάρμακα στην αρρυθμιολογία, η αμιοδαρόνη (Angoron).
Η αμιοδαρόνη είναι ένα ιωδιούχο σκεύασμα, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως ως αντιαρρυθμικό φάρμακο σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Οι πιο συχνές παρενέργειες της αμιοδαρόνης είναι ο υπερθυρεοειδισμός και ο υποθυρεοειδισμός. Η αμιοδαρόνη έχει ανάλογη μορφολογική μοριακή σύσταση με την Τ4 και περιέχει μεγάλη ποσότητα ιωδίου. Η συνήθης ημερήσια δοσολογία αμιοδαρόνης φέρει και ανάλογη ποσότητα ιωδίου που αντιστοιχεί σε 50-πλάσια έως 100-πλάσια της ημερήσιας συνιστώμενης. Ο υπερθυρεοειδισμός που προκαλείται από την αμιοδαρόνη μπορεί να οφείλεται στην περίσσεια ιωδίου και παρατηρείται σε ασθενείς με όζους στον θυρεοειδή που μένουν σε περιοχές με χαμηλή πρόσληψη ιωδίου μέσω διατροφής. Οι ασθενείς αυτοί μπορούν να θεραπευτούν με ραδιο-ιώδιο ή εναλλακτικά με αντιθυρεοειδική αγωγή. Επίσης μπορεί να οφείλεται στην ανάπτυξη φλεγμονώδους διεργασίας κατά την οποία προκαλείται απέκκριση θυρεοειδικών ορμονών.
Η πιο αποτελεσματική θεραπεία είναι η χορήγηση κορτιζόνης. Και στις δύο περιπτώσεις, εάν η χορήγηση αμιοδαρόνης δεν κρίνεται σκόπιμο να διακοπεί μόνιμα, τότε συνιστάται ολική θυρεοειδεκτομή. Για τις παραπάνω παρενέργειες συνιστάται σε ασθενείς που λαμβάνουν αμιοδαρόνη, έλεγχος θυρεοειδικών ορμονών ανά εξάμηνο.
Χριστόδουλους Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας, διευθυντής Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» Γ.Ν.Α..
Clinical Professor of Medicine, Emory University School of Medicine, Atlanta, Georgia, USA
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...
Τα νοσήματα του θυρεοειδούς είναι από τα συχνά, και στο γενικό πληθυσμό καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση όσον αφορά τα χρόνια νοσήματα. Παγκοσμίως υπολογίζεται ότι υπάρχουν 13 εκατομμύρια άνθρωποι με αδιάγνωστη θυρεοειδική νόσο. Ο συχνότητα εμφάνισης της νόσου αυξάνεται με την ηλικία, ενώ παρατηρείται συχνότερα στο γυναικείο φύλο.
O θυρεοειδής αδένας έχει άμεση επίδραση στην καρδιακή λειτουργία. Οι ορμόνες του θυρεοειδούς αυξάνουν το μεταβολισμό του σώματος, την παραγωγή θερμότητας και το καρδιακό έργο ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες του οργανισμού. Η υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα λέγεται υπερθυρεοειδισμός, και συνοδεύεται από ταχυκαρδία ακόμα και στην ηρεμία. Ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει διάφορες αρρυθμίες ενώ 10% των υπερθυρεοειδικών έχουν κολπική μαρμαρυγή.
Ο υπερθυρεοειδισμός μειώνει τη διαστολική αρτηριακή πίεση, αυξάνει το εύρος σφυγμού, αυξάνει τη καρδιακή παροχή και μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της πίεσης στην πνευμονική αρτηρία (πνευμονική υπέρταση). Ουσιαστικά αποτελεί μία μορφή συνεχούς δοκιμασίας κοπώσεως για την καρδιά, η οποία αν έχει ήδη νόσο κεκαλυμμένη, αυτή θα εκδηλωθεί αμέσως με καρδιακή ανεπάρκεια.
Ο υπερθυρεοειδισμός συνήθως προκαλείται από διάφορες παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα, αλλά και από διάφορα φάρμακα και καταστάσεις που αυξάνουν τα επίπεδα των ορμονών όπως είναι τα αντισυλληπτικά, η μεθαδόνη, η ηρωίνη, η ταμοξιφαίνη, η εγκυμοσύνη, η χρόνια ενεργός ηπατίτιδα, η κίρρωση του ήπατος, γενετικοί παράγοντες κ.α.
Από την άλλη μεριά, η ανεπάρκεια των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα έχει σαν αποτέλεσμα την πρόκληση του κλινικού συνδρόμου που λέγεται υποθυρεοειδισμός. Η ανεπάρκεια αυτή όταν εμφανίζεται στην παιδική ηλικία παρατηρείται καθυστέρηση σωματικής αύξησης, ενώ στους ενήλικες εκδηλώνεται ως γενική επιβράδυνση των ζωτικών λειτουργιών. Από το καρδιαγγειακό σύστημα τα πιο συχνά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού είναι η βραδυκαρδία και η ήπια αρτηριακή υπέρταση. Ενίοτε μπορεί να παρατηρηθεί μείωση της καρδιακής συσπαστικότητας και της καρδιακής συχνότητας που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της καρδιακής παροχής και σε καρδιακή ανεπάρκεια ή να επιβαρύνουν σημαντικά τυχόν συνυπάρχουσα καρδιοπάθεια. Επίσης προκαλεί διαταραχές των λιπιδίων του αίματος με αύξηση των τιμών τους. Μη ειδικό εύρημα είναι η αύξηση της χοληστερόλης ορού. Περικαρδιακή συλλογή υγρού μπορεί να εμφανιστεί σε χρόνιο υποθυρεοειδισμό. Εξάλλου ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει ηλεκτροκαρδιογραφικές διαταραχές και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο στις γυναίκες.
Η πλειονότητα των περιπτώσεων υποθυρεοειδισμού οφείλεται στη χρόνια θυρεοειδίτιδα (Hashimoto) η οποία αποτελεί μια βραδέως εξελισσόμενη αυτοάνοση πάθηση του θυρεοειδούς. Υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανισθεί και λόγω χορήγησης αντιθυρεοειδικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού. Άλλα φάρμακα και καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν υπερθυρεοειδισμό είναι τα γλυκοκορτικοειδή, τα ανδρογόνα, τα σαλικυλικά, γενετικοί παράγοντες, οι οξείες και χρόνιες νόσοι, το λίθιο, η ιντερφερόνη-α όπως και ένα από τα πιο συχνά χορηγούμενα φάρμακα στην αρρυθμιολογία, η αμιοδαρόνη (Angoron).
Η αμιοδαρόνη είναι ένα ιωδιούχο σκεύασμα, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως ως αντιαρρυθμικό φάρμακο σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Οι πιο συχνές παρενέργειες της αμιοδαρόνης είναι ο υπερθυρεοειδισμός και ο υποθυρεοειδισμός. Η αμιοδαρόνη έχει ανάλογη μορφολογική μοριακή σύσταση με την Τ4 και περιέχει μεγάλη ποσότητα ιωδίου. Η συνήθης ημερήσια δοσολογία αμιοδαρόνης φέρει και ανάλογη ποσότητα ιωδίου που αντιστοιχεί σε 50-πλάσια έως 100-πλάσια της ημερήσιας συνιστώμενης. Ο υπερθυρεοειδισμός που προκαλείται από την αμιοδαρόνη μπορεί να οφείλεται στην περίσσεια ιωδίου και παρατηρείται σε ασθενείς με όζους στον θυρεοειδή που μένουν σε περιοχές με χαμηλή πρόσληψη ιωδίου μέσω διατροφής. Οι ασθενείς αυτοί μπορούν να θεραπευτούν με ραδιο-ιώδιο ή εναλλακτικά με αντιθυρεοειδική αγωγή. Επίσης μπορεί να οφείλεται στην ανάπτυξη φλεγμονώδους διεργασίας κατά την οποία προκαλείται απέκκριση θυρεοειδικών ορμονών.
Η πιο αποτελεσματική θεραπεία είναι η χορήγηση κορτιζόνης. Και στις δύο περιπτώσεις, εάν η χορήγηση αμιοδαρόνης δεν κρίνεται σκόπιμο να διακοπεί μόνιμα, τότε συνιστάται ολική θυρεοειδεκτομή. Για τις παραπάνω παρενέργειες συνιστάται σε ασθενείς που λαμβάνουν αμιοδαρόνη, έλεγχος θυρεοειδικών ορμονών ανά εξάμηνο.
Χριστόδουλους Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας, διευθυντής Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» Γ.Ν.Α..
Clinical Professor of Medicine, Emory University School of Medicine, Atlanta, Georgia, USA
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...