Πώς αντιμετωπίζονται τα ανευρύσματα της αορτής
Η αορτή είναι η μεγαλύτερη αρτηρία του ανθρώπινου σώματος. Εχει διάμετρο 2,5 - 3,5 εκατοστά και διαμέσου αυτής κυκλοφορεί το αίμα από την καρδιά και φτάνει σε όλα τα όργανα του σώματος. Το τοίχωμα της αορτής αποτελείται από τρεις χιτώνες: τον έσω, τον μέσο και τον έξω.
Ο μέσος χιτώνας είναι εμπλουτισμένος κυρίως με μυϊκά κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την ελαστικότητα του τοιχώματος της αορτής. Η αορτή μπορεί να διαταθεί ανάλογα με τις βλάβες που υπάρχουν στο τοίχωμά της και την πίεση του αίματος που εξασκείται πάνω σ' αυτό. Οταν η διάταση της αορτής είναι μεγάλη και περιορίζεται σε ορισμένα της τμήματα ονομάζεται ανεύρυσμα. Ανάλογα με την ανθεκτικότητα του τοιχώματός της που προσδιορίζεται γονιδιακά ή ανάλογα με τις διάφορες παθήσεις του, εκδηλώνονται τα ανευρύσματα της αορτής. Τα ανευρύσματα εμφανίζονται είτε στην αρχή της αορτής (ανιούσα αορτή) είτε στο μέσο (θωρακική αορτή) είτε στο τελικό τμήμα της (κοιλιακή αορτή).
Είναι αναμφισβήτητο ότι το ανεύρυσμα της αορτής είναι επικίνδυνο όταν έχει μεγάλο μέγεθος. Τα τοιχώματα της αορτής χάνουν την ελαστικότητά τους όταν η διάμετρος της αορτής υπερβεί τα 5-5,5 εκατοστά. Γι' αυτό, όταν η διάμετρος της αορτής ξεπεράσει τα 5,5 εκατοστά, τότε η ένδειξη για χειρουργική επέμβαση είναι επιβεβλημένη.
Εν τούτοις είναι δυνατόν ακόμα και χωρίς να προϋπάρχει ανεύρυσμα να διαχωρισθούν τα τοιχώματα της αορτής και να δημιουργηθεί το λεγόμενο διαχωριστικό ανεύρυσμα, το οποίο εάν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, μπορεί να εξελιχθεί δραματικά και να προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο. Ο διαχωρισμός των τοιχωμάτων της αορτής γίνεται συνήθως όταν υπάρχει αθηροσκλήρωση και υπέρταση, οπότε σε έναν παροξυσμό υπερτασικής κρίσης μπορεί να συμβεί διαχωρισμός και ρήξη του διαχωριστικού ανευρύσματος. Γι' αυτό σε κάθε ανεύρυσμα της αορτής πρωταρχικός ρόλος της θεραπείας είναι η φαρμακευτική αντιμετώπιση της αθηροσκλήρωσης και ο έλεγχος της υπέρτασης. Εάν αυτοί οι δύο παράγοντες αντιμετωπισθούν με επιτυχία, τότε είναι δυνατόν να σταθεροποιηθεί η διάταση ή το ανεύρυσμα της αορτής για μεγάλο χρονικό διάστημα και να αποφευχθεί μια άσκοπη επέμβαση, η οποία δεν στερείται παντελώς κινδύνου. Σε κέντρα με μεγάλη πείρα η θνητότητα από την επέμβαση του ανευρύσματος της αορτής κυμαίνεται περί το 3%.
Η θνητότητα ασθενών με ανεύρυσμα διαμέτρου κάτω των 5,5 εκατοστών δεν υπερβαίνει το 1%, ενώ για ανευρύσματα μεγαλύτερα των 5,5 εκατοστών που ο ασθενής δεν υποβάλλεται σε εγχείρηση η θνητότητα δεκαπλασιάζεται.
Κατά συνέπεια η αντιμετώπιση του ανευρύσματος μέχρις ότου ξεπεράσει τα 5,5 εκατοστά σε διάμετρο πρέπει να είναι συντηρητική. Αντίθετα, μετά τα 5,5 εκατοστά η αντιμετώπιση είναι επεμβατική.
Για ανευρύσματα της ανιούσης αορτής η εγχειρητική αντιμετώπιση είναι μονόδρομος. Αντίθετα για ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής ή και της θωρακικής μπορεί να επιχειρηθεί η τοποθέτηση ενδοπρόθεσης (stent) από τις αρτηρίες του ποδιού χωρίς εγχείρηση. Η επέμβαση αυτή αφορά ανευρύσματα που δεν περιέχουν θρόμβους ή δεν βρίσκονται κοντά σε κλάδους που οδηγούν σε ζωτικά όργανα (νεφρικές αρτηρίες). Οσον αφορά τα αποτελέσματα των επεμβάσεων φαίνεται ότι είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά.
Στη μεγαλύτερη μέχρι τώρα συγκριτική μελέτη μεταξύ των επεμβατικών μεθόδων, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο μεγαλύτερο και εγκυρότερο ιατρικό περιοδικό (NEJM), αναφέρεται ότι: όσον αφορά τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής και οι δύο μέθοδοι (χειρουργική και επεμβατική) είναι ασφαλείς και οι ασθενείς έχουν την ίδια επιβίωση σε ένα χρονικό διάστημα παρακολούθησης που είχε διάρκεια 6 ετών. Εν τούτοις η επεμβατική μέθοδος είχε το μειονέκτημα των περισσότερων επιπλοκών, ενώ η χειρουργική μέθοδος των περισσότερων καρδιαγγειακών επεισοδίων και θανάτων στο περιεγχειρητικό στάδιο.
Γενικότερα όμως πρέπει να ειπωθεί ότι το ανεύρυσμα συνοδεύεται συνήθως με γενικότερη αθηροσκλήρωση των αρτηριών του σώματος. Ετσι, ενώ ο ασθενής ζει με τον φόβο της ρήξης του ανευρύσματος, τα 2/3 των αρρώστων με ανευρύσματα χάνονται από καρδιαγγειακά και κυρίως εγκεφαλικά επεισόδια και όχι από τη ρήξη του ανευρύσματος.
Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο μέσος χιτώνας είναι εμπλουτισμένος κυρίως με μυϊκά κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την ελαστικότητα του τοιχώματος της αορτής. Η αορτή μπορεί να διαταθεί ανάλογα με τις βλάβες που υπάρχουν στο τοίχωμά της και την πίεση του αίματος που εξασκείται πάνω σ' αυτό. Οταν η διάταση της αορτής είναι μεγάλη και περιορίζεται σε ορισμένα της τμήματα ονομάζεται ανεύρυσμα. Ανάλογα με την ανθεκτικότητα του τοιχώματός της που προσδιορίζεται γονιδιακά ή ανάλογα με τις διάφορες παθήσεις του, εκδηλώνονται τα ανευρύσματα της αορτής. Τα ανευρύσματα εμφανίζονται είτε στην αρχή της αορτής (ανιούσα αορτή) είτε στο μέσο (θωρακική αορτή) είτε στο τελικό τμήμα της (κοιλιακή αορτή).
Είναι αναμφισβήτητο ότι το ανεύρυσμα της αορτής είναι επικίνδυνο όταν έχει μεγάλο μέγεθος. Τα τοιχώματα της αορτής χάνουν την ελαστικότητά τους όταν η διάμετρος της αορτής υπερβεί τα 5-5,5 εκατοστά. Γι' αυτό, όταν η διάμετρος της αορτής ξεπεράσει τα 5,5 εκατοστά, τότε η ένδειξη για χειρουργική επέμβαση είναι επιβεβλημένη.
Εν τούτοις είναι δυνατόν ακόμα και χωρίς να προϋπάρχει ανεύρυσμα να διαχωρισθούν τα τοιχώματα της αορτής και να δημιουργηθεί το λεγόμενο διαχωριστικό ανεύρυσμα, το οποίο εάν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, μπορεί να εξελιχθεί δραματικά και να προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο. Ο διαχωρισμός των τοιχωμάτων της αορτής γίνεται συνήθως όταν υπάρχει αθηροσκλήρωση και υπέρταση, οπότε σε έναν παροξυσμό υπερτασικής κρίσης μπορεί να συμβεί διαχωρισμός και ρήξη του διαχωριστικού ανευρύσματος. Γι' αυτό σε κάθε ανεύρυσμα της αορτής πρωταρχικός ρόλος της θεραπείας είναι η φαρμακευτική αντιμετώπιση της αθηροσκλήρωσης και ο έλεγχος της υπέρτασης. Εάν αυτοί οι δύο παράγοντες αντιμετωπισθούν με επιτυχία, τότε είναι δυνατόν να σταθεροποιηθεί η διάταση ή το ανεύρυσμα της αορτής για μεγάλο χρονικό διάστημα και να αποφευχθεί μια άσκοπη επέμβαση, η οποία δεν στερείται παντελώς κινδύνου. Σε κέντρα με μεγάλη πείρα η θνητότητα από την επέμβαση του ανευρύσματος της αορτής κυμαίνεται περί το 3%.
Η θνητότητα ασθενών με ανεύρυσμα διαμέτρου κάτω των 5,5 εκατοστών δεν υπερβαίνει το 1%, ενώ για ανευρύσματα μεγαλύτερα των 5,5 εκατοστών που ο ασθενής δεν υποβάλλεται σε εγχείρηση η θνητότητα δεκαπλασιάζεται.
Κατά συνέπεια η αντιμετώπιση του ανευρύσματος μέχρις ότου ξεπεράσει τα 5,5 εκατοστά σε διάμετρο πρέπει να είναι συντηρητική. Αντίθετα, μετά τα 5,5 εκατοστά η αντιμετώπιση είναι επεμβατική.
Για ανευρύσματα της ανιούσης αορτής η εγχειρητική αντιμετώπιση είναι μονόδρομος. Αντίθετα για ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής ή και της θωρακικής μπορεί να επιχειρηθεί η τοποθέτηση ενδοπρόθεσης (stent) από τις αρτηρίες του ποδιού χωρίς εγχείρηση. Η επέμβαση αυτή αφορά ανευρύσματα που δεν περιέχουν θρόμβους ή δεν βρίσκονται κοντά σε κλάδους που οδηγούν σε ζωτικά όργανα (νεφρικές αρτηρίες). Οσον αφορά τα αποτελέσματα των επεμβάσεων φαίνεται ότι είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά.
Στη μεγαλύτερη μέχρι τώρα συγκριτική μελέτη μεταξύ των επεμβατικών μεθόδων, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο μεγαλύτερο και εγκυρότερο ιατρικό περιοδικό (NEJM), αναφέρεται ότι: όσον αφορά τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής και οι δύο μέθοδοι (χειρουργική και επεμβατική) είναι ασφαλείς και οι ασθενείς έχουν την ίδια επιβίωση σε ένα χρονικό διάστημα παρακολούθησης που είχε διάρκεια 6 ετών. Εν τούτοις η επεμβατική μέθοδος είχε το μειονέκτημα των περισσότερων επιπλοκών, ενώ η χειρουργική μέθοδος των περισσότερων καρδιαγγειακών επεισοδίων και θανάτων στο περιεγχειρητικό στάδιο.
Γενικότερα όμως πρέπει να ειπωθεί ότι το ανεύρυσμα συνοδεύεται συνήθως με γενικότερη αθηροσκλήρωση των αρτηριών του σώματος. Ετσι, ενώ ο ασθενής ζει με τον φόβο της ρήξης του ανευρύσματος, τα 2/3 των αρρώστων με ανευρύσματα χάνονται από καρδιαγγειακά και κυρίως εγκεφαλικά επεισόδια και όχι από τη ρήξη του ανευρύσματος.
Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών