Κορτιζόλη: Ένας Δείκτης Χρόνιου Στρες Στα Μαλλιά


Οι επαγγελματικές δυσκολίες, το άγχος στην δουλειά, οι οικονομικές δυσχέρειες και τα προβλήματα στις εργασιακές και προσωπικές σχέσεις μπορεί σταδιακά να οδηγήσουν σε αύξηση του στρες. Επίσης, είναι ήδη γνωστό, ότι το χρόνιο στρες μπορεί με την σειρά του να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κινδύνου για εκδήλωση εμφράγματος, εγκεφαλικού ή άλλου καρδιαγγειακού νοσήματος. Μέχρι σήμερα, όμως, δεν είχε αποκαλυφθεί ο σύνδεσμος μεταξύ χρόνιου στρες και καρδιακής νόσου. Μόλις πρόσφατα, μια νέα δημοσίευση έδειξε, ότι υψηλά επίπεδα στις τρίχες των μαλλιών μιας ορμόνης, της κορτιζόλης, η οποία σχετίζεται με το χρόνιο στρες, αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Στο παρελθόν, η κορτιζόλη ανιχνεύονταν στο αίμα, στα ούρα και στο σάλιο. Αυτές, όμως οι τιμές έδιναν ένα μέτρο του στρες την συγκεκριμένη στιγμή. Η διαφορά με την μέτρηση της κορτιζόλης των μαλλιών είναι ότι αυτή παρέχει μια μακροχρόνια εκτίμηση του επιπέδου του στρες. Τα μαλλιά μακραίνουν με ρυθμό περίπου ενός εκατοστού τον μήνα, έτσι για παράδειγμα η μέτρηση ενός δείγματος τριχών τριών εκατοστών δίνει την δυνατότητα εκτίμησης του στρες για διάστημα τριών μηνών.

Μάλιστα, στην προαναφερθείσα μελέτη, τα επίπεδα κορτιζόλης των μαλλιών είχαν μεγαλύτερη προγνωστική αξία για την εκδήλωση ενός καρδιακού επεισοδίου σε σχέση με άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου όπως είναι το κάπνισμα, η υψηλή αρτηριακή πίεσης και τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης του αίματος. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα όσα πιστεύαμε μέχρι τώρα, σύμφωνα με οποία το στρες είναι μεν παράγοντας αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά όχι από τους μείζονες. Η νέα αυτή μελέτη έδειξε, ότι το στρες είναι, ίσως, ο ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου.

Η κορτιζόλη είναι μια ορμόνη που φυσιολογικά παράγεται στον οργανισμό μας σε καταστάσεις αυξημένου κινδύνου. Όταν το σώμα μας νιώθει ότι απειλείται και πρέπει να αμυνθεί ή να απομακρυνθεί, η στιγμιαία αύξηση των επιπέδων κορτιζόλης βοηθάει στο να αντιδράσει αποτελεσματικά στον κίνδυνο. Η μακροχρόνια, όμως, αύξηση των επιπέδων κορτιζόλης φαίνεται, ότι μπορεί να έχει δυσμενή επίδραση στην υγεία. Και αυτό γιατί η συστηματική αύξηση της κορτιζόλης προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης, του σακχάρου των λιπιδίων και των θρομβώσεων.

Οι γνωστοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, σε εκείνους που μπορούν να ρυθμιστούν, όπως η υπέρταση, το κάπνισμα, η υπερχοληστερολαιμία και ο σακχαρώδης διαβήτης και σε εκείνους που δεν μπορούν να ελεγχθούν, όπως το φύλο και η ηλικία. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα αν είναι δυνατόν να ελεγχθούν τα επίπεδα της κορτιζόλης. Μέχρι στιγμής δεν ξέρουμε αν η κορτιζόλη μπορεί να μειωθεί, παραδείγματος χάριν, με μέτρα κατά του στρες. Άλλωστε και οι εξετάσεις για την μέτρηση της κορτιζόλης στις τρίχες των μαλλιών δεν είναι ακόμα δυνατόν να εφαρμοστούν σε ευρεία κλίμακα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για να δοθούν συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες. Γι’ αυτό, για την ώρα εκείνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να ελέγχει τους υπόλοιπους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και να προσπαθεί να επιτύχει τους στόχους του ελαχιστοποιώντας όσο το δυνατό περισσότερο το άγχος, το στρες, τον θυμό και την υπερένταση.


Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών



    Στην κορυφή