Πνευμονία
Τι είναι
Είναι λοίμωξη των πνευμονικών κυψελίδων – τελικό τμήμα που καταλήγουν τα βρογχιόλια, οι τελικές διακλαδώσεις των βρόγχων στον πνεύμονα, [σχ. 78]. Οι πνευμονικές κυψελίδες αποτελούν τις αναπνευστικές μονάδες όπου γίνεται η ανταλλαγή των αερίων δηλαδή απορροφάται το Ο2 το οποίο εισέρχεται με την εισπνοή και αποβάλλεται το CO2 με την εκπνοή.
Επιδημιολογία
Παρατηρείται συνήθως τους χειμερινούς μήνες. Η πνευμονία συνήθως ακολουθεί ιογενείς λοιμώξεις. Ο λόγος είναι ότι οι ιογενείς λοιμώξεις επιδρούν βλαπτικά στο αναπνευστικό επιθήλιο καθώς και στα μακροφάγα των πνευμονικών κυψελίδων (βλ. κεφ. «Φυσιολογική χλωρίδα/αναπνευστικό σύστημα») και έτσι τα βακτήρια (π.χ. πνευμονιόκοκκος) εισβάλλουν ανενόχλητα στις κυψελίδες όπου πολλαπλασιάζονται προκαλώντας πνευμονία.
Συμβαίνει σε όλες τις ηλικίες, κυρίως όμως σε νεότερες ηλικίες από 6 μηνών έως 5 ετών και στους ενήλικες μεγαλύτερους των 65 ετών.
Γενικά η πνευμονία είναι συχνή σε όλα τα άτομα που έχουν σοβαρή υποκείμενη νόσο (κακοήθειες, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια) σε άτομα που θεραπεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα με κορτιζόνη ή ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, και σε άτομα που πάσχουν από κυστική ίνωση, διαβήτη, καρδιακές νόσους.
Επίσης είναι συχνή σε άτομα με εγκεφαλικό επεισόδιο, σε άτομα με γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Σε αυτή την περίπτωση η πνευμονία προκαλείται από εισρόφηση υγρών της στοματικής κοιλότητας που περιέχει πληθώρα μικροβίων.
Αιτιολογία
Η αιτιολογία διαφέρει ανάλογα με την ηλικία και τη γενική κατάσταση, με την έννοια ότι συνήθως άλλα μικρόβια προκαλούν πνευμονία σε άτομα που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο (νοσοκομειακή πνευμονία) και άλλα μικρόβια προκαλούν πνευμονία σε άτομα που δε νοσηλεύονται σε νοσοκομείο (εξωνοσοκομειακή πνευμονία).
Στην παιδική ηλικία η εξωνοσοκομειακή πνευμονία προκαλείται κυρίως από ιούς [ιοί της γρίπης, ιοί της παραγρίπης, ρινοϊοί, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV), αδενοϊοί] και λιγότερο από βακτήρια (κυρίως από πνευμονιόκοκκο και σε μικρότερη συχνότητα από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο ή αιμόφιλο της γρίπης).
Στην παιδική ηλικία η νοσοκομειακή πνευμονία προκαλείται από Gram-αρνητικά βακτηρίδια όπως κλεμπσιέλλα της πνευμονίας και ψευδομονάδα. Επίσης ιοί όπως ο κυτταρομεγαλοϊός και οι μύκητες (πνευμονοκύστη, κάντιντα) έχουν αναφερθεί ως αιτία νοσοκομειακής πνευμονίας.
Στους ενήλικες η εξωνοσοκομειακή πνευμονία οφείλεται επίσης σε σημαντικό ποσοστό στους ιούς αλλά και στα βακτήρια με κύριο εκπρόσωπο τον πνευμονιόκοκκο και σε μικρότερο ποσοστό τον χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο και τον αιμόφιλο της γρίπης. Σε ποσοστό 10% περίπου, το μυκόπλασμα πνευμονίας και το χλαμύδιο πνευμονίας καθώς και η λεγεωνέλλα, ευθύνονται για την εξωνοσοκομειακή πνευμονία.
Η νοσοκομειακή πνευμονία στους ενήλικες προκαλείται σε μικρότερο ποσοστό από πνευμονιόκοκκο, σταφυλόκοκκο, αιμόφιλο γρίπης καθώς και από ιούς. Σε μεγάλο ποσοστό η νοσοκομειακή πνευμονία προκαλείται από Gram-αρνητικά βακτηρίδια όπως κλεμπσιέλλα της πνευμονίας και ψευδομονάδα ενώ μύκητες (κάντιντα, ασπέργιλλος, πνευμονοκύστη) ή ο κυτταρομεγαλοϊός είναι και αυτά συχνά παθογόνα της νοσοκομειακής πνευμονίας.
Πως εκδηλώνεται
Η κλινική εικόνα είναι ανάλογη των μικροβίων. Όταν η πνευμονία οφείλεται σε πνευμονιόκοκκο ή παθογόνο σταφυλόκοκκο, η έναρξη είναι απότομη με υψηλό πυρετό, έντονο ρίγος και βήχα. Ο βήχας είναι παραγωγικός με την έννοια ότι συνοδεύεται από πτύελα τα οποία είναι πυώδη και μπορεί να περιέχουν προσμίξεις αίματος. Προοδευτικά αν δεν χορηγηθεί θεραπεία, εμφανίζεται δύσπνοια, ταχύπνοια (γρήγορη αναπνοή) και σε βαρύτερες περιπτώσεις κυάνωση (τα χείλη και τα νύχια παίρνουν μπλε χρώμα). Αν η λοίμωξη επεκταθεί στον υπεζωκότα (μεμβράνη που περιβάλλει τους πνεύμονες) παρατηρείται πόνος στον θώρακα. Αν μολυνθεί το υγρό που υπάρχει στην υπεζωκοτική κοιλότητα [δημιουργείται από την αναδίπλωση του υπεζωκότα και περιέχει λίγο υγρό που είναι στείρο (δεν περιέχει μικρόβια)] σχηματίζεται το εμπύημα.
Όταν η πνευμονία οφείλεται σε χλαμύδια, μυκόπλασμα, λεγεωνέλλα, μυκοβακτηρίδιο φυματίωσης και ιούς η λοίμωξη δεν αρχίζει απότομα (εξαιρούνται η πνευμονία από τον ιό της γρίπης και τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό) αλλά έχει προοδευτική πορεία.
Διαγνωστική προσέγγιση
Η διάγνωση βασίζεται στα συμπτώματα και στην ακτινογραφία θώρακος. Για τη μικροβιολογική διάγνωση γίνεται εξέταση πτυέλων με μικροσκόπηση άμεσου και χρωματισμένου παρασκευάσματος. Με το άμεσο παρασκεύασμα πιστοποιείται η καταλληλότητα των πτυέλων για εξέταση. Όταν ο αριθμός των επιθηλιακών κυττάρων (υπάρχουν φυσιολογικά στην στοματική κοιλότητα) είναι μεγαλύτερος από 25 ανά οπτικό πεδίο (μεγέθυνση 100), θεωρούνται ακατάλληλα για περαιτέρω εξέταση και αυτό γιατί υποδηλώνουν πρόσμιξη με το σάλιο που περιέχει τα μικρόβια που βρίσκονται φυσιολογικά στην στοματική κοιλότητα (βλ. κεφ. «Φυσιολογική χλωρίδα/στοματική κοιλότητα). Εάν το δείγμα είναι κατάλληλο, το επόμενο βήμα είναι η μικροσκόπηση χρωματισμένου παρασκευάσματος. Με αυτή την μικροσκόπηση πιστοποιούνται τα πυοσφαίρια αλλά μπορεί να τεθεί και προκαταρκτική διάγνωση αν παρατηρηθεί μεγάλος αριθμός ενός μικροοργανισμού. Μετά την μικροσκόπηση γίνεται καλλιέργεια.
Όταν απομονώνονται μικροοργανισμοί σε μεγάλο αριθμό και υπάρχουν πολλά πυοσφαίρια τότε γίνεται έλεγχος ευαισθησίας στα αντιβιοτικά (αντιβιόγραμμα). Σημειώνεται όμως ότι η αξιολόγηση της καλλιέργειας πτυέλων (λόγω της φυσιολογικής χλωρίδας της στοματικής κοιλότητας), χρειάζεται μεγάλη προσοχή εκτός αν απομονωθούν μικρόβια που δεν ανήκουν στη φυσιολογική χλωρίδα όπως είναι π.χ. το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.
Για παράδειγμα σημειώνεται ότι ο πνευμονιόκοκκος υπάρχει φυσιολογικά στα μισά περίπου παιδιά και στο 5% περίπου των ενηλίκων.
Σε νοσοκομειακές λοιμώξεις, επειδή πολλές φορές υπάρχει αδυναμία συλλογής πτυέλων γίνονται παρεμβατικές τεχνικές για τη λήψη υλικού από τους πνεύμονες όπως διατραχειακή αναρρόφηση για βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα ή βρογχοσκόπηση για λήψη δείγματος με προστατευμένη βούρτσα.
Εκτός από την μικροσκοπική εξέταση και την καλλιέργεια, για την μικροβιολογική διάγνωση χρησιμοποιούνται διάφορες άλλες μέθοδοι όπως άμεσος ανοσοφθορισμός και μοριακές μέθοδοι για την ανίχνευση λεγεωνέλλας και πνευμονοκύστης και άλλων μικροβίων. Για ορισμένα μικρόβια χρησιμοποιούνται επίσης και ανοσοβιολογικές μέθοδοι για την ανίχνευση αντισωμάτων. Οι τελευταίες μέθοδοι χρησιμοποιούνται κυρίως για τη διάγνωση πνευμονίας από χλαμύδια και μυκοπλάσματα.
Θεραπευτική προσέγγιση
Η θεραπεία της πνευμονίας γίνεται πάντα με ιατρική εντολή και καθοδήγηση.
Χορηγούνται αντιβιοτικά ενδοφλέβια ή από το στόμα ανάλογα με την βαρύτητα της νόσου. Σε περίπτωση εμπυήματος ή πνευμονικού αποστήματος γίνεται χειρουργική παροχέτευση.
Προφύλαξη
Για την προφύλαξη από την πνευμονία συνιστάται:
α) Εμβόλιο γρίπης και αντιπνευμονιοκοκκικού εμβολίου.
β) Αποφυγή καπνίσματος.
γ) Καλή συντήρηση κλιματιστικών μηχανημάτων.
δ) Αποφυγή υπερκόπωσης.
ε) Αποφυγή έκθεσης στο ψύχος για πολύ χρόνο.
στ) Αποφυγή λήψης μεγάλης ποσότητας οινοπνεύματος (μειώνει την αντίσταση στις λοιμώξεις).
ζ) Λήψη αρκετών υγρών (2–3 λίτρα την ημέρα) και καλή διατροφή
η) Αποκατάσταση νοσημάτων που προδιαθέτουν σε λοιμώξεις όπως διαβήτης, αιματολογικές και καρδιοπνευμονικές παθήσεις.
θ) Οι παραπάνω προφυλάξεις πρέπει να λαμβάνονται οπωσδήποτε από άτομα που βρίσκονται σε θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά ή χημειοθεραπευτικά φάρμακα.
Στέλιος Χατζηπαναγιώτου
Ιατρός Βιοπαθολόγος – Κλινικός Μικροβιολόγος
Αναπληρωτής Καθηγητής Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας
Νικόλαος–Στέφανος Ι. Λεγάκης
Ομότιμος Καθηγητής Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Επίτιμος Πρόεδρος της Ελληνικής Μικροβιολογικής Εταιρείας και της Πανελλήνιας Ένωσης Ιατρικής Βιοπαθολογίας
Απο το βιβλίο "ΤΑ ΜΙΚΡΟΒΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ" (http://www.tamikrovia.gr)
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...