Καρδιακή ανεπάρκεια: Ιβαμπραδίνη - ένα νέο φάρμακο στον ορίζοντα
Η καρδιακή ανεπάρκεια, δηλαδή η αδυναμία της καρδιάς να στείλει επαρκή ποσότητα οξυγονωμένου αίματος στον εγκέφαλο και τα άλλα όργανα του σώματος, παραμένει από τις βασικές αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας, κυρίως στις δυτικού τύπου κοινωνίες. Η επίπτωσή της παρουσιάζει ανησυχητική αύξηση, λόγω της ανόδου του μέσου όρου ζωής, της γήρανσης του πληθυσμού και των σημαντικών εξελίξεων που σημειώθηκαν στην αντιμετώπιση των θανατηφόρων καρδιαγγειακών νοσημάτων τα τελευταία χρόνια. Μία από τις βασικές αιτιολογίες της καρδιακής ανεπάρκειας είναι το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Περίπου οι μισοί ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια θα καταλήξουν στα τέσσερα χρόνια από τη διάγνωση, ενώ το 25% των ασθενών θα εισαχθεί ξανά στο νοσοκομείο σε διάστημα 3 μηνών από την προηγούμενη νοσηλεία.
Γι' αυτό το λόγο σε παγκόσμιο επίπεδο δαπανάται πολύς χρόνος και διατίθενται τεράστια χρηματικά ποσά σε ερευνητικά κονδύλια για την ανακάλυψη φαρμακευτικών και μη φαρμακολογικών παρεμβάσεων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την αύξηση της επιβίωσης της συγκεκριμένης ομάδας ασθενών. Οι σύγχρονοι φαρμακευτικοί παράγοντες που είναι γνωστό μέχρι σήμερα ότι συμβάλλουν στην ευνοϊκή πρόγνωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια είναι οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, οι β-αναστολείς και οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης (σπειρονολακτόνη και επλερενόνη). Ανάλογα με την υποκείμενη αιτιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας και άλλα φάρμακα μπορεί να είναι απαραίτητα, όπως π.χ. τα αντιαιμοπεταλιακά και οι στατίνες σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή ανεπάρκεια. Στην παραπάνω λίστα ίσως έρχεται να προστεθεί ένα νέο φάρμακο που ονομάζεται ιβαμπραδίνη και το οποίο μειώνει την καρδιακή συχνότητα, αλλά με διαφορετικό μηχανισμό από εκείνο των β-αναστολέων. Η ιβαμπραδίνη χρησιμοποιείται ήδη στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση της σοβαρής σταθερής στηθάγχης, ενώ στην Αμερική δεν έχει πάρει ακόμα έγκριση.
Μια νέα μελέτη σε 6.500 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια έδειξε ότι η λήψη ιβαμπραδίνης έχει αποτέλεσμα τη μείωση της παραμονής στο νοσοκομείο και την ελάττωση του κινδύνου θανάτου. Πιο συγκεκριμένα, οι ασθενείς που έλαβαν αγωγή με ιβαμπραδίνη για διάστημα δύο ετών, σε σχέση με εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο, είχαν 18% λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιαγγειακό νόσημα ή να νοσηλευτούν στο νοσοκομείο λόγω επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας. Οι σοβαρές παρενέργειες ήταν λιγότερες στην ομάδα των ασθενών που τους χορηγήθηκε ιβαμπραδίνη, με εξαίρεση την εκσεσημασμένη βραδυκαρδία, η οποία παρατηρήθηκε σε ποσοστό 5% στους ασθενείς υπό ιβαμπραδίνη έναντι 1% στους ασθενείς με εικονικό φάρμακο. Μάλιστα, στη νέα αυτή μελέτη οι ερευνητές διαπίστωσαν την ευνοϊκή επίδραση της ιβαμπραδίνης στους 3 μόλις μήνες της χορήγησής της.
