Παρενέργειες των αντιυπερτασικών φαρμάκων
Πολλές φορές ο άρρωστος έντρομος σταματά να παίρνει ένα φάρμακο όταν διαβάσει από το φυλλάδιο που το συνοδεύει τις παρενέργειές του, δηλαδή αυτό που μπορεί να πάθει κάποιος που το παίρνει. Ομως ευτυχώς οι σοβαρές παρενέργειες των φαρμάκων συμβαίνουν πολύ σπάνια και αφορούν ελάχιστο ποσοστό αρρώστων που έχουν ευαισθησία στο συγκεκριμένο φάρμακο. Κατά βάση, η έννοια της ευαισθησίας αναφέρεται στα είδη των γονιδίων που έχει κάθε άνθρωπος. Σε λίγα χρόνια, με την πρόοδο της φαρμακογενετικής, θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε καλύτερα τον γονιδιακό χάρτη κάθε ανθρώπου και έτσι να μπορούμε να τον συμβουλεύσουμε να αποφεύγει το συγκεκριμένο φάρμακο που θα του προκαλεί τη συγκεκριμένη παρενέργεια. Ομως μέχρι τότε γιατρός και άρρωστος πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να αξιολογούν κάθε νέο σύμπτωμα όταν αρχίζουν μια θεραπεία με οποιοδήποτε φάρμακο.
Τα ιατρικά περιοδικά κάθε τόσο δημοσιεύουν μελέτες που αναφέρονται σε νέες παρενέργειες γνωστών φαρμάκων που έχουν χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια. Αλλες φορές οι παρενέργειες αυτές είναι πραγματικές και άλλες υποκρύπτουν ένα είδος υπερβολής, όταν αναφέρονται σε συγκεκριμένο φάρμακο. Ιδιαίτερα μάλιστα στις μέρες μας που είναι γνωστός ο εμπορικός ανταγωνισμός μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών. Ανεξάρτητα όμως με τον ανταγωνισμό των εταιρειών φαρμάκων, κάθε νέα παρενέργεια ενός φαρμάκου που ανακοινώνεται πρέπει να προβληματίζει και να απασχολεί κάθε σοβαρό και υπεύθυνο γιατρό. Σήμερα, η εκτεταμένη αυτή εισαγωγή έχει στόχο να τοποθετήσει στη σωστή της θέση μια μελέτη που αναφέρεται σε παρενέργειες μιας ομάδας φαρμάκων που χρησιμοποιούν συχνά οι άρρωστοι με αυξημένη πίεση ή με καρδιακή ανεπάρκεια ή με στεφανιαία νόσο και σακχαρώδη διαβήτη.
Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «Lancet oncology» και αφορά μια σοβαρή παρενέργεια των ανταγωνιστών της αγγειοτενσίνης, που με τη δράση τους έχουν προφυλάξει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο από εγκεφαλικά επεισόδια, από εμφράγματα του μυοκαρδίου και από καρδιακή ανεπάρκεια, χαρίζοντας στους αρρώστους περισσότερα χρόνια μιας ποιοτικά καλύτερης ζωής. Το φάρμακο αυτό ανήκει κατά βάση στην κατηγορία των αντιυπερτασικών φαρμάκων και χρησιμοποιείται καθημερινά από ανθρώπους που πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση. Οι ερευνητές μελέτησαν ασθενείς που πήραν ή εξακολουθούσαν να παίρνουν ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης μέσα από πολλές μελέτες σε ένα εντυπωσιακό σύνολο περίπου 220.000 ασθενών. Οι στατιστικές αναλύσεις έδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική τάση να αναπτύξουν καρκίνους του πνεύμονα, του μαστού και του προστάτη με μεγαλύτερη πιθανότητα οι ασθενείς που έπαιρναν ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης σε σύγκριση με αυτούς που δεν έπαιρναν (7,2% προς 6%).
Προσπαθώντας αυτοί οι ερευνητές να εξηγήσουν τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων μελετών που ανέλυσαν, επικαλούνται την ελαττωμένη γονιδιακή προστασία έναντι των ανταγωνιστών της αγγειοτενσίνης.
Όμως, όπως συμβαίνει σε κάθε μελέτη, έτσι και στη συγκεκριμένη δεν μπορούν ακόμα να διατυπωθούν ασφαλή συμπεράσματα προτού και άλλες προσχεδιασμένες καλά μελέτες καταλήξουν στα ίδια αποτελέσματα.
Στην περίπτωση αυτή θα προβληματιστούν μεγάλοι επιστημονικοί οργανισμοί, όπως π.χ. το FDA, κατά πόσον το ωφελείν - μη βλάπτειν του συγκεκριμένου φαρμάκου θα οδηγήσει στην απόσυρσή του.
Ετσι δυστυχώς συμβαίνει με την ιατρική έρευνα. Ποτέ δεν πρέπει τα αποτελέσματα μιας μελέτης να οδηγούν σε υπεραισιόδοξα ή απαισιόδοξα συμπεράσματα. Ο χρόνος είναι αυτός που τελικά θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, η θεραπεία της υπέρτασης δεν πρέπει να αρχίζει ποτέ με φάρμακα. Πρώτα πρέπει να προηγείται η σωστή διατροφή χωρίς αλμυρά και η απώλεια του σωματικού βάρους που πλεονάζει. Ομως εάν η προσπάθεια αυτή αποτύχει, τότε ανοίγει ο δρόμος για τη φαρμακευτική θεραπεία, η οποία σήμερα, πέραν των ανταγωνιστών της αγγειοτενσίνης, περιλαμβάνει τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου, τα διουρητικά, τους β-αναστολείς, του ανταγωνιστές του Ca και της ρενίνης.
Κατά συνέπεια, παρέχεται στο γιατρό η ευχέρεια των πολλαπλών λύσεων και των συνδυασμών όλων των αντιυπερτασικών φαρμάκων.
Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Τα ιατρικά περιοδικά κάθε τόσο δημοσιεύουν μελέτες που αναφέρονται σε νέες παρενέργειες γνωστών φαρμάκων που έχουν χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια. Αλλες φορές οι παρενέργειες αυτές είναι πραγματικές και άλλες υποκρύπτουν ένα είδος υπερβολής, όταν αναφέρονται σε συγκεκριμένο φάρμακο. Ιδιαίτερα μάλιστα στις μέρες μας που είναι γνωστός ο εμπορικός ανταγωνισμός μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών. Ανεξάρτητα όμως με τον ανταγωνισμό των εταιρειών φαρμάκων, κάθε νέα παρενέργεια ενός φαρμάκου που ανακοινώνεται πρέπει να προβληματίζει και να απασχολεί κάθε σοβαρό και υπεύθυνο γιατρό. Σήμερα, η εκτεταμένη αυτή εισαγωγή έχει στόχο να τοποθετήσει στη σωστή της θέση μια μελέτη που αναφέρεται σε παρενέργειες μιας ομάδας φαρμάκων που χρησιμοποιούν συχνά οι άρρωστοι με αυξημένη πίεση ή με καρδιακή ανεπάρκεια ή με στεφανιαία νόσο και σακχαρώδη διαβήτη.
Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «Lancet oncology» και αφορά μια σοβαρή παρενέργεια των ανταγωνιστών της αγγειοτενσίνης, που με τη δράση τους έχουν προφυλάξει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο από εγκεφαλικά επεισόδια, από εμφράγματα του μυοκαρδίου και από καρδιακή ανεπάρκεια, χαρίζοντας στους αρρώστους περισσότερα χρόνια μιας ποιοτικά καλύτερης ζωής. Το φάρμακο αυτό ανήκει κατά βάση στην κατηγορία των αντιυπερτασικών φαρμάκων και χρησιμοποιείται καθημερινά από ανθρώπους που πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση. Οι ερευνητές μελέτησαν ασθενείς που πήραν ή εξακολουθούσαν να παίρνουν ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης μέσα από πολλές μελέτες σε ένα εντυπωσιακό σύνολο περίπου 220.000 ασθενών. Οι στατιστικές αναλύσεις έδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική τάση να αναπτύξουν καρκίνους του πνεύμονα, του μαστού και του προστάτη με μεγαλύτερη πιθανότητα οι ασθενείς που έπαιρναν ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης σε σύγκριση με αυτούς που δεν έπαιρναν (7,2% προς 6%).
Προσπαθώντας αυτοί οι ερευνητές να εξηγήσουν τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων μελετών που ανέλυσαν, επικαλούνται την ελαττωμένη γονιδιακή προστασία έναντι των ανταγωνιστών της αγγειοτενσίνης.
Όμως, όπως συμβαίνει σε κάθε μελέτη, έτσι και στη συγκεκριμένη δεν μπορούν ακόμα να διατυπωθούν ασφαλή συμπεράσματα προτού και άλλες προσχεδιασμένες καλά μελέτες καταλήξουν στα ίδια αποτελέσματα.
Στην περίπτωση αυτή θα προβληματιστούν μεγάλοι επιστημονικοί οργανισμοί, όπως π.χ. το FDA, κατά πόσον το ωφελείν - μη βλάπτειν του συγκεκριμένου φαρμάκου θα οδηγήσει στην απόσυρσή του.
Ετσι δυστυχώς συμβαίνει με την ιατρική έρευνα. Ποτέ δεν πρέπει τα αποτελέσματα μιας μελέτης να οδηγούν σε υπεραισιόδοξα ή απαισιόδοξα συμπεράσματα. Ο χρόνος είναι αυτός που τελικά θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, η θεραπεία της υπέρτασης δεν πρέπει να αρχίζει ποτέ με φάρμακα. Πρώτα πρέπει να προηγείται η σωστή διατροφή χωρίς αλμυρά και η απώλεια του σωματικού βάρους που πλεονάζει. Ομως εάν η προσπάθεια αυτή αποτύχει, τότε ανοίγει ο δρόμος για τη φαρμακευτική θεραπεία, η οποία σήμερα, πέραν των ανταγωνιστών της αγγειοτενσίνης, περιλαμβάνει τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου, τα διουρητικά, τους β-αναστολείς, του ανταγωνιστές του Ca και της ρενίνης.
Κατά συνέπεια, παρέχεται στο γιατρό η ευχέρεια των πολλαπλών λύσεων και των συνδυασμών όλων των αντιυπερτασικών φαρμάκων.
Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών