Σπινθηρογράφημα καρδιάς με ραδιενεργό θάλλιο


Η μερική στένωση του αυλού μιας αρτηρίας της καρδιάς μπορεί να μην επηρεάζει την αιμάτωση της καρδιάς στην ηρεμία. Εντούτοις, η συγκεκριμένη μερική στένωση του αυλού μπορεί να την επηρεάζει όταν αυξάνονται οι απαιτήσεις της σε οξυγόνο, όπως στην κόπωση, έπειτα από ένα πλούσιο γεύμα ή στο έντονο ψύχος. Στην κλινική πράξη η ένδειξη ύπαρξης στεφανιαίας νόσου τίθεται με τη διενέργεια δοκιμασίας κοπώσεως σε τάπητα ή σε ποδήλατο ή με φαρμακευτική κόπωση. Οι τεχνικές απεικόνισης που συνοδεύουν την κόπωση είναι το υπερηχογράφημα καρδιάς (stress echo) και το σπινθηρογράφημα με θάλλιο.

Το θάλλιο χορηγείται ενδοφλεβίως ένα λεπτό πριν το μέγιστο της κόπωσης και ένα μικρό ποσοστό του προσλαμβάνεται από την καρδιά. Το ποσοστό θαλλίου που προσλαμβάνει η καρδιά εξαρτάται από τη ροή του αίματος στις αρτηρίες της καρδιάς. Οι πρώτες εικόνες λαμβάνονται αμέσως μετά την κόπωση. Αν υπάρχει σημαντική στένωση σε μία αρτηρία, τότε υπάρχει μειωμένη πρόσληψη του φαρμάκου από το τοίχωμα που αιματώνει η συγκεκριμένη αρτηρία. Αν η αρτηρία είναι πλήρως φραγμένη, τότε το φάρμακο δεν προσλαμβάνεται καθόλου στο αντίστοιχο τοίχωμα. Στις 3 με 4 ώρες του θάλλιο ανακατανέμεται, οπότε λαμβάνονται νέες εικόνες. Αν η αρτηρία έχει μερική στένωση, το θάλλιο προσλαμβάνεται πλήρως ή σχεδόν πλήρως από το προηγούμενο μειωμένης πρόσληψης τοίχωμα (αναστρέψιμη ισχαιμία). Αντίθετα, αν έπειτα από τρεις με τέσσερις ώρες το τοίχωμα δεν προσλάβει καθόλου φάρμακο, σημαίνει ότι η περιοχή έχει νεκρωθεί και έχει δημιουργηθεί ουλή (σταθερό έλλειμμα). Μερικές φορές η επαναχορήγηση θαλλίου μπορεί να βοηθήσει στη μερική ή πλήρη πρόσληψη του θαλλίου από το τμήμα που εμφάνιζε προηγουμένως σταθερό έλλειμμα. Η μερική ή πλήρης πρόληψη του θαλλίου από τμήμα της καρδιάς που προηγουμένως είχε έλλειμμα δείχνει ότι η περιοχή είναι βιώσιμη και ότι ο ασθενής μπορεί να ωφεληθεί από τη διενέργεια αγγειοπλαστικής ή αορτοστεφανιαίας παράκαμψης. Η ευαισθησία του σπινθηρογραφήματος στην ανίχνευση στενώσεων στις αρτηρίες της καρδιάς είναι 85% έως 95%• αντίστοιχα η ευαισθησία στην ανίχνευση βιωσιμότητας μιας περιοχής της καρδιάς είναι 90% έως 95%. Οπως δείχνουν τα νούμερα, καμιά εξέταση δεν είναι 100% απόλυτα διαγνωστική. Πάντα υπάρχει περίπτωση ενός μικρού ποσοστού λάθους. Δηλαδή, μπορεί η εξέταση να δείξει πρόβλημα χωρίς οι αρτηρίες της καρδιάς να έχουν πραγματικά στένωση (ψευδώς θετική εξέταση) ή η εξέταση μπορεί να είναι φυσιολογική αλλά οι αρτηρίες να έχουν στενώσεις (ψευδώς αρνητική εξέταση).

Οπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η δοκιμασία κοπώσεως που συνοδεύει το σπινθηρογράφημα γίνεται είτε σε κυλιόμενο τάπητα είτε με εργομετρικό ποδήλατο είτε με χορήγηση φαρμάκων που προκαλούν διαστολή των αγγείων της καρδιάς (διπυριδαμόλη ή αδενοσίνη). Οι παρενέργειες της αδενοσίνης είναι πολύ σύντομες, λόγω του πολύ μικρού χρόνου ζωής του φαρμάκου. Αντένδειξη στη χρήση των ουσιών αυτών είναι το αλλεργικό βρογχικό άσθμα και η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Η χρήση φαρμακευτικής δοκιμασίας κοπώσεως γίνεται στις περιπτώσεις που υπάρχει αδυναμία ή δυσκολία βάδισης ή όταν το κλασικό καρδιογράφημα έχει εικόνα μπλοκ αριστερού σκέλους ή όταν ο ασθενής φέρει μόνιμο βηματοδότη. Αν το σπινθηρογράφημα με θάλλιο είναι θετικό, δηλαδή δείξει ισχαιμία σε μία ή περισσότερες περιοχές της καρδιάς, τότε ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε στεφανιογραφικό έλεγχο.

Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών


    Στην κορυφή