Σακχαρώδης διαβήτης και παχυσαρκία


Στις μέρες μας ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μια παγκόσμια επιδημία, με συνεχή αύξηση περιστατικών και συνοδευόμενος στο μεγαλύτερο ποσοστό του (80% περίπου) από παχυσαρκία, προκαλεί πολλαπλά προβλήματα υγείας από τις επιπλοκές που ελλοχεύουν, όπως διαβητική νευροπάθεια, αμφιβληστροειδοπάθεια, διαβητική νεφροπάθεια, αλλά και επιπλοκές από τα μεγάλα αγγεία, στεφανιαία επεισόδια, εγκεφαλικά, θρομβώσεις περιφερικών αρτηριών των άκρων.

Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του προβλήματος αν αναλογιστούμε ότι κάθε 24 ώρες διαγιγνώσκονται 3.600 νέες περιπτώσεις διαβήτη. Το τραγικό είναι ότι το 25% της δεξαμενής των διαβητικών αποτελούν σήμερα τα παιδιά. Αυτό, βέβαια, οφείλεται στην αλματώδη αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας. Σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 246 εκατ. διαβητικοί σε όλο τον κόσμο, από 194 εκατ. που ήταν μόλις τέσσερα χρόνια πριν. Υπολογίζεται ότι το 2025 θα ανέρχονται σε 380 εκατ. Επομένως, ο διαβήτης είναι όντως ένα μεγάλο και κοινωνικό πρόβλημα δημόσιας υγείας που χρήζει αντιμετώπισης. Και πρέπει κανείς να προβληματίζεται ιδιαίτερα από την αναφορά του WHO (Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας) ότι ένας νέος ασθενής με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 διαγιγνώσκεται κάθε 5 λεπτά.

Στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια, η συχνότητα του διαβήτη τριπλασιάστηκε (Μελέτη Καραμάνου-Χριστακόπουλου-Τούντα και συν. 1970, επιπολασμός 2,5%, - Κατσιλάμπρος 1990, 4% - Πίτσαβος 2002, 8% - Γκίκας, Σωτηρόπουλος, Παππάς, Σαλαμίνα 2002, 8,7%). Τα αποτελέσματα σχετικά με την επίπτωση του διαβήτη σε ελληνικό δείγμα από τη μελέτη ΑΤΤΙΚΗ του Πίτσαβου και συν. δείχνουν ότι η επίπτωση του διαβήτη τύπου 2 στο δείγμα της μελέτης αυξήθηκε μεταξύ 2001 και 2006 κατά περίπου 6%, το οποίο σημαίνει ότι ο πληθυσμός που έχει διαβήτη αυξήθηκε περίπου κατά 330.000 ανθρώπους κατά τη διάρκεια των πέντε προηγούμενων ετών. Δεδομένα περασμένων ετών στον ελληνικό πληθυσμό καταδεικνύουν ότι ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη σε ενήλικες αυξήθηκε από 250.000 το 1974 σε 800.000 από το 2000 και έπειτα, αναδεικνύοντας τριπλασιασμό του πληθυσμού με διαβήτη κατά τη διάρκεια των τελευταίων 3 δεκαετιών.

Μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την Γ’ Παθολογική κλινική του Γ.Ν. Νίκαιας στη Σαλαμίνα τα έτη 2002 και 2006 έδειξε σημαντική αύξηση της συχνότητας του διαβήτη από 8,7% το 2002 σε 10,3% το 2006. Η μεταβολή αυτή αντιστοιχεί σε ετήσια αύξηση της συχνότητας εμφάνισης διαβήτη κατά 4%. Κατά την ίδια χρονική περίοδο η συχνότητα της παχυσαρκίας παρουσίασε αύξηση 17,9 σε 21,1%.

Συμπερασματικά, ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη αυξήθηκε σημαντικά στον ελληνικό πληθυσμό κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθυσμός γερνά (ο ΣΔ αυξάνεται με την ηλικία), αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι το αυξανόμενο φορτίο του διαβήτη θα είναι εξαιρετικά σημαντικό κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών. Για να αντιστραφεί αυτή η τάση απαιτείται μια συνεχής και αποτελεσματική πολιτική δημόσιας υγείας, με την προώθηση των αλλαγών του τρόπου ζωής με στόχο την απώλεια βάρους και την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας.



Τι είναι όμως ο σακχαρώδης διαβήτης


Είναι μια πολυπαραγοντική διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η χρόνια υπεργλυκαιμία, αυτό που ο κόσμος αποκαλεί «έχω ζάχαρο».
Είναι γνωστό πως ο διαβήτης αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια, από εγκεφαλικά επεισόδια, από έμφραγμα του μυοκαρδίου κλπ, έτσι ώστε σήμερα ένας διαβητικός να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται, ακόμα κι αν δεν έχει εμφανίσει συμπτώματα, σαν άτομο με στεφανιαία νόσο. Διαβήτης και στεφανιαία νόσος θεωρούνται οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ο διαβήτης τύπου 1 συνήθως εισβάλλει απότομα, με οξέα συμπτώματα (πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία, απώλεια βάρους) και οδηγεί συχνά στην ανάπτυξη διαβητικής κετοξέωσης και όχι σπάνια σε διαβητικό κώμα. Ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 χρειάζονται οπωσδήποτε ινσουλίνη εφ’ όρου ζωής.

Οι θεραπευτικοί στόχοι στο σακχαρώδη διαβήτη είναι:
• HbA1c ≤7%
• Προγευματικά επίπεδα σακχάρου 70-120 mg/dl
• Μεταγευματικά (1-2 ώρες μετά την έναρξη του γεύματος) επίπεδα σακχάρου <180 mg/dl
- Αρτηριακή πίεση 130/80 mmHg
- LDL χοληστερόλη <100 mg/dl
- HDL-χοληστερόλη: >40 mg/dl στους άνδρες και >50 mg/dl στις γυναίκες
- Tριγλυκερίδια <150 mg/dl

Μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την Γ’ Παθολογική κλινική του Γ.Ν. Νίκαιας και αφορούσε διαβητικά άτομα που επισκέπτονταν το Κ.Υ. Σαλαμίνας έδειξε ότι η μέση τιμή της HbA1c ήταν 7,1 ± 1,2%. Το γλυκαιμικό στόχο (HbA1c <7%) πέτυχε το 51% των ατόμων, ενώ το 32% είχε επίπεδα HbA1c μεταξύ 7-7,9% και το 17% είχε HbA1c≥8%. Τους θεραπευτικούς στόχους για την αρτηριακή πίεση (<130/80 mmHg) πέτυχε το 26% των ατόμων. Όσον αφορά τα λιπίδια το θεραπευτικό στόχο της LDL-C <100 mg/dl πέτυχε το 40% των ατόμων.

Εφόσον η υγειονοδιαιτιτική παρέμβαση δεν είναι αρκετή για την επίτευξη των στόχων ρύθμισης του διαβήτη που έχουν τεθεί από τις διάφορες διαβητολογικές εταιρείες, τότε έρχεται η σειρά της φαρμακευτικής αγωγής που περιλαμβάνει
• Φάρμακα που μειώνουν την απορρόφηση των υδατανθράκων από το γαστρεντερικό σωλήνα (ακαρβόζη)
• Φάρμακα που μειώνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη (μετφορμίνη-γλιταζόνες)
• Φάρμακα που αυξάνουν την έκκριση της ινσουλίνης (σουλφονυλουρίες-γλινιδες)
• Φάρμακα που αυξάνουν την έκκριση της ινσουλίνης γλυκοζοεξαρτώμενα και παράλληλα μειώνουν την έκκριση αντιρροπιστικών ορμονών (GLP-1 ανάλογα και αναστολείς DPP-4) και
• Τέλος, εφόσον οι παραπάνω αγωγές δεν επαρκούν, προστίθεται και ινσουλίνη συμπληρωματικά στα φάρμακα ή σε εντατικά σχήματα ινσουλινοθεραπείας.

Συνοψίζοντας η έναρξη της θεραπείας προτείνεται να γίνεται με παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής του ασθενούς (δίαιτα και άσκηση, προκειμένου κυρίως για την απώλεια βάρους) και παράλληλη χορήγηση μετφορμίνης. Στη συνέχεια, αν δεν επιτυγχάνονται ή δεν διατηρούνται οι γλυκαιμικοί στόχοι, συνιστάται η προσθήκη και άλλων φαρμακευτικών σκευασμάτων ή η χορήγηση εξενατίδης ιδιαίτερα σε παχύσαρκους ασθενείς. Τέλος, σε περίπτωση αποτυχίας των παραπάνω, προτείνεται η έναρξη ινσουλίνης χωρίς καθυστέρηση.

Η θνητότητα και η νοσηρότητα από έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο και περιφερική αγγειακή νόσο είναι δύο έως τέσσερις φορές μεγαλύτερη στα διαβητικά άτομα από ότι στα μη διαβητικά. Από τους ενήλικους διαβητικούς, 75-80% πεθαίνουν τελικά από έμφραγμα ή εγκεφαλικό.
Οι κυβερνήσεις και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί θα πρέπει να λάβουν μέτρα γιατί το οικονομικό κόστος αντιμετώπισης των επιπλοκών του διαβήτη που αφορά τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, τις αναπηρίες και την εν γένει νοσηρότητα που χαρακτηρίζουν το σύνδρομο θα είναι δυσβάσταχτο. Μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες έχουν δείξει ότι η ρύθμιση των τιμών γλυκόζης αίματος εγγύς των φυσιολογικών μειώνει ανάλογα και τα επιβλαβή για την υγεία και επιβαρυντικά για την ποιότητα ζωής συμβάματα.

Βέβαια, στην προσπάθεια μας αυτή χρειαζόμαστε τη βοήθεια και τη συμμετοχή όλου του κοινωνικού συνόλου (οικογένεια, σχολείο, μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτεία κλπ). Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τρώμε πολλή και κακή τροφή και κινούμαστε πολύ λιγότερο απ΄ ότι πρέπει. Η πρώτη μας φροντίδα, βέβαια, είναι να προστατέψουμε τα παιδιά, να μην επιτρέψουμε να γίνουν τα παιδιά μας παχύσαρκα. Η μεσογειακή διατροφή και το καθημερινό ζωηρό περπάτημα για μισή ώρα είναι αρκετά για να προλάβουν ή και να αναστρέψουν την πορεία προς την παχυσαρκία και το διαβήτη τύπου 2.

Αξίζει να τονίσουμε τι μπορούμε να πετύχουμε μόνο με την αλλαγή του τρόπου ζωής (βελτίωση της διατροφής και άσκηση).

- Πρώτον, μπορούμε να προλάβουμε την παιδική παχυσαρκία και την εξέλιξη της σε διαβήτη.
- Δεύτερον, μπορούμε να προλάβουμε την εξέλιξη του προδιαβήτη σε διαβήτη σε υπέρβαρα άτομα, αφού έχει διαπιστωθεί ότι το 60% ατόμων με προδιαβήτη δεν αναπτύσσει διαβήτη αν χάσει 5-7 κιλά.
- Τρίτον, καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου σε εκείνους που έχουν διαβήτη και αποφυγή ή καθυστέρηση της εμφάνισης επιπλοκών.



Παχυσαρκία

Η παχυσαρκία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα υγείας των σύγχρονων κοινωνιών. Σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, το μέσο σωματικό βάρος και η συχνότητα της παχυσαρκίας σημειώνουν ραγδαία άνοδο ως αποτέλεσμα της αύξησης της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων σε συνδυασμό με τον περιορισμό της σωματικής δραστηριότητας.

Ως παχυσαρκία ορίζεται η παθολογική αύξηση του λιπώδους ιστού η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση του σωματικού βάρους, και συχνά συνοδεύεται από σωματικές, ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, ο προσδιορισμός της παχυσαρκίας γίνεται μέσω του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), ο οποίος προκύπτει αν διαιρέσουμε το σωματικό βάρος (σε κιλά) με το τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα) [Δείκτης Μάζας Σώματος = Σωματικό Βάρος (σε κιλά)/Ύψος2 (σε μέτρα)]. Υπέρβαρο θεωρείται ένα άτομο όταν έχει ΔΜΣ 25-29,9 kg/m2 και παχύσαρκο όταν έχει ΔΜΣ > 30 kg/m2.
Η αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας συνδυάζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακών νοσημάτων και διαφόρων μορφών νεοπλασιών που επιβαρύνουν σημαντικά τις δαπάνες για τη δημόσια υγεία.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας. Στις ΗΠΑ το ποσοστό των παχύσαρκων ανδρών ανέρχεται στο 37% ενώ των γυναικών στο 20%. Η μελέτη NHANES (National Health and Nutrition Examination Survey) έδειξε ότι το 1999-2000 το 64% των αμερικανών ενηλίκων ατόμων ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το διάστημα 1988-1994 ήταν 56%. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι για το ίδιο διάστημα η αύξηση για τα παιδιά και τους εφήβους ήταν της τάξης του 36%. Οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι δυσοίωνες. Με βάση μελέτες επίπτωσης από το 1960 έως το 1991, υπολογίζουμε ότι το 2030, το 100% των ενηλίκων ατόμων στις ΗΠΑ θα είναι υπέρβαρο.
Στη χώρα μας στη μελέτη MEDICAL EXPRESS 2002 των Γκίκα – Σωτηρόπουλου - Παππά βρέθηκε ότι η συχνότητα των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων ήταν 44,2% και 18,4% αντίστοιχα. Σε πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Παχυσαρκία βρέθηκε ότι το 22,5% των ελλήνων ενηλίκων ήταν παχύσαρκο (26% για τους άνδρες και 18,2% για τις γυναίκες) και το 35,2% υπέρβαρο (41,1% για τους άνδρες και 29,9% για τις γυναίκες). Μάλιστα στις γυναίκες παρατηρήθηκε αύξηση του ποσοστού της παχυσαρκίας, ιδίως της κοιλιακής παχυσαρκίας, μετά την ηλικία των 50 ετών. Η μελέτη ATTICA των Πίτσαβου και συν. έδειξε ότι η συχνότητα των υπέρβαρών και παχύσαρκων ανδρών ήταν 53% και 20,5% αντίστοιχα. Για τις γυναίκες τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 31% και 15%. Η συχνότητα της παχυσαρκίας κυμαινόταν από 10% στις αγροτικές περιοχές μέχρι 25% στα αστικά κέντρα και σχετιζόταν θετικά με το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο.

Στη χώρα μας πρόσφατη μελέτη σε μαθητές δημοτικού στο νομό Αττικής έδειξε ότι το 27,8% των αγοριών ήταν υπέρβαρα και το 12,3% παχύσαρκα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα κορίτσια ήταν 26,5% και 9,9%. Ένα από τα κυριότερα ευρήματα της μελέτης ήταν ότι η παιδική παχυσαρκία παρουσιάζει αυξητικές τάσεις στην χώρα μας, της τάξης του 3-4% περίπου την τελευταία δεκαετία. Ανάλογη μελέτη στο νομό Θεσσαλονίκης είχε παρόμοια ευρήματα (22,2% υπέρβαρα και 4,1% παχύσαρκα παιδία ηλικίας 11-17 ετών). Σε μία άλλη μελέτη όπου έγινε σύγκριση των ανθρωπομετρικών παραμέτρων μεταξύ αγοριών σχολικής ηλικίας για τα έτη 1982-2002 βρέθηκε ότι ο δείκτης μάζας σώματος παρουσίασε σημαντική αύξηση τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Δεδομένου ότι η παχυσαρκία είναι μια νοσογόνος κατάσταση που οδηγεί εκτός των άλλων σε ΣΔτ2 και Καρδιαγγειακά νοσήματα με τεράστιες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις στο σύστημα υγείας, απαιτείται ευρήτατη πανστρατιά κινητοποίησης – ιατρική επιστημονική κοινότητα - πολιτεία – ΜΜΕ – άλλοι κοινωνικοί φορείς με στόχο την αντιμετώπιση της που θα έχει ως αποτέλεσμα την πρόληψη πολλών νοσολογικών καταστάσεων κύρια του ΣΔτ2 και της καρδιαγγειακής νόσου που σχετίζονται με την παχυσαρκία.


Σ.Ι.Παππάς
Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής & Διαβητολογικού Κέντρου - Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας
Πρόεδρος του Ινστιτούτου Μελέτης ‘Ερευνας & Εκπαίδευσης για το
Σακχαρώδη Διαβήτη και τα Μεταβολικά Νοσήματα

Δείτε επίσης
    Στην κορυφή