Πώς θα μας ωφελήσει η φαρμακογενετική;
Η φαρμακογενετική, όπως υποδηλώνει η λέξη, αφορά τη γενετική που συνδέεται με τα φάρμακα. Με απλά λόγια, αφορά τον κόσμο των γονιδίων, των μεταλλάξεων και των πολυμορφισμών που σχετίζονται με τη δράση των φαρμάκων. Κάθε φάρμακο διακρίνεται για τη δράση του και τις παρενέργειές του. Ο αναγνώστης του φυλλαδίου που συνοδεύει κάθε φάρμακο, έντρομος πολλές φορές αναγκάζεται να απορρίψει το φάρμακο αναλογιζόμενος τι μπορεί να πάθει εάν το πάρει.
Ομως τόσο η αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου όσο και οι παρενέργειές του δεν είναι οι ίδιες για κάθε άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον τρόπο που εκδηλώνεται το θεραπευτικό του αποτέλεσμα. Το μυστικό πάντα βρίσκεται στο γονιδίωμα.
Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι επί σειρά ετών αλλεπάλληλες εργασίες κατέληγαν σε αντικρουόμενα αποτελέσματα, όσον αφορά τη χορήγηση οιστρογόνων σε γυναίκες με στεφανιαία νόσο μετά την παύση της περιόδου. Σε άλλη περίπτωση οι ερευνητές παρατηρούσαν σημαντική βελτίωση, ενώ σε άλλες δεν υπήρχε καμία αξιόλογη βελτίωση. Με την πάροδο του χρόνου ανακαλύφτηκε ένα γονίδιο, το οποίο έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες αυτές που το είχαν, να αυξηθεί η καλή χοληστερίνη (HDL) τους κατά 25%και κατά συνέπεια να αναστέλλεται η εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης και να ελαττώνονται τα εμφράγματα του μυοκαρδίου και τα εγκεφαλικά επεισόδια. Αυτό βέβαια συνέβαινε μόνο στις γυναίκες εκείνες που είχαν το συγκεκριμένο γονίδιο. Ετσι ερμηνεύθηκαν τα αντικρουόμενα ευρήματα που επί σειρά ετών απασχολούσαν εκατοντάδες ερευνητές.
Δυστυχώς όμως ο δρόμος είναι μακρύς. Ενώ στην αρχή επικράτησε μεγάλη αισιοδοξία μεταξύ των γενετιστών, σιγά σιγά η αισιοδοξία αυτή μετατράπηκε σε συγκρατημένη αισιοδοξία, γιατί όχι μόνο δεν είναι εύκολο να εντοπισθεί ένα συγκεκριμένο γονίδιο, αλλά και όταν εντοπισθεί, η δραστικότητά του εξαρτάται από αλληλεπιδράσεις άλλων γονιδίων καθώς και από παράγοντες του περιβάλλοντος, οι οποίοι δεν είναι και αυτοί εύκολο να προσδιορισθούν. Για να γίνουν όλα αυτά κατανοητά θα πρέπει να περιγραφεί η περίπτωση ενός γονιδίου που είναι υπεύθυνο για τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Ενός γονιδίου δηλαδή που είναι υπεύθυνο για την πηκτικότητα του αίματος. Ετσι μπορεί να παίρνει ένας άρρωστος κάποια φάρμακα για να μην πήζει εύκολα το αίμα του και να μη δημιουργούνται θρόμβοι στις αρτηρίες και παρότι ο άρρωστος τα παίρνει, μπορεί τελικά να είναι αναποτελεσματικά, γιατί δεν έχει τα απαραίτητα γονίδια που επιτρέπουν στα φάρμακα να δράσουν.
Ειδικότερα στις αρχές του 2009 δημοσιεύθηκε μία συγκεκριμένη εργασία στο New England of Medicine, που υποστήριζε ότι τα άτομα που είχαν χάσει τη δυνατότητα της λειτουργίας ορισμένων αλληλίων (CYP2C19) έχαναν και την ικανότητα να μεταβολίζουν την κλοπιδογρέλη, δηλαδή το φάρμακο εκείνο που παρεμποδίζει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων, που είναι τα στοιχεία εκείνα του αίματος που είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία θρόμβου τόσον κατά τη στιγμή του εμφράγματος όσον και κατά τη διαδικασία της θρομβώσεως των stents. Με τα δεδομένα αυτά, ένας ορισμένος αριθμός αρρώστων με έμφραγμα του μυοκαρδίου ή με εμφυτευμένα stents έμεναν απροστάτευτοι. Ανάλογα ευρήματα δημοσιεύθηκαν και σε ένα άλλο μεγάλο έγκριτο ιατρικό περιοδικό, το Lancet.
Οι μελέτες αυτές προκάλεσαν εύλογη ανησυχία σε γιατρούς και ασθενείς με αποτέλεσμα να αναζητούνται ειδικά tests που θα αναγνωρίζουν τους ανθρώπους εκείνους που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο. Ομως ενάμιση χρόνο αργότερα το ίδιο περιοδικό που δημοσίευσε την πρώτη μελέτη, δημοσίευσε και μία άλλη μελέτη, που υποστηρίζει ότι ακόμα και σ' εκείνους τους αρρώστους που δεν διαθέτουν το συγκεκριμένο γονιδιακό τύπο, δεν παρατηρείται καμία σημαντική διαφορά, όσον αφορά την πιθανότητανα πάθουν ένα νέο έμφραγμα ή να θρομβωθούν τα stents που έχουν εμφυτευθεί στις αρτηρίες της καρδιάς τους, σε σχέση με τους αρρώστους που διαθέτουν φυσιολογική γονιδιακή λειτουργία.
Βέβαια, είναι αναμφισβήτητο ότι αναμένονται νεότερες μελέτες που θα επιβεβαιώσουν ή θα απορρίψουν τα ήδη ανακοινωθέντα αντικρουόμενα ευρήματα. Ανεξάρτητα όμως με τα αποτελέσματα των προσεχών μελετών πάντα ισχύει το δόγμα ότι πάνω στα γονίδια επιδρούν διάφοροι παράγοντες και ιδιαίτερα το περιβάλλον που τα ενεργοποιούν ή τα αναστέλλουν.
Κατά συνέπεια, η φαρμακογενετική και η εξέλιξή της αναμφισβήτητα αποτελούν το μέλλον της φαρμακοθεραπείας, παρότι φαίνεται ο δρόμος να είναι ακόμα μακρύς.
Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Ομως τόσο η αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου όσο και οι παρενέργειές του δεν είναι οι ίδιες για κάθε άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον τρόπο που εκδηλώνεται το θεραπευτικό του αποτέλεσμα. Το μυστικό πάντα βρίσκεται στο γονιδίωμα.
Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι επί σειρά ετών αλλεπάλληλες εργασίες κατέληγαν σε αντικρουόμενα αποτελέσματα, όσον αφορά τη χορήγηση οιστρογόνων σε γυναίκες με στεφανιαία νόσο μετά την παύση της περιόδου. Σε άλλη περίπτωση οι ερευνητές παρατηρούσαν σημαντική βελτίωση, ενώ σε άλλες δεν υπήρχε καμία αξιόλογη βελτίωση. Με την πάροδο του χρόνου ανακαλύφτηκε ένα γονίδιο, το οποίο έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες αυτές που το είχαν, να αυξηθεί η καλή χοληστερίνη (HDL) τους κατά 25%και κατά συνέπεια να αναστέλλεται η εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης και να ελαττώνονται τα εμφράγματα του μυοκαρδίου και τα εγκεφαλικά επεισόδια. Αυτό βέβαια συνέβαινε μόνο στις γυναίκες εκείνες που είχαν το συγκεκριμένο γονίδιο. Ετσι ερμηνεύθηκαν τα αντικρουόμενα ευρήματα που επί σειρά ετών απασχολούσαν εκατοντάδες ερευνητές.
Δυστυχώς όμως ο δρόμος είναι μακρύς. Ενώ στην αρχή επικράτησε μεγάλη αισιοδοξία μεταξύ των γενετιστών, σιγά σιγά η αισιοδοξία αυτή μετατράπηκε σε συγκρατημένη αισιοδοξία, γιατί όχι μόνο δεν είναι εύκολο να εντοπισθεί ένα συγκεκριμένο γονίδιο, αλλά και όταν εντοπισθεί, η δραστικότητά του εξαρτάται από αλληλεπιδράσεις άλλων γονιδίων καθώς και από παράγοντες του περιβάλλοντος, οι οποίοι δεν είναι και αυτοί εύκολο να προσδιορισθούν. Για να γίνουν όλα αυτά κατανοητά θα πρέπει να περιγραφεί η περίπτωση ενός γονιδίου που είναι υπεύθυνο για τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Ενός γονιδίου δηλαδή που είναι υπεύθυνο για την πηκτικότητα του αίματος. Ετσι μπορεί να παίρνει ένας άρρωστος κάποια φάρμακα για να μην πήζει εύκολα το αίμα του και να μη δημιουργούνται θρόμβοι στις αρτηρίες και παρότι ο άρρωστος τα παίρνει, μπορεί τελικά να είναι αναποτελεσματικά, γιατί δεν έχει τα απαραίτητα γονίδια που επιτρέπουν στα φάρμακα να δράσουν.
Ειδικότερα στις αρχές του 2009 δημοσιεύθηκε μία συγκεκριμένη εργασία στο New England of Medicine, που υποστήριζε ότι τα άτομα που είχαν χάσει τη δυνατότητα της λειτουργίας ορισμένων αλληλίων (CYP2C19) έχαναν και την ικανότητα να μεταβολίζουν την κλοπιδογρέλη, δηλαδή το φάρμακο εκείνο που παρεμποδίζει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων, που είναι τα στοιχεία εκείνα του αίματος που είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία θρόμβου τόσον κατά τη στιγμή του εμφράγματος όσον και κατά τη διαδικασία της θρομβώσεως των stents. Με τα δεδομένα αυτά, ένας ορισμένος αριθμός αρρώστων με έμφραγμα του μυοκαρδίου ή με εμφυτευμένα stents έμεναν απροστάτευτοι. Ανάλογα ευρήματα δημοσιεύθηκαν και σε ένα άλλο μεγάλο έγκριτο ιατρικό περιοδικό, το Lancet.
Οι μελέτες αυτές προκάλεσαν εύλογη ανησυχία σε γιατρούς και ασθενείς με αποτέλεσμα να αναζητούνται ειδικά tests που θα αναγνωρίζουν τους ανθρώπους εκείνους που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο. Ομως ενάμιση χρόνο αργότερα το ίδιο περιοδικό που δημοσίευσε την πρώτη μελέτη, δημοσίευσε και μία άλλη μελέτη, που υποστηρίζει ότι ακόμα και σ' εκείνους τους αρρώστους που δεν διαθέτουν το συγκεκριμένο γονιδιακό τύπο, δεν παρατηρείται καμία σημαντική διαφορά, όσον αφορά την πιθανότητανα πάθουν ένα νέο έμφραγμα ή να θρομβωθούν τα stents που έχουν εμφυτευθεί στις αρτηρίες της καρδιάς τους, σε σχέση με τους αρρώστους που διαθέτουν φυσιολογική γονιδιακή λειτουργία.
Βέβαια, είναι αναμφισβήτητο ότι αναμένονται νεότερες μελέτες που θα επιβεβαιώσουν ή θα απορρίψουν τα ήδη ανακοινωθέντα αντικρουόμενα ευρήματα. Ανεξάρτητα όμως με τα αποτελέσματα των προσεχών μελετών πάντα ισχύει το δόγμα ότι πάνω στα γονίδια επιδρούν διάφοροι παράγοντες και ιδιαίτερα το περιβάλλον που τα ενεργοποιούν ή τα αναστέλλουν.
Κατά συνέπεια, η φαρμακογενετική και η εξέλιξή της αναμφισβήτητα αποτελούν το μέλλον της φαρμακοθεραπείας, παρότι φαίνεται ο δρόμος να είναι ακόμα μακρύς.
Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών