Κλιματικές μεταβολές και καρδιαγγειακή νόσος


Οι κλιματικές μεταβολές φαίνεται ότι επηρεάζουν σημαντικά την ανθρώπινη υγεία. Το πρόβλημα αυτό έχει γίνει ιδιαίτερα έντονο τα τελευταία χρόνια. Κατά τη διάρκεια της 3ης συνδιάσκεψης υπουργών της Ε.Ε. «Για την υγεία και τις κλιματικές μεταβολές», που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1999, επισημάνθηκε ο επερχόμενος, για τη δημόσια υγεία, κίνδυνος. Υπάρχουν, πια, ισχυρές ενδείξεις που συνδέουν τη θερμοκρασία με τη θνησιμότητα αλλά και τις εισαγωγές στα νοσοκομεία, ειδικότερα στα ηλικιωμένα άτομα. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα έχει υποστηριχθεί ότι θερμοκρασίες γύρω στους 23° C αποτελούν ιδανικές συνθήκες για ελάχιστη θνησιμότητα.

Η σχέση, όμως, των κλιματικών μεταβολών με την καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα δεν είχε ιδιαίτερα μελετηθεί. Παλιότερη επιδημιολογική μελέτη που διεξήχθη στο Λεκανοπέδιο της Αττικής κατά τα έτη 2000 - 2002 ανέδειξε ότι υπάρχει σχέση των ημερήσιων κλιματικών μεταβολών με τις εισαγωγές από καρδιοαγγειακά νοσήματα στα νοσοκομεία του Λεκανοπεδίου της Αττικής. Πιο συγκεκριμένα η αύξηση των εισαγωγών σχετίζεται με πτώση της μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας και αύξηση της σχετικής υγρασίας. Η ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι υπάρχει αντίστροφη σχέση του αριθμού των εισαγωγών με τη μέση ημερήσια θερμοκρασία, που σημαίνει ότι χαμηλές θερμοκρασίες σχετίζονταν με αυξημένες εισαγωγές στα νοσοκομεία του Λεκανοπεδίου. Η σχέση αυτή φαίνεται να είναι εντονότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες και στους ηλικιωμένους. Χαρακτηριστικά διαπιστώθηκε ότι 1°C πτώση στη μέση ημερήσια θερμοκρασία σχετιζόταν με 4% αύξηση των ημερήσιων εισαγωγών από καρδιαγγειακά νοσήματα.

Αναφορικά με την υγρασία, η σχέση με τον αριθμό εισαγωγών από καρδιαγγειακά αίτια είναι θετική, που σημαίνει ότι ημέρες με αυξημένη υγρασία σχετίζονται με αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα. Οπως και με τη θερμοκρασία η σχέση με την υγρασία είναι εντονότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.

Τα ευρήματα αυτά συμφωνούν με αυτά άλλων μελετών ιδιαίτερα στις χώρες της εύκρατης ζώνης. Για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία 2% αύξηση στη θνησιμότητα συσχετίστηκε με 1 βαθμό πτώση της μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας. Αλλοι ερευνητές στις ΗΠΑ βρήκαν σχέση της μειωμένης θερμοκρασίας με καρδιαναπνευστικά προβλήματα ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Ενας πιθανολογούμενος παθοφυσιολογικός μηχανισμός είναι ότι η χαμηλή θερμοκρασία δημιουργεί αγγειοσυστολή, η οποία αυξάνει την αρτηριακή πίεση. Επιπλέον οι χαμηλές θερμοκρασίες σχετίζονται με αύξηση των κατεχολαμινών που οδηγούν σε αύξηση του καρδιακού ρυθμού. Ο συνδυασμός της αυξημένης καρδιακής λειτουργίας και της περιφερειακής αντίστασης σχετίζεται με αυξημένη ανάγκη πρόσληψης οξυγόνου και πιθανότατα ισχαιμικής αντίδρασης στο ευπρόσβλητο, πλέον, μυοκάρδιο (κάτι ανάλογο με το «βάπτισμα» σε κρύο νερό που σχετίζεται με αυξημένη μεταβλητότητα της αρτηριακής πίεσης).

Εν τούτοις, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχουν ενδείξεις για αιτιολογικές συσχετίσεις. Παράλληλα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η σχέση των κλιματικών συνθηκών με τους διάφορους ατμοσφαιρικούς ρύπους. Ετσι, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη διερεύνηση των μηχανισμών με τους οποίους οι κλιματικές συνθήκες επηρεάζουν την καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα. Παρ' όλα αυτά τα προβλήματα που προκαλούν οι κλιματικές μεταβολές στην υγεία των πολιτών είναι πλέον ορατά. Εχει έρθει λοιπόν η στιγμή να συνεργαστούν οι διάφοροι περιβαλλοντικοί φορείς με τις καρδιολογικές οργανώσεις στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής ρύπανσης και την προστασία των πολιτών από τις καρδιαγγειακές επιπτώσεις που επιφέρει η ρύπανση.

Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών


    Στην κορυφή