Συγκόλληση - Επαναγγείωση Ακρωτηριασμένων Μελών


Οι ακρωτηριασμοί μελών σε διάφορα επίπεδα αποτελούν το αποτέλεσμα εργατικών, τροχαίων, ακόμα και οικιακών ατυχημάτων. Ονομάζονται «πλήρεις» όταν το ακρωτηριασμένο τμήμα έχει αποκοπεί πλήρως από το μέλος και «ατελείς» όταν το τμήμα αυτό συγκρατείται πάνω στο μέλος με κάποιον ιστό που συνήθως είναι το δέρμα.

Οι ατελείς ακρωτηριασμοί μπορεί να είναι βιώσιμοι, εάν η αιμάτωση του περιφερικού τμήματος διατηρείται και μη βιώσιμοι όταν υπάρχει εμφανής διαταραχή της αιμάτωσης, οπότε και είναι αναγκαία η επαναγγείωση.

Συγκόλληση ονομάζεται η χειρουργική επέμβαση που επιχειρείται στους πλήρεις ακρωτηριασμούς.

Φροντίδα και μεταφορά του ακρωτηριασμένου μέλους

Στον τόπο του ατυχήματος είναι σημαντικό να δοθούν οι πρώτες βοήθειες στον ασθενή, ώστε να εξασφαλιστεί η σταθερότητα της γενικής του κατάστασης και να γίνει μια παχιά περίδεση του τραυματισμένου μέλους.

Τα ακρωτηριασμένα τμήματα πρέπει να πλυθούν με φυσιολογικό ορό ή ακόμα και με νερό, αν οι ιστοί είναι ρυπαροί με παρουσία ξένων σωμάτων.

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμβαπτίζονται σε άλλα υγρά, ιδιαίτερα αντισηπτικά που προκαλούν κυτταρική βλάβη ή χρωματίζουν τους ιστούς. Στη συνέχεια, πρέπει να τυλιχτούν σε γάζες εμβαπτισμένες με φυσιολογικό ορό ή ακόμα σε μι βρεγμένη πετσέτα και να τοποθετηθούν μέσα σε μια καλά κλειστή πλαστική σακούλα.

Τέλος, η σακούλα πρέπει να τοποθετηθεί σε πάγο ή παγωμένο νερό.

Είναι πολύ σημαντικό τα ακρωτηριασμένα μέλη να μην έρχονται ποτέ σε άμεση επαφή με τον πάγο, γιατί έτσι καταστρέφονται όλοι οι ιστοί και γίνεται αδύνατη η συγκόλληση.

Ο ασθενής και τα ακρωτηριασμένα τμήματα πρέπει να μεταφερθούν, το ταχύτερο δυνατό, σε ένα κέντρο τραύματος με εξειδικευμένο τμήμα. Τα ακρωτηριασμένα τμήματα πρέπει να συνοδεύουν τον ασθενή πάντα, καθώς ακόμα κι αν δεν είναι δυνατή η συγκόλληση μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγή «ανταλλακτικών» των ιστών που έχουν καταστραφεί.


Ενδείξεις συγκόλλησης

Είναι σαφές ότι πρέπει να γίνεται προσπάθεια συγκόλλησης μόνο στις περιπτώσεις που αυτό ενδείκνυται, με απώτερο σκοπό την καλύτερη δυνατή υγεία και λειτουργικότητα του ασθενούς.

Η απόφαση αυτή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το είδος και το επίπεδο του ακρωτηριασμού, το χρονικό διάστημα από το συμβάν και η ηλικία, το επάγγελμα, η προσωπικότητα και οι συνήθειες του ασθενούς (π.χ. κάπνισμα). Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιχειρείται συγκόλληση που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς.

Πιο συγκεκριμένα, οι κακώσεις που είναι «καθαρές» ή «τύπου γκιλοτίνας» και προκαλούνται από τέμνοντα όργανα είναι ιδανικές για συγκόλληση. Αντίθετα, οι συνθλιπτικές κακώσεις και εκείνες που προκαλούνται από εξελκυσμό παρουσιάζουν δυσκολίες στη χειρουργική επέμβαση αλλά και στη μετεγχειρητική αποκατάσταση.

Όταν μάλιστα υπάρχει συντριβή με ιστικό έλλειμμα (μυών, δέρματος, αγγείων, νεύρων και οστών) η συγκόλληση έχει πολύ περιορισμένη ένδειξη και κατά κανόνα πρέπει να αποφεύγεται.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το επίπεδο του ακρωτηριασμού και ο χρόνος που έχει περάσει από το ατύχημα, καθώς και ο τρόπος που έχουν συντηρηθεί τα ακρωτηριασμένα μέλη. Όσο πιο κεντρικός είναι ο ακρωτηριασμός, τόσο λιγότερο αντέχει την ισχαιμία, άρα και τις καθυστερήσεις, λόγω της παρουσίας μεγαλύτερης μυϊκής μάζας σε κεντρικότερα επίπεδα.

Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να επιχειρήσει συγκόλληση σε έναν ακρωτηριασμό στο επίπεδο του βραχιονίου μόνο μέσα στις πρώτες 6 ώρες, αν το μέλος έχει συντηρηθεί σωστά, ενώ σε έναν ακρωτηριασμό δακτύλων μπορεί η επέμβαση να γίνει και μετά από 12 ώρες, ενώ έχουν περιγραφεί επιτυχημένες συγκολλήσεις στο επίπεδο αυτό και μετά από 24 ώρες.

Αυτό συμβαίνει επειδή ο βραχίονας περιέχει μύες οι οποίοι νεκρώνονται όταν ισχαιμούν και όταν ξανασυνδεθούν με την κυκλοφορία με τη συγκόλληση απελευθερώνουν τοξίνες, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν τοξικό σοκ και θάνατο. Αντίθετα, στα δάκτυλα δεν υπάρχουν μυϊκές μάζες και οι υπόλοιποι ιστοί που βρίσκονται εκεί είναι πιο ανθεκτικοί στην ισχαιμία.

Χειρουργική επέμβαση - Αποκατάσταση

Η χειρουργική επέμβαση είναι εξαιρετικά εξειδικευμένη, πολύωρη και απαιτεί χειρουργική ομάδα με γνώση και εμπειρία στη μικροχειρουργική, δηλαδή στη χρησιμοποίηση του χειρουργικού μικροσκοπίου, των μικροεργαλείων και των μικροραμμάτων. Η διάρκειά της σε περιπτώσεις ακρωτηριασμού σε πολλά επίπεδα ή πολλαπλών δακτύλων μπορεί να υπερβαίνει τις 20 ώρες.

Αρχικά, γίνεται βράχυνση του μέλους, καθαρισμός από τους νεκρούς ιστούς και σήμανση των αγγείων και των νεύρων ώστε στη συνέχεια να διευκολυνθεί η αναστόμωση και η συρραφή τους αντίστοιχα. Ακολουθεί η σταθεροποίηση του σκελετού και η αποκατάσταση όλων των ανατομικών δομών από μέσα προς τα έξω (τένοντες, αρτηρίες, νεύρα, φλέβες).

Σε περίπτωση που υπάρχει πίεση χρόνου, μετά από τη σταθεροποίηση των οστών ακολουθεί η αναστόμωση των αρτηριών για τη συντομότερη αιμάτωση των ακρωτηριασμένων τμημάτων. Ο ασθενής μετά το χειρουργείο πρέπει να παραμείνει στο νοσοκομείο για τουλάχιστον 10 ημέρες, όπου θα λαμβάνει ενδοφλέβια αγωγή και θα παρακολουθείται στενά από εκπαιδευμένο προσωπικό.

Πρέπει να βρίσκεται συνέχεια σε θερμό περιβάλλον, να έχει το χέρι του σε νάρθηκα και σε ανάρροπη θέση, να μην καπνίζει, να μην πίνει καφέ και να μην τρώει σοκολάτα. Στο διάστημα αυτό υπάρχει περίπτωση να χρειαστεί επείγον χειρουργείο για την αναθεώρηση των αρτηριακών αναστομώσεων ή εφαρμογή ποικίλλων μέτρων (π.χ. φαρμακευτικών βδελλών) για την αντιμετώπιση της φλεβικής συμφόρησης.

Η βιωσιμότητα των επαναγγειωμένων τμημάτων θεωρείται ασφαλής μετά τις πρώτες 3 εβδομάδες. Ακόμα και μετά την έξοδό του, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται συχνά, ενώ ένα εξειδικευμένο πρωτόκολλο φυσικοθεραπείας πρέπει να εφαρμόζεται από την 1η ημέρα έως και 6 μήνες μετεγχειρητικά.

Κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος είναι πιθανό να χρειαστούν και άλλες επεμβάσεις για την πλήρη αποκατάσταση της λειτουργικότητας του μέλους (τενοντολύσεις, αρθρολύσεις, πλαστικές δέρματος κλπ). Οι επεμβάσεις συγκόλλησης ή επαναγγείωσης ακρωτηριασμένων μελών είναι εξαιρετικά μεγάλες και επίπονες για τον ασθενή, αλλά και το χειρουργό. Είναι πολύ σημαντικό να είναι πάντα ο στόχος και των δύο η καλύτερη δυνατή λειτουργικότητα του μέλους και να είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν στενά για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Είναι βέβαιο ότι αν η αποκατάσταση της λειτουργικότητας είναι ανέφικτη για οποιοδήποτε λόγο, είναι καλύτερα το μέλος να μη συγκολληθεί και να διαμορφωθεί κολόβωμα, στο οποίο μπορεί να εφαρμοστεί κοσμητική ή λειτουργική πρόθεση μετά την επούλωση.


Ελλάδα Παπαδογεώργου, MD, PhD, EDHS
Χειρουργό Χεριού –Μικροχειρουργό
Συνεργάτιδα Ιατρικού Διαβαλκανικού


Διαβάστε περισσότερα άρθρα...

    Στην κορυφή