Πρόληψη της οστεοπορωσης


Η οστεοπόρωση είναι μια πάθηση του σκελετού, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και καταστροφή της μικρό- αρχιτεκτονικής του οστίτη ιστού, με αποτέλεσμα την αύξηση της ευθραυστότητας των οστών, και τα εύκολα κατάγματα. Η πάθηση αυτή αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα υγείας, λόγω του συσχετισμού της με την εμφάνιση καταγμάτων, τα οποία τυπικά παρατηρούνται σε τρεις θέσεις του σκελετού: το ισχίο, τον καρπό, και την σπονδυλική στήλη.

Η οστεοπόρωση σήμερα, προσβάλλει περισσότερους από 75 εκατομμύρια ανθρώπους στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, και προκαλεί περισσότερα από 2,3 εκατομμύρια κατάγματα μόνο στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Το κάταγμα του ισχίου, είναι το πλέον σοβαρό οστεοπορωτικό κάταγμα. Τα περισσότερα κατάγματα του ισχίου, συμβαίνουν μετά από πτώση από την όρθια θέση, αν και θεωρείται ότι είναι δυνατόν να συμβούν και αυτόματα. Γενικά το 90% των καταγμάτων του ισχίου, συμβαίνει σε άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω, ενώ το 80% παρατηρείται σε γυναίκες.

Οι επιδημιολογικές πληροφορίες σε σχέση με τα σπονδυλικά κατάγματα, περιορίζονται από την απουσία ενός καθολικά παραδεκτού ορισμού, για την παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης, στις πλάγιες θωρακο- οσφυϊκές ακτινογραφίες. Ένας άλλος λόγος είναι και το γεγονός, ότι ένα σημαντικό ποσοστό των παραμορφώσεων της σπονδυλικής στήλης είναι ασυμπτωματικό.

Υπάρχει η άποψη, ότι ένας ειδικός τύπος οστεοπορώσεως (ο τύπος 1) εμφανίζεται στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Η οστεοπόρωση τύπου 2, εμφανίζεται στους άνδρες και τις γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των 70 ετών και προσβάλλει τον οστικό φλοιό και τις οστεοδοκίδες. Σε αυτή ακριβώς την ηλικία είναι που παρατηρούμε, ένα κατά πολύ αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καταγμάτων του ισχίου.

Η στρατηγική προληπτικής αντιμετώπισης της οστεοπόρωσης μπορεί να εστιαστεί και στους δυο αυτούς παράγοντες χωριστά.

Παράγοντες κινδύνου για τα οστεοπορωτικά κατάγματα

Γενετικοί παράγοντες

Σύμφωνα με μελέτες σε διδύμους, φαίνεται ότι, το 50% περίπου της ποικιλότητας, που παρατηρείται στην κορυφαία οστική μάζα, είναι γενετικά καθορισμένο. Επίσης, σύμφωνα με τις ίδιες μελέτες, υπάρχει ένδειξη, ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής και της γεωμετρίας των οστών, τα οποία σχετίζονται με την ισχύ του, κληρονομούνται.

Διαιτητικοί παράγοντες

Ορισμένα συστατικά της διατροφής επηρεάζουν την κορυφαία οστική μάζα, την οστική απώλεια, που σχετίζεται με την ηλικία, και τον κίνδυνο καταγμάτων. Πρωταρχική θέση σε αυτά κατέχουν το ασβέστιο και η βιταμίνη D.
Πρόσληψη ασβεστίου

Σύμφωνα με ορισμένες παρεμβατικές και διασταυρούμενες μελέτες, έχει ανακοινωθεί μια θετική επίδραση του ασβεστίου επί της οστικής μάζας στα παιδιά και τους εφήβους. Επίσης, σύμφωνα με μια προοπτική μελέτη, η προηγούμενη πρόσληψη του ασβεστίου από τη διατροφή στην παιδική ηλικία, συνδυαζόταν με την πυκνότητα του στα οστά των νεαρών γυναικών. Μια μετά- ανάλυση 33 μελετών, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι υπήρχε μια γενική σχέση μεταξύ της πρόσληψης ασβεστίου και της οστικής μάζας στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Η σχέση μεταξύ της πρόσληψης του ασβεστίου και της συχνότητας των καταγμάτων είναι λιγότερο τεκμηριωμένη. Μια πρόσφατη μετά- ανάλυση διατύπωσε την άποψη, ότι κάθε πρόσθετο γραμμάριο ασβεστίου στη διατροφή, σχετιζόταν με μείωση των καταγμάτων του ισχίου κατά 25%.

Βιταμίνη D

Η έλλειψη της βιταμίνης D, σχετίζεται με αύξηση της παραγωγής της παραθορμόνης, με αποτέλεσμα την επίταση της οστικής αναδόμησης και την απώλεια οστικής μάζας, επί απουσίας οποιουδήποτε ελλείμματος στην εναπόθεση ασβεστίου στα οστά. Οι χαμηλές τιμές της βιταμίνης D στο αίμα είναι συνήθης στους ηλικιωμένους σε όλη την Ευρώπη και πιστεύεται ότι συμβάλλουν στην παθογένεια των καταγμάτων, ιδιαίτερα του ισχίου.

Άλλοι διαιτητικοί παράγοντες

Η συχνότητα της κακής και ανεπαρκούς διατροφής και του υποσιτισμού αυξάνει προϊούσης της ηλικίας, ενώ είναι αυξημένη στους ασθενείς με κάταγμα του ισχίου. Στους ηλικιωμένους έχει περιγραφεί συσχέτιση μεταξύ της χαμηλής πρόσληψης πρωτεϊνών, της χαμηλής πυκνότητας του ασβεστίου στα οστά και της μειωμένης κινητικότητας. Η χαμηλή πρόσληψη πρωτεϊνών συχνά συνδυάζεται με γενικευμένη κακή και ανεπαρκή διατροφή. Έτσι, η αποκατάσταση της πρόσληψης των πρωτεϊνών σε φυσιολογικά επίπεδα αποτελεί σημαντικό θέμα για τους ηλικιωμένους. Η μεγάλη πρόσληψη φωσφόρου από τη διατροφή σε συνδυασμό με τη μικρή πρόσληψη ασβεστίου, αυξάνουν τη συγκέντρωση της παραθορμόνης στο αίμα και είναι δυνατόν επίσης, να έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες, όσων αφορά την πυκνότητα του ασβεστίου στα οστά. Τέλος, υπάρχει ένδειξη, ότι η απέκκριση του νατρίου στα ούρα καθώς και η έλλειψη της βιταμίνης C και της βιταμίνης Κ, δυνατόν επίσης να σχετίζονται με την επιτάχυνση της απώλειας οστικής μάζας.

Σωματική αδράνεια

Η πυκνότητα του ασβεστίου στα οστά, αυξάνει σε απάντηση της φυσικής φόρτισης και του μηχανικού στρες. Παράλληλα με την αύξηση των συμπιεστικών δυνάμεων, αυξάνει και η οστική μάζα και η οστική πυκνότητα, ως απάντηση στην αυξημένη φόρτιση, που εξασκείται στα οστά. Πολλές διασταυρούμενες μελέτες υποστηρίζουν την ευεργετική επίδραση της άσκησης με βάρη στην κορυφαία οστική μάζα, ενώ τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες υποστηρίζουν ότι ορισμένοι τύποι άσκησης είναι δυνατόν να καθυστερήσουν την οστική απώλεια. Το πιο σημαντικό συμπέρασμα αυτών των μελετών είναι, ότι τα καλύτερα αποτελέσματα παρατηρούνται στο τμήμα εκείνο του σκελετού, που υφίσταται τη μεγαλύτερη φόρτιση.

Κάπνισμα

Έχει πιστοποιηθεί με βεβαιότητα αρνητική συσχέτιση μεταξύ του καπνίσματος και της πυκνότητας του ασβεστίου στα οστά. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, στους οποίους περιλαμβάνονται, η πρώιμη εμμηνόπαυση, το χαμηλό σωματικό βάρος και ο αυξημένος καταβολισμός των εξωγενών οιστρογόνων στις γυναίκες. Επίσης, σε επιδημιολογικές μελέτες έχει παρατηρηθεί ανεξάρτητη επίδραση του καπνίσματος στον κίνδυνο εμφάνισης κατάγματος του ισχίου.

Κατανάλωση αλκοόλ

Μελέτες επί αλκοολικών ατόμων έχουν δείξει, ότι η κατανάλωση αλκοόλ σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να είναι καταστροφική για τα οστά. Μεταξύ των πιθανών μηχανισμών συγκαταλέγονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες της κατανάλωσης του αλκοόλ, επί του μεταβολισμού των πρωτεϊνών και του ασβεστίου, καθώς και επί της κινητικότητας του ατόμου και της λειτουργίας των γονάδων, όπως επίσης και η άμεση τοξική βλάβη του αλκοόλ επί των οστεοβλαστών.

Δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ)

Ο υψηλός ΔΜΣ, έχει φανεί σε πολλές εργασίες ότι έχει θετική συσχέτιση με την κορυφαία οστική μάζα και προστατευτική επίδραση έναντι της απώλειας οστικής μάζας. Έχουν προταθεί διάφοροι μηχανισμοί, όσον αφορά αυτή τη συσχέτιση. Οι μηχανισμοί αυτοί περιλαμβάνουν την περιφερική σύνθεση οιστρογόνων στις γυναίκες, τη μηχανική φόρτιση του σκελετού και διάφορες μεταβολικές επιρροές στη λειτουργία του οργανισμού. Επίσης σε μακροπρόθεσμες επιδημιολογικές μελέτες έχει διαπιστωθεί, ότι η αυξημένη εναπόθεση λίπους, λειτουργεί προστατευτικά έναντι του κινδύνου εμφάνισης καταγμάτων στο ισχίο και τη σπονδυλική στήλη, ενώ η απότομη απώλεια βάρους αποτελεί σημαντικό καθοριστικό παράγοντα για τον κίνδυνο εμφάνισης κατάγματος του ισχίου.

Ανεπάρκεια γεννητικών ορμονών

Ο πρωτοπαθής υπογοναδισμός και στα δύο φύλλα σχετίζεται με χαμηλή οστική μάζα. Η δευτεροπαθής αμηνόρροια στις γυναίκες, οφειλόμενη πχ σε νευρογενή ανορεξία, υπερβολική άσκηση ή χρόνια νοσήματα, έχει ως αποτέλεσμα χαμηλή κορυφαία οστική μάζα και αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης. Υπάρχει κάποια ένδειξη, ότι η καθυστέρηση έναρξης της εμμήνου ρήσεως σχετίζεται με χαμηλότερη κορυφαία οστική μάζα. Τέλος, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, η χρήση των από του στόματος αντισυλληπτικών δυνατόν να σχετίζεται με μεγαλύτερη οστική μάζα, αν και αυτό το εύρημα δεν ήταν γενικευμένο. Η πρώιμη εμμηνόπαυση, πριν την ηλικία των 45 ετών, ιδιαίτερα όταν είναι δευτερογενής λόγω χειρουργικής επεμβάσεως, αποτελεί ισχυρό καθοριστικό παράγοντα οστικής απώλειας και κινδύνους εμφάνισης καταγμάτων μεταξύ των γυναικών.

Δευτερογενή αίτια οστεοπόρωσης

Η οστεοπόρωση μπορεί να είναι το επακόλουθο μιας πλειάδας άλλων διαταραχών οι οποίες περιλαμβάνουν: α) ενδοκρινικές διαταραχές (πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, υπερπαραθυρεοειδισμός, σύνδρομο Cushing, και υπερπρολακτιναιμία), β) κακοήθη νεοπλάσματα (πολλαπλούν μυέλωμα, λευχαιμία, λέμφωμα, μαστοκύττωση), γ) χρήση ορισμένων φαρμάκων κα ουσιών (γλυκοκορτικοειδή, ηπαρίνη, αλκοόλ) και δ) διάφορες.

ΠΡΟΛΗΨΗ: Αυτή μπορεί να γίνει με την ανίχνευση της οστικής πυκνότητας μέσω της μέτρησης αυτής. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας είναι μια μη επεμβατική μέθοδος που χρησιμοποιείται για να μετρήσει τη μάζα των οστών. Η οστική μάζα, με απλά λόγια, είναι το βάρος του σκελετού, συνολικά ή σε συγκεκριμένες περιοχές. Είναι σημαντικό να μετρηθεί η οστική μάζα στην σπονδυλική στήλη, το ισχίο και τα χέρια, επειδή αυτές είναι οι περιοχές που πιθανότατα θα υποστούν κάταγμα όταν η οστική μάζα είναι χαμηλή. Το ποσό της οστικής μάζας που έχει κάποιος στον σκελετό του καθορίζει πόσο ισχυρός αυτός είναι και πόσο τραύμα ή βία μπορεί να αντέξει πριν υποστεί κάταγμα. Οι μετρήσεις οστικής πυκνότητας μπορούν να είναι χρήσιμες για να εκτιμηθεί ο κίνδυνος κατάγματος και να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα της θεραπευτικής αγωγής.

Ποιός πρέπει να υποβληθεί σε μια τέτοια εξέταση ;

Συστήνεται η διενέργεια μέτρησης οστικής πυκνότητας σε:
• γυναίκες άνω των 65 ετών,
• άνδρες άνω των 70 ετών,
• άτομα που έχουν υποστεί κάταγμα σε ηλικία άνω των 50 ετών,
• γυναίκες σε εμμηνόπαυση με παράγοντες κινδύνου,
• μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες κάτω των 65 ετών με παράγοντες κινδύνου, που προαναφέραμε
• άνδρες 50 έως 69 ετών με παράγοντες κινδύνου, που προαναφέραμε

Επίσης, μπορεί να απαιτηθεί να γίνει μέτρηση στις παρακάτω περιπτώσεις :

Οι λεπτόσωμες, με θετικό οικογενειακό ιστορικό και πρώιμη εμμηνόπαυση.

• Η αξιολόγηση των προεμμηνοπαυσιακών και μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών για πιθανή έναρξη θεραπείας.
• Τα άτομα ανεξαρτήτως φύλου με ακτινολογική εικόνα οστεοπενίας ή αναίτιο κάταγμα.
• Οι περιπτώσεις δευτεροπαθούς αμηνόρροιας λόγω υπερβολικής άσκησης.
• Η μακροχρόνια λήψη κορτικοειδών.
• Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός.
• Οι εμμηνοπαυσιακές για τον έλεγχο συμμόρφωσης στη θεραπεία.
• Η εκτίμηση του κινδύνου οστεοπόρωσης – ποιοι ασθενείς θα χρειασθούν περαιτέρω διερεύνηση του οστικού μεταβολισμού.
• Σαν μέθοδος ανίχνευσης και εκτίμησης της σοβαρότητας της νόσου (screening).
• Η εκτίμηση ασθενών με διαταραχές του μεταβολισμού που έχουν επίπτωση στα οστά.
• Η παρακολούθηση και εκτίμηση της αντιοστεοκλαστικής θεραπείας.

• ακτινογραφία σπονδυλικής στήλης με εμφανές κάταγμα ή απώλεια οστικής πυκνότητας,
• εμμένον άλγος στην πλάτη ή οσφυϊκή χώρα με πιθανό κάταγμα στην σπονδυλική στήλη,
• απώλεια ύψους άνω των 1,3 εκατοστών μέσα σε χρονικό διάστημα ενός έτους,
συνολική απώλεια ύψους άνω των 4 εκατοστών (από το αρχικό ανάστημα του ατόμου).

Πόσο συχνά επαναλαμβάνεται μια μέτρηση οστικής πυκνότητας;

Ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για οστεοπόρωση θα πρέπει να επαναλαμβάνουν την μέτρηση οστικής πυκνότητας- εάν είναι δυνατό στο ίδιο διαγνωστικό κέντρο και σίγουρα στην ίδια περιοχή σώματος- η οσφύ αποτελεί την πιο αντιπροσωπευτική περιοχή για καλύτερη ένδειξη της οστικής πυκνότητας, με την προϋπόθεση ότι ο τεχνικός θα αναγνωρίσει και θα αφαιρέσει από την εξέταση τα τυχόν οστεόφυτα που δίνουν ψευδώς αυξημένη οστική πυκνότητα, ιδανικό βέβαια θα είναι να γίνεται σε δύο μέρη η εξέταση οσφύ και ισχίο ή οσφύ και καρπός κάθε ένα έτος.

Συστήνεται η επανάληψη της μέτρησης κάθε έτος, όταν συνταγογραφείται ένα νέο φαρμακευτικό σκεύασμα για την οστεοπόρωση.

Επίσης η μέτρηση οστικής πυκνότητας θα πρέπει να συνοδεύεται με την ανίχνευση και μελέτη βιοχημικών δεικτών αίματος και ούρων που αποτελούνται από δείκτες οστικής παραγωγής και δείκτες οστικής απορρόφησης καθώς και τα τελοπεπτίδια κολλαγόνου τύπου Ι για πληρέστερη μελέτη του οστικού μεταβολισμού (bone turn over).

Αθανάσιος Μπαδέκας
Ορθοπαιδικός Χειρουργός
Ιδρυτικό Μέλος Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης (ΕΛΙΟΣ)



Διαβάστε περισσότερα άρθρα...

Για σωστή αποκατάσταση έπειτα από τραυματισμούς απαιτείτε η κατάλληλη θεραπευτική γυμναστική!




    Στην κορυφή