Καρδιογενές Σοκ: Μια Απειλητική Για την Ζωή Κατάσταση
Το καρδιογενές σοκ είναι μια κατάσταση κατά την οποία η καρδιά ξαφνικά αδυνατεί να αντλήσει την απαιτούμενη ποσότητα αίματος και να ικανοποιήσει τις ανάγκες των ιστών σε οξυγόνο. Η συγκεκριμένη κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή, και χρήζει επείγουσας ιατρικής αντιμετώπισης γιατί μπορεί να αποβεί μοιραία για την ζωή του ασθενούς. Η πιο συχνή αιτία καρδιογενούς σοκ είναι το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Κατά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου καρδιογενές σοκ επέρχεται, όταν ένα μεγάλο μέρος της καρδιάς δεν λειτουργεί ή γίνεται ρήξη του ελευθέρου τοιχώματος τμήματος της καρδιά ή γίνεται ρήξη κάποιων σχηματισμών που κρατούν τις βαλβίδες της καρδιάς στεγανές. Δεν σημαίνει, ότι κάθε ασθενής με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου θα εμφανίσει και καρδιογενές σοκ,.
Όμως, το καρδιογενές σοκ είναι η συχνότερη αιτία ενδονοσοκομειακών θανάτων μετά από έμφραγμα. Άλλες αιτίες καρδιογενούς σοκ είναι οι μυοκαρδίτιδες, δηλαδή η φλεγμονή του μυοκαρδίου, οι ενδοκαρδίτιδες, οι κακοήθεις αρρυθμίες, ο καρδιακός επιπωματισμός, δηλαδή η συσσώρευση μεγάλης ποσότητας υγρού στην περικαρδική κοιλότητα και η πνευμονική εμβολή. Πιο συχνά στο καρδιογενές σοκ πάσχει η αριστερή κοιλία, δηλαδή η αριστερή κάτω κοιλότητα της καρδιάς. Πολύ σπανιότερα μπορεί πάσχει η δεξιά κοιλία. Σε αυτές τις περιπτώσεις η δεξιά κάτω κοιλότητα της καρδιάς αδυνατεί να στείλει το αίμα στους πνεύμονες, όπου οξυγονώνεται για να επιστρέψει στις αριστερές κοιλότητες της καρδιάς και στο υπόλοιπο σώμα.
Ο ιατρικός όρος σοκ αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία αίμα και οξυγόνο δεν φτάνουν σε σημαντικά όργανα του σώματος, όπως ο εγκέφαλος και τα νεφρά. Εκτός από το καρδιογενές σοκ υπάρχουν και άλλα ήδη σοκ εξίσου απειλητικά για την ζωή, όπως το υποογκαιμικό (π.χ. οξεία αιμορραγία) ή το αναφυλακτικό σοκ (αλλεργική αντίδραση μετά από λήψη φαρμάκου ή τροφής ή μετά από τσίμπημα εντόμου). Κατά το σοκ η αρτηριακή πίεση είναι πολύ χαμηλή. Αν το σοκ διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, η έλλειψη οξυγόνου αρχίζει να προκαλεί βλάβες στα κύτταρα των διαφόρων ιστών του σώματος και στα αντίστοιχα όργανα. Καθώς κάποια όργανα σταματούν να δουλεύουν μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα σε κάποιες λειτουργίες του σώματος. Αυτό μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω επιδείνωση του καρδιογενούς σοκ. Για παράδειγμα, όταν δεν δουλεύουν τα νεφρά δεν αποβάλλονται τοξικές για τον οργανισμό ουσίες και διαταράσσεται η ισορροπία των υγρών του σώματος. Επίσης, όταν δεν δουλεύει το ήπαρ (το συκώτι), δεν παράγονται απαραίτητες για την αιμόσταση πρωτεΐνες. Αν το σοκ δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, οι βλάβες γίνονται μη αναστρέψιμες και έτσι επέρχεται ο θάνατος. Τα συμπτώματα και τα σημεία του σοκ περιλαμβάνουν σύγχυση και πτώση του επιπέδου συνείδησης, ταχυκαρδία, έντονη εφίδρωση, ωχρότητα του δέρματος, ταχύπνοια, ολιγουρία ή ανουρία και ψυχρά χέρια και πόδια. Για την διάγνωση του καρδιογενούς σοκ είναι απαραίτητη η κλινική εξέταση η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, η μέτρηση των καρδιακών ενζύμων στο αίμα, η διενέργεια ηλεκτροκαρδιογραφήματος, ακτινογραφίας θώρακος και υπερηχογραφήματος καρδιάς.
Στο παρελθόν, το καρδιογενές σοκ είχε σχεδόν 100% θνησιμότητα. Τώρα πια, περίπου το 50% των ασθενών με καρδιογενές σοκ μπορεί να επιβιώσει. Αυτό οφείλεται στην καλύτερη και έγκαιρη αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και σημείων και στην βελτίωση των θεραπευτικών επιλογών, οι οποίες βοηθάνε στην αύξηση της λειτουργικότητας της καρδιακής αντλίας και στην αποκατάσταση επαρκούς ροής αίματος στα διάφορα όργανα του σώματος. Σε μερικές περιπτώσεις είναι απαραίτητη ή εμφύτευση επεμβατικά ή χειρουργικά ειδικών συσκευών υποστηρίξεις της λειτουργικότητας της καρδιάς.
Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Όμως, το καρδιογενές σοκ είναι η συχνότερη αιτία ενδονοσοκομειακών θανάτων μετά από έμφραγμα. Άλλες αιτίες καρδιογενούς σοκ είναι οι μυοκαρδίτιδες, δηλαδή η φλεγμονή του μυοκαρδίου, οι ενδοκαρδίτιδες, οι κακοήθεις αρρυθμίες, ο καρδιακός επιπωματισμός, δηλαδή η συσσώρευση μεγάλης ποσότητας υγρού στην περικαρδική κοιλότητα και η πνευμονική εμβολή. Πιο συχνά στο καρδιογενές σοκ πάσχει η αριστερή κοιλία, δηλαδή η αριστερή κάτω κοιλότητα της καρδιάς. Πολύ σπανιότερα μπορεί πάσχει η δεξιά κοιλία. Σε αυτές τις περιπτώσεις η δεξιά κάτω κοιλότητα της καρδιάς αδυνατεί να στείλει το αίμα στους πνεύμονες, όπου οξυγονώνεται για να επιστρέψει στις αριστερές κοιλότητες της καρδιάς και στο υπόλοιπο σώμα.
Ο ιατρικός όρος σοκ αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία αίμα και οξυγόνο δεν φτάνουν σε σημαντικά όργανα του σώματος, όπως ο εγκέφαλος και τα νεφρά. Εκτός από το καρδιογενές σοκ υπάρχουν και άλλα ήδη σοκ εξίσου απειλητικά για την ζωή, όπως το υποογκαιμικό (π.χ. οξεία αιμορραγία) ή το αναφυλακτικό σοκ (αλλεργική αντίδραση μετά από λήψη φαρμάκου ή τροφής ή μετά από τσίμπημα εντόμου). Κατά το σοκ η αρτηριακή πίεση είναι πολύ χαμηλή. Αν το σοκ διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, η έλλειψη οξυγόνου αρχίζει να προκαλεί βλάβες στα κύτταρα των διαφόρων ιστών του σώματος και στα αντίστοιχα όργανα. Καθώς κάποια όργανα σταματούν να δουλεύουν μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα σε κάποιες λειτουργίες του σώματος. Αυτό μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω επιδείνωση του καρδιογενούς σοκ. Για παράδειγμα, όταν δεν δουλεύουν τα νεφρά δεν αποβάλλονται τοξικές για τον οργανισμό ουσίες και διαταράσσεται η ισορροπία των υγρών του σώματος. Επίσης, όταν δεν δουλεύει το ήπαρ (το συκώτι), δεν παράγονται απαραίτητες για την αιμόσταση πρωτεΐνες. Αν το σοκ δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, οι βλάβες γίνονται μη αναστρέψιμες και έτσι επέρχεται ο θάνατος. Τα συμπτώματα και τα σημεία του σοκ περιλαμβάνουν σύγχυση και πτώση του επιπέδου συνείδησης, ταχυκαρδία, έντονη εφίδρωση, ωχρότητα του δέρματος, ταχύπνοια, ολιγουρία ή ανουρία και ψυχρά χέρια και πόδια. Για την διάγνωση του καρδιογενούς σοκ είναι απαραίτητη η κλινική εξέταση η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, η μέτρηση των καρδιακών ενζύμων στο αίμα, η διενέργεια ηλεκτροκαρδιογραφήματος, ακτινογραφίας θώρακος και υπερηχογραφήματος καρδιάς.
Στο παρελθόν, το καρδιογενές σοκ είχε σχεδόν 100% θνησιμότητα. Τώρα πια, περίπου το 50% των ασθενών με καρδιογενές σοκ μπορεί να επιβιώσει. Αυτό οφείλεται στην καλύτερη και έγκαιρη αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και σημείων και στην βελτίωση των θεραπευτικών επιλογών, οι οποίες βοηθάνε στην αύξηση της λειτουργικότητας της καρδιακής αντλίας και στην αποκατάσταση επαρκούς ροής αίματος στα διάφορα όργανα του σώματος. Σε μερικές περιπτώσεις είναι απαραίτητη ή εμφύτευση επεμβατικά ή χειρουργικά ειδικών συσκευών υποστηρίξεις της λειτουργικότητας της καρδιάς.
Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών