Σύγκλιση του Ωτίου του Αριστερού Κόλπου σε Κολπική Μαρμαρυγή: Μια Νέα Μέθοδος για την Αποφυγή Αγγειακών Εγκεφαλικών Επεισοδίων


Το ωτίο είναι μια κυλινδρική, μυώδης κοιλότητα σαν μισοφέγγαρο και βρίσκεται σε επαφή με τον αριστερό κόλπο της καρδιάς. Το ωτίο επικοινωνεί με τον αριστερό κόλπο μέσω ενός στομίου. Το σχήμα και το μέγεθος του ωτίου μπορεί να διαφέρει σε κάθε άτομο, ενώ στο 55% των ατόμων έχει δύο λοβούς. Σε γενικές γραμμές, ο μέσος όγκος του ωτίου είναι 5.2 ml και η μέση διάμετρος του στομίου είναι 15-27 mm. Ο ρόλος του ωτίου είναι η αποσυμπίεση του αριστερού κόλπου σε περίπτωση που αυξηθούν οι πιέσεις μέσα σε αυτόν και η παραγωγή νατριουρητικών πεπτιδίων, ενώ συμβάλει στο γέμισμα της αριστερής κοιλίας με οξυγονωμένο αίμα κατά την διαστολή.

Η ανατομία του ωτίου του αριστερού κόλπου μεταβάλλεται σημαντικά σε περιπτώσεις κολπικής μαρμαρυγής, οπότε παρατηρείται πάχυνση και ίνωση της εσωτερικής επιφάνειας αυτού και αύξηση του όγκου του. Λόγω των προαναφερθεισών μεταβολών, στο ωτίο του αριστερού κόλπου δημιουργούνται θρόμβοι, οι οποίοι μπορεί να οδηγήσουν σε αγγειακό εγκεφαλικό. Μάλιστα, έχει διαπιστωθεί, ότι το 90% των αγγειακών εγκεφαλικών σε κολπική μαρμαρυγή, όταν δεν συνυπάρχει κάποια βαλβιδοπάθεια, οφείλεται σε δημιουργία θρόμβων στο ωτίο του αριστερού κόλπου.

Δεδομένου, του αυξημένου κινδύνου εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού σε άτομα κολπική μαρμαρυγή είναι απαραίτητη η μακροχρόνια χορήγηση από του στόματος αντιπηκτικής αγωγής. Αυτό, όμως μπορεί να έχει και κάποιες παρενέργειες, οι οποίες κυρίως οφείλονται στον αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η τακτική μέτρηση της δράσης του αντιπηκτικού (μέτρηση του INR), η ρύθμιση της δόσης του αναλόγως των εργαστηριακών ευρημάτων και η προσεκτική λήψη ορισμένων τροφίμων ή φαρμάκων, τα οποία μπορεί να μειώσουν ή να αυξήσουν την δράση του. Ο αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας και η ανάγκη τακτικής μέτρησης και ρύθμισης της δόσης οδηγούν σε φτωχή συμμόρφωση των ασθενών στην λήψη της αντιπηκτικής αγωγής, ενώ ένα ποσοστό αυτών, ιδίως τα ηλικιωμένα άτομα δεν μπορούν να λάβουν αντιπηκτική αγωγή, λόγω άλλων αντενδείξεων. Τελικά, μόνο το 40% με 55% των ατόμων με κολπική μαρμαρυγή μπορεί να πάρει κανονικά αντιπηκτικά φάρμακα.

Από τα παραπάνω καθίσταται προφανής η ανάγκη εξεύρεσης άλλων μεθόδων για την πρόληψη των αγγειακών εγκεφαλικών σε κολπική μαρμαρυγή. Στο παρελθόν δοκιμάστηκε η χειρουργική αφαίρεση ή η απολίνωση του ωτίου. Η παραπάνω προσέγγιση, όμως απαιτούσε μια μείζονα καρδιοχειρουργική επέμβαση, γι’ αυτό και εγκαταλείφθηκε. Πρόσφατα προτάθηκε η επεμβατική σύγκλιση του ωτίου του αριστερού κόλπου διαδερμικά με ειδικές συσκευές και με την βοήθεια υπερηχογραφικής απεικόνισης. Στην κλινική πράξη δοκιμάστηκαν τρεις συσκευές, η ΠΛΑΑΤΟ (PLAATO), η ΓΟΥΟΤΣΜΑΝ (WATCHMAN) και η Άμπλατζερ (Amplatzer). Η πρώτη επεμβατική σύγκλιση διαδερμικά έγινε το 2001 με την συσκευή ΠΛΑΑΤΟ, η οποία όμως έχει πια αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Η ΓΟΥΟΤΣΜΑΝ είναι μια αυτοεκπτυσσόμενη συσκευή σύγκλισης από νίτινολ (κράμα νικελίου και τιτανίου), η οποία καλύπτεται από μια πορώδη μεμβράνη από τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (PET). Η πορώδης αυτή μεμβράνη δρα σαν φίλτρο εμποδίζοντας την διέλευση των θρόμβων από το ωτίο στον αριστερό κόλπο και προάγει την γρήγορη κάλυψη της συσκευής με ενδοθηλιακά κύτταρα. Η συσκευή ΓΟΥΟΤΣΜΑΝ είναι διαθέσιμη σε διάφορα μεγέθη, ανάλογα με το μέγεθος του ωτίου και έχει πάρει έγκριση να κυκλοφορήσει τόσο στην Ευρωπαϊκή όσο και στην Αμερικανική αγορά. Η συσκευή Άμπλατζερ αποτελείται από ένα νίτινολ πλαίσιο και ένα πολυεστερικό βύσμα. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες συσκευές, οι οποίες τοποθετούνται μέσα στο ωτίο «γεμίζοντάς» το, η συσκευή Άμπλατζερ κλείνει την είσοδο, δηλαδή το στόμιο του ωτίου. Και η συγκεκριμένη συσκευή έχει διαφορετικά μεγέθη και κυκλοφορεί ήδη Ευρωπαϊκή αγορά. Η βασική διαφορά των δύο συσκευών έγκειται στην ανάγκη χορήγησης αντιπηκτικής και αντιαιμοπεταλιακής αγωγής. Με την συσκευή Άμπλατζερ χορηγείται διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή (ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη) για έναν μήνα και κατόπιν για πέντε ακόμα μήνες μόνο ασπιρίνη. Με την ΓΟΥΟΤΣΜΑΝ είναι αναγκαία η λήψη αντιπηκτικής αγωγή για 45 ημέρες και μετά μακροχρονίως ασπιρίνης.


Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών


    Στην κορυφή