Παιδική παχυσαρκία: Γιατί η Ελλάδα πρωτοπορεί;
Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, αφού σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα το ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα έχει φτάσει το 25%, ενώ το ποσοστό των υπέρβαρων νηπίων αγγίζει το 30%.
Είναι εντυπωσιακό πώς ενώ τα παιδιά του περασμένου αιώνα αντιμετώπιζαν προβλήματα υποσιτισμού, σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα της νέας γενιάς είναι ακριβώς το αντίθετο. Εξίσου εντυπωσιακό αλλά και θλιβερό είναι το γεγονός ότι η χώρα μας, ενώ υπήρξε η γενέτειρα της πρότυπης Μεσογειακής διατροφής έχει καταφέρει να κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας παγκοσμίως.
Γιατί τα παιδιά μας παχαίνουν;
Τα αίτια της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολλαπλά. Αν και πολλοί πιστεύουν ότι η παχυσαρκία έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τα γονίδια, στην πραγματικότητα η κληρονομικότητα της παχυσαρκίας έγκειται κυρίως στην κληρονόμηση του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος και συμπεριφορών, παρά του γενετικού υλικού. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι οι γενετικοί παράγοντες δεν παίζουν κανένα ρόλο, όμως η τόσο πρόσφατη και ραγδαία αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε αλλαγή του γενετικού υλικού.
Σε ότι αφορά το περιβάλλον, οι παράμετροι που επηρεάζουν το σωματικό βάρος είναι οι διατροφικές συνήθειες και η φυσική δραστηριότητα. Θεωρητικά λοιπόν η λύση είναι απλή: δώστε στα παιδιά υγιεινό φαγητό και φροντίστε να κάνουν σωματική άσκηση. Είναι όμως τόσο εύκολο;
Διατροφικές συνήθειες
Ο ρόλος των γονέων
Οι γονείς παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησης των παιδιών σε ότι αφορά τη διατροφή αλλά και τις καθημερινές τους συνήθειες. Ειδικά στις μικρότερες ηλικίες αποτελούν το σημαντικότερο πρότυπο προς μίμηση, ενώ είναι σχεδόν αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη διαθεσιμότητα φαγητού. Το δυσάρεστο είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν κάποια έγκυρη πληροφόρησης/εκπαίδευση σχετικά με τη διατροφή που πρέπει να προσφέρουν στα παιδιά τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που δέχονται αντικρουόμενα (και ορισμένες φορές λάθος) μηνύματα από διάφορες πηγές -κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης- με αποτέλεσμα να νιώθουν ανασφαλείς ή να ακολουθούν οδηγίες αμφίβολης προέλευσης. Μάλιστα υπό την επήρεια κάποιας νέας διατροφικής πληροφορίας, συχνά οδηγούνται σε σπασμωδικές κινήσεις όπως η απαγόρευση τροφίμων ή η πίεση για κατανάλωση φαγητών που το παιδί αρνείται να φάει, πρακτικές οι οποίες έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι και τα ίδια τα παιδιά δεν εκπαιδεύονται με κάποιο συστηματικό τρόπο (π.χ. στο σχολείο) σχετικά με τις αρχές μιας ισορροπημένης διατροφής, ώστε να διαμορφώσουν προσωπική διατροφική συνείδηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μεγαλώνοντας να μην είναι σε θέση να κρίνουν ποια τρόφιμα είναι προτιμότερο να επιλέγουν, ποια να αποφεύγουν και για ποιους λόγους.
Πέρα από την ποιότητα, εξίσου σημαντικό είναι και το θέμα της ποσότητας φαγητού. Πολλοί γονείς δεν έχουν επίγνωση του μεγέθους της μερίδας που πρέπει να σερβίρουν σε ένα παιδί ανάλογα με την ηλικία του, με αποτέλεσμα να δίνουν άθελα τους περισσότερο φαγητό από όσο χρειάζεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές οικογένειες τα παιδιά καταναλώνουν μερίδες ενηλίκων από την ηλικία των 5-6 ετών.
Βέβαια, ακόμα και όταν υπάρχει κάποια γνώση υγιεινών συνηθειών, ένα συχνό εμπόδιο στην εφαρμογή είναι ο τρόπος επικοινωνίας τους από τους γονείς. Για παράδειγμα πολλές φορές οι υγιεινές διατροφικές συνήθειες παρουσιάζονται σαν υπόθεση του υπέρβαρου παιδιού και μόνο, οι οποίες δεν αφορούν την υπόλοιπη οικογένεια. Αυτό συμβαίνει συχνά σε οικογένειες όπου υπάρχει και παιδί με υγιές βάρος. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε ένα παιδί να πειθαρχεί σε δεδομένες διατροφικές οδηγίες όταν οι υπόλοιποι πράττουν διαφορετικά. Η υποστήριξη από την οικογένεια είναι το Α και το Ω στην αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας, επομένως η τήρηση ίσων όρων για όλα τα μέλη της οικογένειας είναι απαραίτητη.
Με τον τρόπο αυτό δίνεται το σωστό μήνυμα, δηλαδή ότι η ισορροπημένη διατροφή πρέπει να εφαρμόζεται από όλους, ανεξαρτήτως βάρους. Άλλωστε η διατροφή που πρέπει να ακολουθεί το υπέρβαρο παιδί είναι ίδια με εκείνη οποιουδήποτε παιδιού με υγιές βάρος που θέλει να τρέφεται σωστά.
Σύμφωνα με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, τα παιδιά που έχουν γονείς με αυξημένο σωματικό βάρος κινδυνεύουν σημαντικά να γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα μεγαλώνοντας. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις διατροφικές συνήθειες και τον τρόπο ζωής που μαθαίνουν μέσα στο σπίτι.
Επίσης νέα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι τα παιδιά που έχουν γονείς οι οποίοι κάνουν συχνά δίαιτες έχουν αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας και διατροφικών διαταραχών. Επομένως, το γεγονός ότι πολλοί ενήλικες -ειδικά οι γυναίκες/μητέρες- μπαίνουν συχνά στη διαδικασία της δίαιτας, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο τα παιδιά που έχουν ως πρότυπο ένα γονέα σε διαρκή προσπάθεια απώλειας βάρους, να απασχολούνται και τα ίδια με το βάρος τους.
Μάλιστα συχνά οι γονείς, αγχωμένοι με το θέμα του βάρους, περνάνε το μήνυμα στο παιδί ότι πρέπει να «κάνει δίαιτα» και να «χάσει κιλά». Στην πραγματικότητα αυτό είναι λάθος, αφού στα παιδιά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ότι αφορά την απώλεια βάρους, ενώ δε συστήνεται σε καμιά περίπτωση «δίαιτα» με την έννοια της υποθερμιδικής διατροφής που θα δίναμε σε ένα ενήλικα. Για τα περισσότερα παιδιά η διατήρηση βάρους (ή αργή απώλεια, γύρω στο 1 κιλό το μήνα) μέσω ισορροπημένης διατροφής και τακτικής άσκησης είναι ο καλύτερος τρόπος να αποκτήσουν τις επιθυμητές συνήθειες χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη αλλά και στην ψυχολογία τους.
Μια κοινωνική αλλαγή που φαίνεται να σχετίζεται με την αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας είναι ότι πλέον στα περισσότερα νοικοκυριά και οι δύο γονείς είναι εργαζόμενοι. Αυτό έχει ως συνέπεια να είναι πιο δύσκολος ο οικογενειακός προγραμματισμός, γεγονός που έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη διατροφή. Ενδεικτικά ορισμένα διατροφικά προβλήματα που δημιουργούνται εξαιτίας της έλλειψης χρόνου και δυσκολίας οικογενειακού προγραμματισμού είναι:
«Απαγορευμένα» τρόφιμα και τρόφιμα ως επιβράβευση/ανταμοιβή
Συχνά οι γονείς προκειμένου να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τα γλυκά, τα αλμυρά σνακ και τα αναψυκτικά, δεν τα βάζουν καθόλου στο σπίτι και δεν αφήνουν τα παιδιά τους να τα καταναλώνουν. Όμως το μόνο που καταφέρνουν με αυτό τον τρόπο είναι να τα κάνουν πιο δελεαστικά, καθώς τα «απαγορευμένα» τρόφιμα αυτόματα γίνονται και πιο επιθυμητά. Αντίθετα, η παρουσίαση και διαθεσιμότητα τους σαν συνηθισμένα τρόφιμα, τα οποία ωστόσο πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο, βοηθά τα παιδιά να μάθουν πώς να τα εντάσσουν στη διατροφή τους χωρίς υπερβολές.
Επίσης, η χρήση τροφίμων και ποτών ως μέσα επιβράβευσης, τιμωρίας ή υποκατάστασης της γονικής παρουσίας μπορεί να καλλιεργήσει στο παιδί την αίσθηση ότι το φαγητό αποτελεί μέσο ικανοποίησης ή είναι υποκατάστατο άλλων πραγμάτων όπως η ανθρώπινη παρουσία. Η τακτική αυτή εφαρμόζεται και από τους ενήλικες, αφού συχνά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το φαγητό για να καλύψουν άλλα συναισθήματα (στεναχώρια, άγχος, βαρεμάρα κλπ). Σαν συνέπεια όταν βρεθούν σε κάποια όχι ευχάριστη κατάσταση, καταφεύγουν στο φαγητό αναζητώντας την «παρηγοριά» που θυμούνται (ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα) ότι τους προσφέρει π.χ. η κατανάλωση κάποιου γλυκού. Η απόκτηση αυτής της συνήθειας ξεκινά από μικρή ηλικία. Τα περισσότερα παιδιά βιώνουν κάποια στιγμή στη ζωή τους την κατανάλωση γλυκών σαν επιβράβευση καλής συμπεριφοράς από τον περίγυρο τους. Κλασικό παράδειγμα η προσφορά γλυκού με στόχο την κατανάλωση κάποιου φαγητού ή σαν επιβράβευση καλής συμπεριφοράς (π.χ. «αν φας τις φακές σου, θα σου πάρω σοκολάτα»), ή και το αντίθετο («ήσουν κακό παιδί, άρα δεν έχει παγωτό»). Φυσικά, δε σημαίνει ότι απαγορεύονται οι σοκολάτες και τα παγωτά, αφού σε μια ισορροπημένη διατροφή δεν υπάρχουν απαγορευμένα τρόφιμα, απλώς η χρήση τους ως ανταμοιβή/επιβράβευση δίνει λάθος μήνυμα. Αυτό μπορεί να γίνει και στην περίπτωση που το παιδί βλέπει τον γονιό του να εφαρμόζει αυτή την πρακτική π.χ. να τρώει όταν είναι στεναχωρημένος ή αγχωμένος, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε -ειδικά για τα μικρά παιδιά- οι γονείς αποτελούν το σημαντικότερο πρότυπο προς μίμηση.
Όλες οι παραπάνω συνήθειες όταν γίνονται συστηματικά, οδηγούν στο λεγόμενο “comfort eating” (ή σε ελεύθερη μετάφραση «φαγητό παρηγοριάς»), το οποίο σχετίζεται τόσο με την παχυσαρκία όσο και με διατροφικές διαταραχές (π.χ. βουλιμία).
Ο ρόλος του παππού και της γιαγιάς
Στην ελληνική κοινωνία είναι συχνό φαινόμενο το παιδί να περνά αρκετό χρόνο με τον παππού και τη γιαγιά, οι οποίοι άθελα τους, συχνά συνεισφέρουν στις κακές διατροφικές συνήθειες και στην αύξηση βάρος των παιδιών. Μαθημένοι από την εποχή τους, όπου το υπερβάλλον βάρος ήταν ένδειξη υγείας και υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, διατηρούν ακόμα την νοοτροπία ότι ένα παχουλό παιδί «θα ψηλώσει» και δεν μπορούν εύκολα να συνειδητοποιήσουν ότι με το να ταΐζουν παραπάνω τα εγγόνια τους, τα βλάπτουν. Έτσι, συχνά τους προσφέρουν γενναίες μερίδες φαγητού και τα «κακομαθαίνουν» με γλυκά και σοκολάτες με τη δικαιολογία ότι «τα παιδιά πρέπει να τρώνε για να μεγαλώσουν».
Ο ρόλος του σχολείου
Οι συνήθειες στο σχολικό περιβάλλον αποτελούν σημαντικό κομμάτι της καθημερινής διατροφής των παιδιών. Δυστυχώς, οι διαθέσιμες επιλογές από το κυλικείο είναι στην πλειοψηφία τους φτωχές, η προετοιμασία κολατσιού από το σπίτι είναι συχνά δύσκολη λόγω έλλειψης χρόνου/προγραμματισμού, ενώ πολλά παιδιά ντρέπονται να πάρουν από σπίτι κάποιο υγιεινό σνακ, αφού οι συμμαθητές τους εύκολα θα σχολιάσουν δυσμενώς μια τέτοια επιλογή. Ειδικά τα υπέρβαρα παιδιά ορισμένες φορές δεν τρώνε τίποτα στο σχολείο, γιατί ντρέπονται και φοβούνται μήπως σχολιαστούν από τους συμμαθητές τους. Με δεδομένο ότι πολλά σχολεία πλέον λειτουργούν μέχρι αργά το μεσημέρι (π.χ. ολοήμερα δημοτικά) χωρίς να διαθέτουν κατάλληλες υποδομές (π.χ. εστιατόριο), οι παραπάνω συνθήκες κάνουν πολύ δύσκολη την εφαρμογή υγιεινών διατροφικών επιλογών στο χώρο του σχολείου.
Ελεύθερος χρόνος
Σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο στην εξωσχολική μελέτη: 57% των παιδιών μελετούν εκτός σχολείου πάνω από 3 ώρες την ημέρα, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι μόλις 19%. Πραγματικά, πολλά Ελληνόπουλα έχουν τόσο φορτωμένο πρόγραμμα –ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, μελέτη στο σπίτι- ώστε τρώνε το μεσημεριανό στο πόδι, δυσκολεύονται να εντάξουν σνακ μεταξύ των γευμάτων και το βραδινό τους καταναλώνεται αργά, όταν τα μαθήματα τελειώσουν. Από την άλλη το Σαββατοκύριακο υπάρχει περισσότερος χρόνος, αλλά και περισσότερες «ειδικές περιστάσεις»: επίσκεψη στον παππού και στη γιαγιά, παιδικό πάρτυ, σινεμά και φαγητό εκτός σπιτιού είναι ορισμένες από τις δραστηριότητες που «σαμποτάρουν» την προσπάθεια για ισορροπημένη διατροφή. Επιπλέον, η παρακολούθηση τηλεόρασης συχνά συνοδεύεται με την κατανάλωση παχυντικών σνακ και αναψυκτικών αλλά και την έκθεση σε διαφημίσεις τροφίμων πρόχειρου φαγητού που κατευθύνουν τις επιλογές των παιδιών.
Φυσική δραστηριότητα / αδράνεια
Πέρα από τη διατροφή, η άλλη βασική αιτία των υψηλών επιπέδων παιδικής παχυσαρκίας είναι η μειωμένη φυσική δραστηριότητα. Γιατί όμως τα παιδιά σήμερα δεν ασκούνται;
Καταρχήν, οι ευκαιρίες για άσκηση είναι σημαντικά μειωμένες σε σχέση με παλαιότερα. Η γυμναστική στο σχολείο τείνει να εκλείψει, το ίδιο και το παιχνίδι στη γειτονιά, αφού για λόγους ασφάλειας οι γονείς σπάνια αφήνουν τα παιδιά τους να παίξουν στο δρόμο. Επίσης, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τα Ελληνόπουλα μετά το σχολείο έχουν ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, συχνά μελετούν για την επομένη μέχρι αργά το βράδυ και στα κενά τους μόνο που θέλουν να κάνουν είναι να δουν τηλεόραση.
Από την άλλη μεριά, οι διαθέσιμες αθλητικές εγκαταστάσεις είναι λίγες, οπότε ακόμα και αν ένα παιδί θέλει να κάνει κάποιο σπορ, συχνά δεν υπάρχει διαθεσιμότητα σε κοντινή απόσταση, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να ενταχθεί η δραστηριότητα στο πρόγραμμα του. Το κόστος είναι ένα ακόμα εμπόδιο αφού οι περισσότερες δραστηριότητες προσφέρονται ιδιωτικά. Επίσης, οι ευκαιρίες για περπάτημα έχουν ελαχιστοποιηθεί, αφού οι περισσότερες οικογένειες χρησιμοποιούν αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις τους, αφενός για να προλαβαίνουν όλες τις υποχρεώσεις, αφετέρου για λόγους ασφαλείας (φοβούνται π.χ. να αφήσουν το παιδί να πάει με τα πόδια μέχρι το φροντιστήριο). Ταυτόχρονα διάφορα μηχανήματα (όπως οι ανελκυστήρες, οι κυλιόμενες σκάλες ακόμα και το τηλεκοντρόλ) μειώνουν περαιτέρω τις ευκαιρίες για κίνηση.
Έτσι λοιπόν, όταν ένα παιδί είναι όλο το πρωί κλεισμένο σε μια τάξη, το απόγευμα έχει να διαβάσει, δεν κάνει κάποιο άθλημα, και δεν μπορεί να βγει έξω να παίξει, τι θα επιλέξει να κάνει όταν έχει ελεύθερο χρόνο; Η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι να δει τηλεόραση ή να παίξει βιντεοπαιχνίδια.
Η συσχέτιση της παρακολούθησης τηλεόρασης με την παιδική παχυσαρκία έχει να κάνει τόσο με τη σωματική αδράνεια που τη συνοδεύει, όσο και με την κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε ζάχαρη και λιπαρά κατά την παρακολούθηση εκπομπών και την έκθεση των παιδιών σε διαφημίσεις πρόχειρου φαγητού και σνακ. Επίσης, η προβολή προτύπων μίμησης που βασίζονται σε ήρωες παιδικών εκπομπών ή αθλητών οι οποίοι καταναλώνουν τρόφιμα και ποτά τα οποία δεν είναι διατροφικά ισορροπημένα, επηρεάζουν αρνητικά τις επιλογές των παιδιών. Τέλος, η ενασχόληση με τους υπολογιστές, το σερφάρισμα στο ιντερνέτ και τα βιντεοπαιχνίδια συνεισφέρουν περαιτέρω στα χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και παγιώνουν από μικρή ηλικία συνήθειες καθιστικής ζωής που οι προηγούμενες γενιές απέκτησαν πολύ αργότερα.
Συμπέρασμα
Από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολυδιάστατο και η επίλυση του προϋποθέτει αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: άτομο, οικογένεια, κοινωνία, περιβάλλον. Η καλύτερη κατανόηση των αιτιών του φαινομένου μπορεί να βοηθήσει στην αναζήτηση ενός αποτελεσματικού τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος.
Πρωτοβουλία
Στα εξωτερικά ιατρεία της Α' Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία» λειτουργεί δωρεάν κάθε Τρίτη 9.00 π.μ. – 14.00 μ.μ. Ιατρείο Παιδικής Παχυσαρκίας. Το Ιατρείο δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Καθηγητή κυρίου Γεωργίου Χρούσου και της Παιδιάτρου κυρίας Νένης Περβανίδου. Λειτουργεί ανεπίσημα από τον Ιανουάριο 2003 και επίσημα από τον Ιανουάριο 2004.
Στο Ιατρείο υπάρχει ομάδα παιδιάτρων, παιδοαναπτυξιολόγου, παιδοενδοκρινολόγου, παιδοδιαιτολόγων και παιδοψυχολόγου. Οι γονείς μπορούν να κλείσουν ραντεβού στο 1535 και στο 2107467009-10 ή να περάσουν από το Ιατρείο τις ώρες λειτουργίας.
Μαρία Κολοτούρου
Κλινική Διαιτολόγος–Διατροφολόγος, MSc,
Με την επιμέλεια του Πανελλήνιου Συλλόγου Διαιτολόγων
www.dietforall.gr
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...
Είναι εντυπωσιακό πώς ενώ τα παιδιά του περασμένου αιώνα αντιμετώπιζαν προβλήματα υποσιτισμού, σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα της νέας γενιάς είναι ακριβώς το αντίθετο. Εξίσου εντυπωσιακό αλλά και θλιβερό είναι το γεγονός ότι η χώρα μας, ενώ υπήρξε η γενέτειρα της πρότυπης Μεσογειακής διατροφής έχει καταφέρει να κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας παγκοσμίως.
Γιατί τα παιδιά μας παχαίνουν;
Τα αίτια της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολλαπλά. Αν και πολλοί πιστεύουν ότι η παχυσαρκία έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τα γονίδια, στην πραγματικότητα η κληρονομικότητα της παχυσαρκίας έγκειται κυρίως στην κληρονόμηση του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος και συμπεριφορών, παρά του γενετικού υλικού. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι οι γενετικοί παράγοντες δεν παίζουν κανένα ρόλο, όμως η τόσο πρόσφατη και ραγδαία αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε αλλαγή του γενετικού υλικού.
Σε ότι αφορά το περιβάλλον, οι παράμετροι που επηρεάζουν το σωματικό βάρος είναι οι διατροφικές συνήθειες και η φυσική δραστηριότητα. Θεωρητικά λοιπόν η λύση είναι απλή: δώστε στα παιδιά υγιεινό φαγητό και φροντίστε να κάνουν σωματική άσκηση. Είναι όμως τόσο εύκολο;
Διατροφικές συνήθειες
Ο ρόλος των γονέων
Οι γονείς παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησης των παιδιών σε ότι αφορά τη διατροφή αλλά και τις καθημερινές τους συνήθειες. Ειδικά στις μικρότερες ηλικίες αποτελούν το σημαντικότερο πρότυπο προς μίμηση, ενώ είναι σχεδόν αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη διαθεσιμότητα φαγητού. Το δυσάρεστο είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν κάποια έγκυρη πληροφόρησης/εκπαίδευση σχετικά με τη διατροφή που πρέπει να προσφέρουν στα παιδιά τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που δέχονται αντικρουόμενα (και ορισμένες φορές λάθος) μηνύματα από διάφορες πηγές -κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης- με αποτέλεσμα να νιώθουν ανασφαλείς ή να ακολουθούν οδηγίες αμφίβολης προέλευσης. Μάλιστα υπό την επήρεια κάποιας νέας διατροφικής πληροφορίας, συχνά οδηγούνται σε σπασμωδικές κινήσεις όπως η απαγόρευση τροφίμων ή η πίεση για κατανάλωση φαγητών που το παιδί αρνείται να φάει, πρακτικές οι οποίες έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι και τα ίδια τα παιδιά δεν εκπαιδεύονται με κάποιο συστηματικό τρόπο (π.χ. στο σχολείο) σχετικά με τις αρχές μιας ισορροπημένης διατροφής, ώστε να διαμορφώσουν προσωπική διατροφική συνείδηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μεγαλώνοντας να μην είναι σε θέση να κρίνουν ποια τρόφιμα είναι προτιμότερο να επιλέγουν, ποια να αποφεύγουν και για ποιους λόγους.
Πέρα από την ποιότητα, εξίσου σημαντικό είναι και το θέμα της ποσότητας φαγητού. Πολλοί γονείς δεν έχουν επίγνωση του μεγέθους της μερίδας που πρέπει να σερβίρουν σε ένα παιδί ανάλογα με την ηλικία του, με αποτέλεσμα να δίνουν άθελα τους περισσότερο φαγητό από όσο χρειάζεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές οικογένειες τα παιδιά καταναλώνουν μερίδες ενηλίκων από την ηλικία των 5-6 ετών.
Βέβαια, ακόμα και όταν υπάρχει κάποια γνώση υγιεινών συνηθειών, ένα συχνό εμπόδιο στην εφαρμογή είναι ο τρόπος επικοινωνίας τους από τους γονείς. Για παράδειγμα πολλές φορές οι υγιεινές διατροφικές συνήθειες παρουσιάζονται σαν υπόθεση του υπέρβαρου παιδιού και μόνο, οι οποίες δεν αφορούν την υπόλοιπη οικογένεια. Αυτό συμβαίνει συχνά σε οικογένειες όπου υπάρχει και παιδί με υγιές βάρος. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε ένα παιδί να πειθαρχεί σε δεδομένες διατροφικές οδηγίες όταν οι υπόλοιποι πράττουν διαφορετικά. Η υποστήριξη από την οικογένεια είναι το Α και το Ω στην αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας, επομένως η τήρηση ίσων όρων για όλα τα μέλη της οικογένειας είναι απαραίτητη.
Με τον τρόπο αυτό δίνεται το σωστό μήνυμα, δηλαδή ότι η ισορροπημένη διατροφή πρέπει να εφαρμόζεται από όλους, ανεξαρτήτως βάρους. Άλλωστε η διατροφή που πρέπει να ακολουθεί το υπέρβαρο παιδί είναι ίδια με εκείνη οποιουδήποτε παιδιού με υγιές βάρος που θέλει να τρέφεται σωστά.
Σύμφωνα με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, τα παιδιά που έχουν γονείς με αυξημένο σωματικό βάρος κινδυνεύουν σημαντικά να γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα μεγαλώνοντας. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις διατροφικές συνήθειες και τον τρόπο ζωής που μαθαίνουν μέσα στο σπίτι.
Επίσης νέα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι τα παιδιά που έχουν γονείς οι οποίοι κάνουν συχνά δίαιτες έχουν αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας και διατροφικών διαταραχών. Επομένως, το γεγονός ότι πολλοί ενήλικες -ειδικά οι γυναίκες/μητέρες- μπαίνουν συχνά στη διαδικασία της δίαιτας, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο τα παιδιά που έχουν ως πρότυπο ένα γονέα σε διαρκή προσπάθεια απώλειας βάρους, να απασχολούνται και τα ίδια με το βάρος τους.
Μάλιστα συχνά οι γονείς, αγχωμένοι με το θέμα του βάρους, περνάνε το μήνυμα στο παιδί ότι πρέπει να «κάνει δίαιτα» και να «χάσει κιλά». Στην πραγματικότητα αυτό είναι λάθος, αφού στα παιδιά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ότι αφορά την απώλεια βάρους, ενώ δε συστήνεται σε καμιά περίπτωση «δίαιτα» με την έννοια της υποθερμιδικής διατροφής που θα δίναμε σε ένα ενήλικα. Για τα περισσότερα παιδιά η διατήρηση βάρους (ή αργή απώλεια, γύρω στο 1 κιλό το μήνα) μέσω ισορροπημένης διατροφής και τακτικής άσκησης είναι ο καλύτερος τρόπος να αποκτήσουν τις επιθυμητές συνήθειες χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη αλλά και στην ψυχολογία τους.
Μια κοινωνική αλλαγή που φαίνεται να σχετίζεται με την αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας είναι ότι πλέον στα περισσότερα νοικοκυριά και οι δύο γονείς είναι εργαζόμενοι. Αυτό έχει ως συνέπεια να είναι πιο δύσκολος ο οικογενειακός προγραμματισμός, γεγονός που έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη διατροφή. Ενδεικτικά ορισμένα διατροφικά προβλήματα που δημιουργούνται εξαιτίας της έλλειψης χρόνου και δυσκολίας οικογενειακού προγραμματισμού είναι:
- Λόγω πίεσης χρόνου, τα παιδιά δεν τρώνε πρωινό και έχουν ακατάστατα γεύματα.
- Σερβίρουν μόνα τους το μεσημεριανό, επομένως δεν υπάρχει έλεγχος της ποσότητας, ενώ η διαδικασία του γεύματος δεν γίνεται σε επίπεδο οικογένειας αλλά ατομικά.
- Καταναλώνεται συχνά φαγητό απέξω.
- Τα παιδιά διαθέτουν χρήματα για την αγορά τροφίμων από την καντίνα του σχολείου ή το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Εκεί τα περισσότερα τρόφιμα είναι πλούσια σε λίπος, ζάχαρη και αλάτι, συστατικά που υποβαθμίζουν την ποιότητα, όμως τα κάνουν πιο δελεαστικά για τους μικρούς καταναλωτές.
- Οι γονείς λόγω της έλλειψης χρόνου υποκύπτουν συχνά στις απαιτήσεις του παιδιού, ετοιμάζοντας «ειδικό» φαγητό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται σημαντικά η ποικιλία στη διατροφή.
- Τα παιδιά μένουν πολλές ώρες μόνα στο σπίτι, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει έλεγχος της ποσότητας και του είδους τροφίμων που καταναλώνουν.
«Απαγορευμένα» τρόφιμα και τρόφιμα ως επιβράβευση/ανταμοιβή
Συχνά οι γονείς προκειμένου να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τα γλυκά, τα αλμυρά σνακ και τα αναψυκτικά, δεν τα βάζουν καθόλου στο σπίτι και δεν αφήνουν τα παιδιά τους να τα καταναλώνουν. Όμως το μόνο που καταφέρνουν με αυτό τον τρόπο είναι να τα κάνουν πιο δελεαστικά, καθώς τα «απαγορευμένα» τρόφιμα αυτόματα γίνονται και πιο επιθυμητά. Αντίθετα, η παρουσίαση και διαθεσιμότητα τους σαν συνηθισμένα τρόφιμα, τα οποία ωστόσο πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο, βοηθά τα παιδιά να μάθουν πώς να τα εντάσσουν στη διατροφή τους χωρίς υπερβολές.
Επίσης, η χρήση τροφίμων και ποτών ως μέσα επιβράβευσης, τιμωρίας ή υποκατάστασης της γονικής παρουσίας μπορεί να καλλιεργήσει στο παιδί την αίσθηση ότι το φαγητό αποτελεί μέσο ικανοποίησης ή είναι υποκατάστατο άλλων πραγμάτων όπως η ανθρώπινη παρουσία. Η τακτική αυτή εφαρμόζεται και από τους ενήλικες, αφού συχνά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το φαγητό για να καλύψουν άλλα συναισθήματα (στεναχώρια, άγχος, βαρεμάρα κλπ). Σαν συνέπεια όταν βρεθούν σε κάποια όχι ευχάριστη κατάσταση, καταφεύγουν στο φαγητό αναζητώντας την «παρηγοριά» που θυμούνται (ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα) ότι τους προσφέρει π.χ. η κατανάλωση κάποιου γλυκού. Η απόκτηση αυτής της συνήθειας ξεκινά από μικρή ηλικία. Τα περισσότερα παιδιά βιώνουν κάποια στιγμή στη ζωή τους την κατανάλωση γλυκών σαν επιβράβευση καλής συμπεριφοράς από τον περίγυρο τους. Κλασικό παράδειγμα η προσφορά γλυκού με στόχο την κατανάλωση κάποιου φαγητού ή σαν επιβράβευση καλής συμπεριφοράς (π.χ. «αν φας τις φακές σου, θα σου πάρω σοκολάτα»), ή και το αντίθετο («ήσουν κακό παιδί, άρα δεν έχει παγωτό»). Φυσικά, δε σημαίνει ότι απαγορεύονται οι σοκολάτες και τα παγωτά, αφού σε μια ισορροπημένη διατροφή δεν υπάρχουν απαγορευμένα τρόφιμα, απλώς η χρήση τους ως ανταμοιβή/επιβράβευση δίνει λάθος μήνυμα. Αυτό μπορεί να γίνει και στην περίπτωση που το παιδί βλέπει τον γονιό του να εφαρμόζει αυτή την πρακτική π.χ. να τρώει όταν είναι στεναχωρημένος ή αγχωμένος, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε -ειδικά για τα μικρά παιδιά- οι γονείς αποτελούν το σημαντικότερο πρότυπο προς μίμηση.
Όλες οι παραπάνω συνήθειες όταν γίνονται συστηματικά, οδηγούν στο λεγόμενο “comfort eating” (ή σε ελεύθερη μετάφραση «φαγητό παρηγοριάς»), το οποίο σχετίζεται τόσο με την παχυσαρκία όσο και με διατροφικές διαταραχές (π.χ. βουλιμία).
Ο ρόλος του παππού και της γιαγιάς
Στην ελληνική κοινωνία είναι συχνό φαινόμενο το παιδί να περνά αρκετό χρόνο με τον παππού και τη γιαγιά, οι οποίοι άθελα τους, συχνά συνεισφέρουν στις κακές διατροφικές συνήθειες και στην αύξηση βάρος των παιδιών. Μαθημένοι από την εποχή τους, όπου το υπερβάλλον βάρος ήταν ένδειξη υγείας και υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, διατηρούν ακόμα την νοοτροπία ότι ένα παχουλό παιδί «θα ψηλώσει» και δεν μπορούν εύκολα να συνειδητοποιήσουν ότι με το να ταΐζουν παραπάνω τα εγγόνια τους, τα βλάπτουν. Έτσι, συχνά τους προσφέρουν γενναίες μερίδες φαγητού και τα «κακομαθαίνουν» με γλυκά και σοκολάτες με τη δικαιολογία ότι «τα παιδιά πρέπει να τρώνε για να μεγαλώσουν».
Ο ρόλος του σχολείου
Οι συνήθειες στο σχολικό περιβάλλον αποτελούν σημαντικό κομμάτι της καθημερινής διατροφής των παιδιών. Δυστυχώς, οι διαθέσιμες επιλογές από το κυλικείο είναι στην πλειοψηφία τους φτωχές, η προετοιμασία κολατσιού από το σπίτι είναι συχνά δύσκολη λόγω έλλειψης χρόνου/προγραμματισμού, ενώ πολλά παιδιά ντρέπονται να πάρουν από σπίτι κάποιο υγιεινό σνακ, αφού οι συμμαθητές τους εύκολα θα σχολιάσουν δυσμενώς μια τέτοια επιλογή. Ειδικά τα υπέρβαρα παιδιά ορισμένες φορές δεν τρώνε τίποτα στο σχολείο, γιατί ντρέπονται και φοβούνται μήπως σχολιαστούν από τους συμμαθητές τους. Με δεδομένο ότι πολλά σχολεία πλέον λειτουργούν μέχρι αργά το μεσημέρι (π.χ. ολοήμερα δημοτικά) χωρίς να διαθέτουν κατάλληλες υποδομές (π.χ. εστιατόριο), οι παραπάνω συνθήκες κάνουν πολύ δύσκολη την εφαρμογή υγιεινών διατροφικών επιλογών στο χώρο του σχολείου.
Ελεύθερος χρόνος
Σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο στην εξωσχολική μελέτη: 57% των παιδιών μελετούν εκτός σχολείου πάνω από 3 ώρες την ημέρα, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι μόλις 19%. Πραγματικά, πολλά Ελληνόπουλα έχουν τόσο φορτωμένο πρόγραμμα –ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, μελέτη στο σπίτι- ώστε τρώνε το μεσημεριανό στο πόδι, δυσκολεύονται να εντάξουν σνακ μεταξύ των γευμάτων και το βραδινό τους καταναλώνεται αργά, όταν τα μαθήματα τελειώσουν. Από την άλλη το Σαββατοκύριακο υπάρχει περισσότερος χρόνος, αλλά και περισσότερες «ειδικές περιστάσεις»: επίσκεψη στον παππού και στη γιαγιά, παιδικό πάρτυ, σινεμά και φαγητό εκτός σπιτιού είναι ορισμένες από τις δραστηριότητες που «σαμποτάρουν» την προσπάθεια για ισορροπημένη διατροφή. Επιπλέον, η παρακολούθηση τηλεόρασης συχνά συνοδεύεται με την κατανάλωση παχυντικών σνακ και αναψυκτικών αλλά και την έκθεση σε διαφημίσεις τροφίμων πρόχειρου φαγητού που κατευθύνουν τις επιλογές των παιδιών.
Φυσική δραστηριότητα / αδράνεια
Πέρα από τη διατροφή, η άλλη βασική αιτία των υψηλών επιπέδων παιδικής παχυσαρκίας είναι η μειωμένη φυσική δραστηριότητα. Γιατί όμως τα παιδιά σήμερα δεν ασκούνται;
Καταρχήν, οι ευκαιρίες για άσκηση είναι σημαντικά μειωμένες σε σχέση με παλαιότερα. Η γυμναστική στο σχολείο τείνει να εκλείψει, το ίδιο και το παιχνίδι στη γειτονιά, αφού για λόγους ασφάλειας οι γονείς σπάνια αφήνουν τα παιδιά τους να παίξουν στο δρόμο. Επίσης, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τα Ελληνόπουλα μετά το σχολείο έχουν ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, συχνά μελετούν για την επομένη μέχρι αργά το βράδυ και στα κενά τους μόνο που θέλουν να κάνουν είναι να δουν τηλεόραση.
Από την άλλη μεριά, οι διαθέσιμες αθλητικές εγκαταστάσεις είναι λίγες, οπότε ακόμα και αν ένα παιδί θέλει να κάνει κάποιο σπορ, συχνά δεν υπάρχει διαθεσιμότητα σε κοντινή απόσταση, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να ενταχθεί η δραστηριότητα στο πρόγραμμα του. Το κόστος είναι ένα ακόμα εμπόδιο αφού οι περισσότερες δραστηριότητες προσφέρονται ιδιωτικά. Επίσης, οι ευκαιρίες για περπάτημα έχουν ελαχιστοποιηθεί, αφού οι περισσότερες οικογένειες χρησιμοποιούν αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις τους, αφενός για να προλαβαίνουν όλες τις υποχρεώσεις, αφετέρου για λόγους ασφαλείας (φοβούνται π.χ. να αφήσουν το παιδί να πάει με τα πόδια μέχρι το φροντιστήριο). Ταυτόχρονα διάφορα μηχανήματα (όπως οι ανελκυστήρες, οι κυλιόμενες σκάλες ακόμα και το τηλεκοντρόλ) μειώνουν περαιτέρω τις ευκαιρίες για κίνηση.
Έτσι λοιπόν, όταν ένα παιδί είναι όλο το πρωί κλεισμένο σε μια τάξη, το απόγευμα έχει να διαβάσει, δεν κάνει κάποιο άθλημα, και δεν μπορεί να βγει έξω να παίξει, τι θα επιλέξει να κάνει όταν έχει ελεύθερο χρόνο; Η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι να δει τηλεόραση ή να παίξει βιντεοπαιχνίδια.
Η συσχέτιση της παρακολούθησης τηλεόρασης με την παιδική παχυσαρκία έχει να κάνει τόσο με τη σωματική αδράνεια που τη συνοδεύει, όσο και με την κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε ζάχαρη και λιπαρά κατά την παρακολούθηση εκπομπών και την έκθεση των παιδιών σε διαφημίσεις πρόχειρου φαγητού και σνακ. Επίσης, η προβολή προτύπων μίμησης που βασίζονται σε ήρωες παιδικών εκπομπών ή αθλητών οι οποίοι καταναλώνουν τρόφιμα και ποτά τα οποία δεν είναι διατροφικά ισορροπημένα, επηρεάζουν αρνητικά τις επιλογές των παιδιών. Τέλος, η ενασχόληση με τους υπολογιστές, το σερφάρισμα στο ιντερνέτ και τα βιντεοπαιχνίδια συνεισφέρουν περαιτέρω στα χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και παγιώνουν από μικρή ηλικία συνήθειες καθιστικής ζωής που οι προηγούμενες γενιές απέκτησαν πολύ αργότερα.
Συμπέρασμα
Από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολυδιάστατο και η επίλυση του προϋποθέτει αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: άτομο, οικογένεια, κοινωνία, περιβάλλον. Η καλύτερη κατανόηση των αιτιών του φαινομένου μπορεί να βοηθήσει στην αναζήτηση ενός αποτελεσματικού τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος.
Πρωτοβουλία
Στα εξωτερικά ιατρεία της Α' Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία» λειτουργεί δωρεάν κάθε Τρίτη 9.00 π.μ. – 14.00 μ.μ. Ιατρείο Παιδικής Παχυσαρκίας. Το Ιατρείο δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Καθηγητή κυρίου Γεωργίου Χρούσου και της Παιδιάτρου κυρίας Νένης Περβανίδου. Λειτουργεί ανεπίσημα από τον Ιανουάριο 2003 και επίσημα από τον Ιανουάριο 2004.
Στο Ιατρείο υπάρχει ομάδα παιδιάτρων, παιδοαναπτυξιολόγου, παιδοενδοκρινολόγου, παιδοδιαιτολόγων και παιδοψυχολόγου. Οι γονείς μπορούν να κλείσουν ραντεβού στο 1535 και στο 2107467009-10 ή να περάσουν από το Ιατρείο τις ώρες λειτουργίας.
Μαρία Κολοτούρου
Κλινική Διαιτολόγος–Διατροφολόγος, MSc,
Με την επιμέλεια του Πανελλήνιου Συλλόγου Διαιτολόγων
www.dietforall.gr
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...