Κατάθλιψη: Επηρεάζει την Καρδιά
Η κατάθλιψη είναι μια πάθηση, η οποία επηρεάζει τον τρόπο που ένα άτομο νιώθει, σκέφτεται και δρα. Ένα άτομο που πάσχει από κατάθλιψη έχει λιγότερη ενεργητικότητα, χάνει το ενδιαφέρον του για τις καθημερινές του δραστηριότητες και μπορεί να νιώθει δυσαρέσκεια και στενοχώρια για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στην εποχή μας δυστυχώς, η κατάθλιψη είναι μια συχνή πάθηση και προσβάλλει εξίσου άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών.
Παρ’ ότι, όμως, η κατάθλιψη αφορά στην ψυχική σφαίρα, έχει αποδειχτεί, ότι αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης δυνητικά θανατηφόρων καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, λόγω παραμέλησης της υγείας και ανθυγιεινού τρόπου ζωής (κάπνισμα, καθιστική ζωή, κατανάλωση αλκοόλ και τροφών πλούσιων σε λιπαρά).
Επίσης, τα άτομα με καρδιοπάθειες, όπως στεφανιαία νόσο ή καρδιακή ανεπάρκεια πάσχουν συχνά από κατάθλιψη με συνέπεια να μην ακολουθούν πάντα σωστά τις ιατρικές οδηγίες και να μην παίρνουν συστηματικά την χορηγηθείσα φαρμακευτική αγωγή. Γι’ αυτό είναι σημαντική η αναγνώριση των σημείων και συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Μόνο έτσι θα μπορέσει το άτομο που πάσχει, να αναζητήσει και να λάβει την κατάλληλη βοήθεια για να το ξεπεράσει.
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, τα άτομα με κατάθλιψη να ντρέπονται και να μην παραδέχονται την πάθησή τους. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η κατάθλιψη είναι αποτέλεσμα μεταβολών στις φυσιολογικές συγκεντρώσεις ορισμένων χημικών ουσιών στον εγκέφαλο και όχι αδυναμίας του χαρακτήρα ή «τρέλας». Δηλαδή, δεν φταίει κανείς που πάσχει από κατάθλιψη, όπως δεν φταίει που πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση ή καρκίνο. Πολλά και διαφορετικά αίτια μπορεί να πυροδοτήσουν την εκδήλωση της κατάθλιψης. Σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζεται μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, όπως το αγγειακό εγκεφαλικό, το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή την διενέργεια αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (μπάι πας). Ενίοτε, μπορεί να παρουσιαστεί κατάθλιψη μετά από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, την διάλυση μιας μακροχρόνιας σχέσης, την αντιμετώπιση σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Επίσης, μπορεί να πάσχουν από κατάθλιψη και άλλα άτομα στην ίδια οικογένεια, δηλαδή να είναι κληρονομική.
Η κατάθλιψη μπορεί σε κάθε άτομο να εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο. Άλλα άτομα νιώθουν αβοήθητα και λυπημένα, άλλα νιώθουν αποθαρρυμένα, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και ενεργητικότητα. Ακόμα, μπορεί εκδηλωθεί με απώλεια ή αύξηση του σωματικού βάρους, διαταραχές του ύπνου, νευρικότητα, αίσθημα μόνιμης κόπωσης, αδυναμία συγκέντρωσης ή λήψης αποφάσεων, διαταραχές μνήμης και σε βαριές περιπτώσεις με τάσεις αυτοκτονίας.
Η κατάθλιψη δεν είναι σπάνια πάθηση, αλλά δυστυχώς ούτε τα μισά άτομα που πάσχουν δεν λαμβάνουν την κατάλληλη αγωγή, παρ’ όλο που μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία.
Πολλές φορές αρκεί μόνο η ψυχοθεραπεία, της οποίας ο ρόλος είναι ιδιαίτερα σημαντικός κυρίως στην τομέα της πρόληψης των υποτροπών.
Ενίοτε, όμως είναι αναγκαία και η λήψη αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Επιπλέον, έχει αποδειχτεί, ότι εκείνο που βοηθάει τα άτομα με κατάθλιψη είναι η έναρξη ενός συστηματικού προγράμματος άσκησης, το οποίο θα αυξήσει το αίσθημα ευεξίας και θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής.
Φυσικά, η διάγνωση της κατάθλιψης είναι κλινική και υπεύθυνος για την διάγνωση είναι ο ειδικός ψυχίατρος, ο οποίος θα κάνει τον απαιτούμενο εργαστηριακό έλεγχο προς αποκλεισμό κάποιας πρωτογενούς σωματικής διαταραχής. Εντούτοις, συχνά ο πρώτος γιατρός με τον οποίο θα έρθει σε επαφή ένα άτομο είναι ο οικογενειακός γιατρός, ο παθολόγος ή ο καρδιολόγος.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό τα άτομα που πάσχουν από οποιοδήποτε νόσημα να ενημερώνουν τον γιατρό τους όχι μόνο για τα συμπτώματα της πάθησής τους, αλλά και για την εμφάνιση οποιασδήποτε αλλαγής στην διάθεση, στον ύπνο ή στην συμπεριφορά γενικότερα.
Χριστόδουλος Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας, διευθυντής Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» Γ.Ν.Α..
Clinical Professor of Medicine, Emory University School of Medicine, Atlanta, Georgia, USA
Στην εποχή μας δυστυχώς, η κατάθλιψη είναι μια συχνή πάθηση και προσβάλλει εξίσου άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών.
Παρ’ ότι, όμως, η κατάθλιψη αφορά στην ψυχική σφαίρα, έχει αποδειχτεί, ότι αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης δυνητικά θανατηφόρων καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, λόγω παραμέλησης της υγείας και ανθυγιεινού τρόπου ζωής (κάπνισμα, καθιστική ζωή, κατανάλωση αλκοόλ και τροφών πλούσιων σε λιπαρά).
Επίσης, τα άτομα με καρδιοπάθειες, όπως στεφανιαία νόσο ή καρδιακή ανεπάρκεια πάσχουν συχνά από κατάθλιψη με συνέπεια να μην ακολουθούν πάντα σωστά τις ιατρικές οδηγίες και να μην παίρνουν συστηματικά την χορηγηθείσα φαρμακευτική αγωγή. Γι’ αυτό είναι σημαντική η αναγνώριση των σημείων και συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Μόνο έτσι θα μπορέσει το άτομο που πάσχει, να αναζητήσει και να λάβει την κατάλληλη βοήθεια για να το ξεπεράσει.
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, τα άτομα με κατάθλιψη να ντρέπονται και να μην παραδέχονται την πάθησή τους. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η κατάθλιψη είναι αποτέλεσμα μεταβολών στις φυσιολογικές συγκεντρώσεις ορισμένων χημικών ουσιών στον εγκέφαλο και όχι αδυναμίας του χαρακτήρα ή «τρέλας». Δηλαδή, δεν φταίει κανείς που πάσχει από κατάθλιψη, όπως δεν φταίει που πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση ή καρκίνο. Πολλά και διαφορετικά αίτια μπορεί να πυροδοτήσουν την εκδήλωση της κατάθλιψης. Σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζεται μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, όπως το αγγειακό εγκεφαλικό, το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή την διενέργεια αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (μπάι πας). Ενίοτε, μπορεί να παρουσιαστεί κατάθλιψη μετά από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, την διάλυση μιας μακροχρόνιας σχέσης, την αντιμετώπιση σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Επίσης, μπορεί να πάσχουν από κατάθλιψη και άλλα άτομα στην ίδια οικογένεια, δηλαδή να είναι κληρονομική.
Η κατάθλιψη μπορεί σε κάθε άτομο να εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο. Άλλα άτομα νιώθουν αβοήθητα και λυπημένα, άλλα νιώθουν αποθαρρυμένα, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και ενεργητικότητα. Ακόμα, μπορεί εκδηλωθεί με απώλεια ή αύξηση του σωματικού βάρους, διαταραχές του ύπνου, νευρικότητα, αίσθημα μόνιμης κόπωσης, αδυναμία συγκέντρωσης ή λήψης αποφάσεων, διαταραχές μνήμης και σε βαριές περιπτώσεις με τάσεις αυτοκτονίας.
Η κατάθλιψη δεν είναι σπάνια πάθηση, αλλά δυστυχώς ούτε τα μισά άτομα που πάσχουν δεν λαμβάνουν την κατάλληλη αγωγή, παρ’ όλο που μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία.
Πολλές φορές αρκεί μόνο η ψυχοθεραπεία, της οποίας ο ρόλος είναι ιδιαίτερα σημαντικός κυρίως στην τομέα της πρόληψης των υποτροπών.
Ενίοτε, όμως είναι αναγκαία και η λήψη αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Επιπλέον, έχει αποδειχτεί, ότι εκείνο που βοηθάει τα άτομα με κατάθλιψη είναι η έναρξη ενός συστηματικού προγράμματος άσκησης, το οποίο θα αυξήσει το αίσθημα ευεξίας και θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής.
Φυσικά, η διάγνωση της κατάθλιψης είναι κλινική και υπεύθυνος για την διάγνωση είναι ο ειδικός ψυχίατρος, ο οποίος θα κάνει τον απαιτούμενο εργαστηριακό έλεγχο προς αποκλεισμό κάποιας πρωτογενούς σωματικής διαταραχής. Εντούτοις, συχνά ο πρώτος γιατρός με τον οποίο θα έρθει σε επαφή ένα άτομο είναι ο οικογενειακός γιατρός, ο παθολόγος ή ο καρδιολόγος.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό τα άτομα που πάσχουν από οποιοδήποτε νόσημα να ενημερώνουν τον γιατρό τους όχι μόνο για τα συμπτώματα της πάθησής τους, αλλά και για την εμφάνιση οποιασδήποτε αλλαγής στην διάθεση, στον ύπνο ή στην συμπεριφορά γενικότερα.
Χριστόδουλος Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας, διευθυντής Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» Γ.Ν.Α..
Clinical Professor of Medicine, Emory University School of Medicine, Atlanta, Georgia, USA