Τα παραπάνω ευρήματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Ομως, δεν παύουν να υπάρχουν ακόμα επιφυλάξεις, δεδομένου ότι, όπως όλες οι μελέτες, έτσι και η συγκεκριμένη έχει τους περιορισμούς και τα μειονεκτήματά της. Επιστήμονες που ασχολούνται ερευνητικά με την καρδιακή ανεπάρκεια τονίζουν ότι περαιτέρω μελέτες είναι απαραίτητες για να βγουν ολοκληρωμένα και ασφαλή συμπεράσματα, τα οποία θα εδραιώσουν την ιβαμπραδίνη ως ένα από τα απαραίτητα φάρμακα στην αντιμετώπιση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια.
Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Γι' αυτό το λόγο σε παγκόσμιο επίπεδο δαπανάται πολύς χρόνος και διατίθενται τεράστια χρηματικά ποσά σε ερευνητικά κονδύλια για την ανακάλυψη φαρμακευτικών και μη φαρμακολογικών παρεμβάσεων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την αύξηση της επιβίωσης της συγκεκριμένης ομάδας ασθενών. Οι σύγχρονοι φαρμακευτικοί παράγοντες που είναι γνωστό μέχρι σήμερα ότι συμβάλλουν στην ευνοϊκή πρόγνωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια είναι οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, οι β-αναστολείς και οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης (σπειρονολακτόνη και επλερενόνη). Ανάλογα με την υποκείμενη αιτιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας και άλλα φάρμακα μπορεί να είναι απαραίτητα, όπως π.χ. τα αντιαιμοπεταλιακά και οι στατίνες σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή ανεπάρκεια. Στην παραπάνω λίστα ίσως έρχεται να προστεθεί ένα νέο φάρμακο που ονομάζεται ιβαμπραδίνη και το οποίο μειώνει την καρδιακή συχνότητα, αλλά με διαφορετικό μηχανισμό από εκείνο των β-αναστολέων. Η ιβαμπραδίνη χρησιμοποιείται ήδη στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση της σοβαρής σταθερής στηθάγχης, ενώ στην Αμερική δεν έχει πάρει ακόμα έγκριση.
Μια νέα μελέτη σε 6.500 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια έδειξε ότι η λήψη ιβαμπραδίνης έχει αποτέλεσμα τη μείωση της παραμονής στο νοσοκομείο και την ελάττωση του κινδύνου θανάτου. Πιο συγκεκριμένα, οι ασθενείς που έλαβαν αγωγή με ιβαμπραδίνη για διάστημα δύο ετών, σε σχέση με εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο, είχαν 18% λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιαγγειακό νόσημα ή να νοσηλευτούν στο νοσοκομείο λόγω επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας. Οι σοβαρές παρενέργειες ήταν λιγότερες στην ομάδα των ασθενών που τους χορηγήθηκε ιβαμπραδίνη, με εξαίρεση την εκσεσημασμένη βραδυκαρδία, η οποία παρατηρήθηκε σε ποσοστό 5% στους ασθενείς υπό ιβαμπραδίνη έναντι 1% στους ασθενείς με εικονικό φάρμακο. Μάλιστα, στη νέα αυτή μελέτη οι ερευνητές διαπίστωσαν την ευνοϊκή επίδραση της ιβαμπραδίνης στους 3 μόλις μήνες της χορήγησής της.
Τα παραπάνω ευρήματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Ομως, δεν παύουν να υπάρχουν ακόμα επιφυλάξεις, δεδομένου ότι, όπως όλες οι μελέτες, έτσι και η συγκεκριμένη έχει τους περιορισμούς και τα μειονεκτήματά της. Επιστήμονες που ασχολούνται ερευνητικά με την καρδιακή ανεπάρκεια τονίζουν ότι περαιτέρω μελέτες είναι απαραίτητες για να βγουν ολοκληρωμένα και ασφαλή συμπεράσματα, τα οποία θα εδραιώσουν την ιβαμπραδίνη ως ένα από τα απαραίτητα φάρμακα στην αντιμετώπιση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια.
Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών