Ιογενείς Ηπατίτιδες: A, B, C, D, E


''Ηπατίτιδα'' σημαίνει φλεγμονή του ήπατος, δηλαδή του συκωτιού. Στον τίτλο του άρθρου χρησιμοποιήθηκε η λέξη “ιογενείς” για να δειχθεί ότι η αιτία της φλεγμονής για την οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, δεν οφείλεται σε μόλυνση με κοινά μικρόβια, τοξίνες, φάρμακα ή άλλα παρόμοια αίτια, αλλά σε ιούς. Υπάρχουν ιοί, όπως ο κυτταρομεγαλοϊός ή ο ιός Epstein-Barr της λοιμώδους μονοπυρήνωσης, που δεν έχουν κύριο στόχο τους το ήπαρ, αλλά το προσβάλουν παροδικά, μιμούμενοι την εικόνα οξείας ηπατίτιδας. Στο άρθρο αυτό δεν θα αναφερθούμε σε ηπατιτιδομιμιτικούς ιούς, που είναι πολλοί, αλλά σε ιούς που έχουν κύριο στόχο τους το ήπαρ και ελάχιστα ή καθόλου άλλα όργανα, τουλάχιστον στην αρχική φάση της λοίμωξης. Πρόκειται για τους καθαυτό ιούς της ιογενούς ηπατίτιδας που είναι γνωστοί με τα κεφαλαία γράμματα του λατινικού αλφαβήτου, A, B, C, D και E. Ξεχνώντας την αλφαβητική σειρά, θα αναφερθούμε σε αυτούς ανάλογα με τη σειρά σπουδαιότητας.




Ηπατίτιδα Β


Ο ιός ηπατίτιδας Β θα αναφερθεί πρώτος γιατί έχει ιδιαίτερη σημασία για τον τόπο μας. Η Ελλάδα είναι μία από τις Ευρωπαϊκές χώρες με τον υψηλότερο επιπολασμό, δηλαδή συχνότητα της χρόνιας λοίμωξης στον γενικό πληθυσμό. Όμως με την αναγνώριση της νόσου, των λεπτομερειών μετάδοσης καθώς και την διάθεση ειδικού εμβολίου από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο επιπολασμός της λοίμωξης, όπως δείχνουν νεώτερες μελέτες, έχει περιορισθεί πολύ, ιδιαίτερα όσον αφορά την τροφοδοσία της με νέα περιστατικά. Το πρόβλημα, όμως εξακολουθεί να υπάρχει, γιατί παραμένουν οι παλαιότεροι ασθενείς “φορείς” της νόσου, πολλοί από τους οποίους, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω, δεν γνωρίζουν καν ότι πάσχουν.
Ο ιός της ηπατίτιδας Β ανακαλύφθηκε από τον Αμερικανό γενετιστή Blumberg (βραβείο Νόμπελ Ιατρικής, 1976) κατά την διάρκεια μελετών του σε νησιά του Ειρηνικού την δεκαετία του ‘60. Ο Blumberg ανακάλυψε ένα νέο λεύκωμα, ένα «αντιγόνο» στο αίμα πολλών ιθαγενών και το θεώρησε αρχικά σαν ένα καινούργιο γενετικό παράγοντα. Το ονόμασε «αυστραλιανό αντιγόνο» από την περιοχή που διεξήγαγε την έρευνα. Μερικά χρόνια αργότερα διαπιστώθηκε ότι το «αυστραλιανό αντιγόνο» αποτελούσε το εξωτερικό περίβλημα ενός νέου ιού, του ιού ηπατίτιδας Β, που σχετιζόταν άμεσα με την λοιμώδη ηπατίτιδα. Η ανακάλυψη του νέου ιού ακολουθήθηκε ταχύτατα από πραγματικό καταρράκτη νέων ανακαλύψεων που σχετίζονταν με την διερεύνηση των βιολογικών χαρακτηριστικών του ιού και της στενής του σχέσης με την οξεία ή χρόνια ηπατίτιδα, την κίρρωση του ήπατος και τον ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι 350 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο είναι φορείς του ιού ηπατίτιδας Β και πολλοί περισσότεροι έχουν εργαστηριακές «ορολογικές» ενδείξεις φυσικής μόλυνσης με τον ιό ηπατίτιδας Β, χωρίς όμως να νοσούν. Το μεγαλύτερο μέρος των φορέων του ιού ηπατίτιδας Β εντοπίζεται στην Κίνα, τη νοτιοανατολική Ασία, την κεντρική Αμερική και την Αφρική, ενώ η Βόρεια και η Νότια Αμερική καθώς και η Βόρεια Ευρώπη αντιμετωπίζουν μικρότερο πρόβλημα. Ο επιπολασμός της ηπατίτιδας Β είναι επίσης υψηλός σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, της Α. Ευρώπης και σε χώρες της Βαλκανικής, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Μολδαβία. Η τελευταία αυτή αναφορά υπογραμμίζει το τρέχον πρόβλημα της αύξησης του επιπολασμού της ηπατίτιδας Β σε χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης εξ αιτίας της μαζικής μετανάστευσης τα τελευταία χρόνια οικονομικών μεταναστών και προσφύγων που προέρχονται από χώρες υψηλού επιπολασμού.
Η μόλυνση με τον ιό ηπατίτιδας Β γίνεται με τρύπημα του δέρματος ή με κάποιο άλλο τρόπο δίοδο δια του δέρματος ή των βλεννογόνων, μολυσμένου υλικού στον οργανισμό. Σεξουαλική μετάδοση είναι δυνατή και αποτελεί τον κυριότερο τρόπο μόλυνσης σε περιοχές χαμηλού επιπολασμού. Αντίθετα, σε χώρες ενδιάμεσου επιπολασμού, όπως η Ελλάδα, ή υψηλού επιπολασμού, όπως σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής, η ενδοοικογενειακή μετάδοση της νόσου κατέχει πρωτεύοντα ρόλο, όπως σημειώνουμε παρακάτω.
Η είσοδος του ιού στον οργανισμό προκαλεί στις περισσότερες περιπτώσεις οξεία ηπατίτιδα, η οποία γίνεται κλινικά αισθητή κυρίως στον ενήλικα και σπανιότερα στο παιδί. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κίτρινης χρώσης σε δέρμα και μάτια, δηλαδή ίκτερο, καστανέρυθρο χρωματισμό των ούρων και γενικά συμπτώματα, όπως ανορεξία, καταβολή δυνάμεων, ναυτία αποστροφή προς το κάπνισμα, κ.ά. Τα συμπτώματα αυτά δεν είναι ειδικά για την οξεία ηπατίτιδα Β, αλλά μπορεί να συνοδεύουν οξεία ηπατίτιδα από κάθε αιτία. Η οξεία ηπατίτιδα Β δεν οδηγεί πάντα σε χρόνια λοίμωξη. Κύριος παράγοντας χρονιότητας είναι η ηλικία.
Η μετάδοση της μόλυνσης στο έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη είναι ασυνήθιστη. Ο πλακούντας εμποδίζει την δίοδο των μολυσματικών σωματιδίων του ιού από την μητέρα στο παιδί και ενδομήτρια μόλυνση είναι δυνατόν να γίνει μόνο σε περίπτωση υψηλής ιοφορίας της μητέρας, γεγονός ασυνήθιστο για χρόνια λοίμωξη με μεταλλαγμένο ιό, όπως απαντάται σε Ελληνίδες μητέρες. Αν η μόλυνση του νεογνού συμβεί κατά τον τοκετό ή κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού, η κλινική εικόνα οξείας ηπατίτιδας, που περιγράφηκε παραπάνω, συνήθως απουσιάζει, αλλά το νεογνό γίνεται χρόνιος φορέας της νόσου, συχνά δια βίου, με πιθανότητα 90%. Αν η μόλυνση γίνει αργότερα κατά την προσχολική ηλικία, η πιθανότητα χρόνιας φορείας του ιού είναι 20% και μειώνεται σε ποσοστά κάτω του 5% μετά την ηλικία των 12 ετών. Η εντυπωσιακή αυτή διαφορά χρονιότητας της νόσου οφείλεται κυρίως στην ανωριμότητα του ανοσολογικού συστήματος κατά την πρώτη παιδική ηλικία, η οποία επιτρέπει στον ιό να διαφεύγει χωρίς να αναγνωρίζεται σαν ξένος για τον οργανισμό και να εξουδετερώνεται.

Η «συνθήκη φιλίας» μεταξύ του ιού και του ανοσολογικού συστήματος δεν διαρκεί για πάντα. Ο ιός με την πάροδο του χρόνου συσσωρεύει μεταλλαγές, μερικές από τις οποίες τον καθιστούν περισσότερο «αναγνωρίσιμο» από το ανοσολογικό σύστημα του ασθενούς. Τότε τα κύτταρα άμυνας του οργανισμού αρχίζουν να «βλέπουν» χαρακτηριστικά του ιού να εκφράζονται στην επιφάνεια των μολυσμένων ηπατοκυττάρων και τους επιτίθενται καταστρέφοντάς τα, ή παράγουν ειδικές ουσίες, «κυτταροκίνες», που εισέρχονται στα κύτταρα και τα καθαρίζουν από τον ιό χωρίς να τα καταστρέφουν. Τα χρόνια που ακολουθούν χαρακτηρίζονται από μια δυναμική κατάσταση μεταξύ της άμυνας του οργανισμού και του ιού. Όταν η άμυνα υπερισχύει, τα επίπεδα του ιού στο αίμα είναι πολύ χαμηλά ή μη ανιχνεύσιμα και τα ηπατικά ένζυμα και μάλιστα οι τρανσαμινάσες, που αυξάνονται όταν υπάρχει καταστροφή ηπατικών κυττάρων, είναι φυσιολογικά. Η εικόνα αυτή μπορεί να διαρκέσει για βραχύ ή για μακρό διάστημα μηνών ή ετών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η εικόνα χαρακτηρίζει τον «αδρανή φορέα». Οι «αδρανείς φορείς» αποτελούν το 60-70% των ατόμων με χρόνια λοίμωξη με τον ιό ηπατίτιδας Β στην Ελλάδα. Δεν χρειάζονται θεραπεία. Δεν κινδυνεύουν από ηπατικές επιπλοκές, όπως κίρρωση ή καρκίνο. Αντίθετα, εφόσον παραμένουν επί μακρόν σαν «αδρανείς φορείς», έχουν πιθανότητα 1-2% ανά έτος να αρνητικοποιήσουν το αντιγόνο επιφάνειας του ιού, που χαρακτηρίζει την χρόνια λοίμωξη και να αναπτύξουν το αντίστοιχο προστατευτικό αντίσωμα. Έχουν, όμως ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης γιατί η δυναμική ισορροπία μεταξύ ανοσολογικής άμυνας και ιού μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί υπέρ του ιού και ο ασθενής να χρειάζεται θεραπεία. Το υπόλοιπο 30-40% των ατόμων με χρόνια Β λοίμωξη παρουσιάζουν συνεχή ή διαλείπουσα υψηλή ιαιμία και αύξηση τρανσαμινασών. Τα άτομα αυτά, σε βιοψία του ήπατος εμφανίζουν εικόνα μέτριας ή έντονης φλεγμονής και διάφορα στάδια ηπατικής ίνωσης, που τελικά οδηγεί σε κίρρωση αν μείνει χωρίς θεραπεία.
Η κίρρωση του ήπατος δεν είναι ταυτόσημη με τον καρκίνο, όμως προδιαθέτει στην ανάπτυξη ειδικά του ηπατοκυτταρικού καρκίνου σε ποσοστό 3-5% των ασθενών με Β κίρρωση ανά έτος. Επίσης, δεν είναι η πιθανή τελική κατάληξη της χρόνιας ηπατίτιδας Β, αλλά αποτελεί τελικό αποτέλεσμα κάθε χρόνιας ιογενούς ηπατίτιδας ή άλλης χρόνιας ηπατικής βλάβης, εφόσον αυτή παραμείνει αθεράπευτη.

Πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί ότι η χρόνια ηπατίτιδα Β, όπως περισσότερο ή λιγότερο και οι άλλες χρόνιες ιογενείς ηπατίτιδες, είναι συνήθως ασυμπτωματικές, δηλαδή διαδράμουν επί χρόνια χωρίς ιδιαίτερα ενοχλήματα και κάνουν συχνά εμφανή την παρουσία τους με την εμφάνιση επιπλοκών ήδη εγκατεστημένης κίρρωσης, που αναφέρθηκε παραπάνω ή με την εμφάνιση ηπατοκυτταρικού καρκίνου. Το γεγονός αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη να πραγματοποιείται ιατρικός έλεγχος χωρίς αναβολή, ενώ κάθε άτομο με αυξημένες τρανσαμινάσες και οικογενειακό ιστορικό κίρρωσης, είτε καρκίνου του ήπατος είτε ανεύρεσης φορέα αντιγόνου ηπατίτιδας Β στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον πρέπει να απευθύνεται σε ηπατολόγο ιατρό για ανάλογη διερεύνηση. Αυτό αφορά και τα δύο φύλα, αλλά περισσότερο τους άνδρες, δεδομένου ότι η εξέλιξη προς χρόνια ηπατίτιδα Β είναι συχνότερη σε αυτούς.

Η θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας Β πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται από ειδικό ηπατολόγο και όχι από οποιονδήποτε ιατρό, διότι παρουσιάζει προβλήματα, μπορεί να έχει επιπλοκές και είναι συχνά μακρά. Τα υπάρχοντα φάρμακα παρουσιάζουν πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα. Γενικά η θεραπεία μπορεί να είναι συγκεκριμένης διάρκειας, όπως με τη χορήγηση ιντερφερόνης, ή μακράς, άγνωστης διάρκειας θεραπεία, με από του στόματος χορηγούμενα αντιιικά. Υπάρχουν ήδη στην Ελληνική και διεθνή αγορά 4 ειδικά από του στόματος χορηγούμενα αντιιικά φάρμακα για την ηπατίτιδα Β. Είναι όλα καλώς ανεκτά, με λίγες μόνο παρενέργειες, τις οποίες όμως ο ιατρός πρέπει να γνωρίζει και να παρακολουθεί το ασθενή εργαστηριακά κατά την χορήγησή τους.

Υπό θεραπεία, και με καλή ανταπόκριση του ασθενούς, η πρόγνωση είναι καλή. Η ηπατική φλεγμονή υποχωρεί και το ίδιο παρατηρείται με βραδύτερο, όμως ρυθμό στον βαθμό της ηπατικής ίνωσης. Ακόμη και η κίρρωση ήπατος, εφόσον δεν είναι ιδιαίτερα προχωρημένη, έχει βεβαιωθεί ότι υποχωρεί σε ελαφρότερα στάδια ίνωσης. Ο κίνδυνος όμως εμφάνισης ηπατοκυτταρικού καρκίνου παραμένει, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους ασθενείς με ήδη εγκατεστημένη κίρρωση. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να παρακολουθούνται για τον λόγο αυτό δια βίου, ακόμη και σε περίπτωση αρνητικοποίησης του αντιγόνου επιφανείας του ιού Β, αυτόματα ή μετά επιτυχή θεραπεία.

Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι για την πρόληψη της ηπατίτιδας Β υπάρχει ειδικό εμβόλιο, που μπορεί να συντελέσει στον δραστικό περιορισμό της νόσου. Εφαρμόζεται στην Ελλάδα ήδη από το 1989. Χορηγείται στη αίθουσα τοκετού στο νεογνό μαζί με ειδικό αντιορό όταν η μητέρα είναι φορέας ηπατίτιδας Β. Αν όχι, η χορήγησή του συνιστάται να γίνεται κατά την προσχολική ηλικία. Εμβολιασμός έναντι της ηπατίτιδας Β συνιστάται επίσης στα μέλη της οικογένειας φορέα ιού Β και σε επαγγελματίες υγείας εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν έχουν προστατευτικά αντισώματα.


Ηπατίτιδα C


Είναι τελείως διαφορετικός ιός από τον προηγούμενο, αλλά όπως και αυτός προκαλεί χρόνια φλεγμονή που αν δεν αντιμετωπισθεί με επιτυχή θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε εγκατάσταση κίρρωσης ήπατος. Σε αντίθεση με τον ιό ηπατίτιδας Β, η οξεία λοίμωξη C σε παιδιά και ενήλικες δεν είναι κλινικά έκδηλη, δηλαδή σπάνια ακολουθείται από εμφάνιση ικτέρου, υπέρχρωση ούρων ή γενικά συμπτώματα οξείας ηπατικής βλάβης που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Η οξεία ηπατίτιδα C γίνεται συνήθως τυχαία αντιληπτή και με εργαστηριακές εξετάσεις, που δείχνουν μεγάλη αύξηση τρανσαμινασών και παρουσία στο αίμα του ειδικού αντισώματός της νόσου, δηλαδή του anti-HCV, το οποίο πριν δεν υπήρχε. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η παρουσία θετικού anti-HCV στο αίμα ενός ατόμου δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι το άτομο αυτό πάσχει από ενεργό ηπατίτιδα C. Το ίδιο αντίσωμα ανιχνεύεται δια βίου στο αίμα και των τυχερών εκείνων ατόμων που μολύνθηκαν μεν από τον ιό, αλλά ξεπέρασαν την νόσο και διατηρούν σε όλη τους τη ζωή θετικό το ειδικό αντίσωμα σαν μόνο δείκτη της εισόδου του ιού στον οργανισμό τους. Η διάκριση μεταξύ ενεργού νόσου και απλής αντισωματικής αντίδρασης από παλαιά νόσηση, γίνεται με την ανίχνευση του γονιδιώματος του ιού ηπατίτιδας C στο αίμα με την βοήθεια νεώτερης γενιάς εργαστηριακών τεχνικών, όπως είναι η λεγομένη «αντίδραση αλυσιδωτής πολυμεράσης», γνωστή και ως «ποσοτική ή ποιοτική PCR».
Όπως και με την ηπατίτιδα Β, η λοίμωξη με τον ιό C δεν μεταδίδεται με την απλή ή με μονογαμικές σεξουαλικές σχέσεις. Δεν χρειάζονται ειδικές προφυλάξεις πέραν των κανόνων βασικής υγιεινής σε περίπτωση που υπάρχει φορέας ηπατίτιδας C στο σπίτι ή στο στενό οικογενειακό περιβάλλον. Η πιθανότητα μετάδοσης της νόσου από την μητέρα στο παιδί είναι πολύ μικρή και δεν συνιστάται καισαρική τομή, αλλά φυσιολογικός τοκετός κατά την γέννηση.
Η ηπατίτιδα C αντιμετωπίζεται θεραπευτικά με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ότι η χρόνια Β λοίμωξη. Στην περίπτωσή της μιλάμε για «εκρίζωση» της νόσου, και όχι για απλή καταστολή του ιού, όπως στην ηπατίτιδα Β. Τα επόμενα λίγα χρόνια αναμένονται περισσότερα αντιιικά φάρμακα ειδικά για την αναστολή πολλαπλασιασμού του ιού C. Η πλήρης αποθεραπεία από την νόσο, βεβαιώνεται με την απουσία ανίχνευσής του ιού ηπατίτιδας C στο αίμα, 6 μήνες μετά το τέλος της θεραπείας.
Δεν υπάρχει ακόμη εμβόλιο για προφύλαξη από την ηπατίτιδα C. Η εξέλιξη της ηπατίτιδας C είναι βραδεία τις πρώτες δεκαετίες νόσησης, αλλά επιταχύνεται σε ηλικιωμένα άτομα αν παραμείνει αθεράπευτη. Μετά 20-ετή νόσηση ένα άτομο με ηπατίτιδα C, έχει πιθανότητα κίρρωσης σε ποσοστό 15% και για ολόκληρη την ζωή του η πιθανότητα αυτή φθάνει έως 30%. Παράγοντες που επιταχύνουν την πρόοδο της νόσου είναι η παχυσαρκία, η παρουσία αρρύθμιστου σακχαρώδους διαβήτη και η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, η οποία και απαγορεύεται πλήρως. Η ηπατίτιδα C προδιαθέτει σε λιπώδη εκφύλιση του ήπατος, σακχαρώδη διαβήτη και θυρεοειδοπάθεια.


Ηπατίτιδα D


Η ηπατίτιδα D αναφέρεται στη θέση αυτή, όχι γιατί αποτελεί μεγάλο επιδημιολογικό πρόβλημα σήμερα, αλλά γιατί προκαλεί ηπατική βλάβη με ταχεία εξέλιξη και πολλές επιπλοκές.
Ο ιός της ηπατίτιδας D, ή ιός Δέλτα, ανακαλύφθηκε από Ιταλούς ερευνητές το 1976. Είναι μοναδικός στο ζωικό βασίλειο, παρόμοιος με ιούς που απαντώνται μόνο στα φυτά. Η νόσος αφορά μόνο το συκώτι και όχι άλλα όργανα. Ο ιός δέλτα δεν μπορεί να επιζήσει μόνος του, αλλά χρησιμοποιεί τον βιολογικό μηχανισμό του ιού ηπατίτιδας Β για να διατηρήσει την μολυσματική του ικανότητα. Πολλαπλασιάζεται μέσα σε ηπατικά κύτταρα ήδη μολυσμένα με τον ιό ηπατίτιδας Β και χρησιμοποιεί το εξωτερικό περίβλημά του ιού Β για να βγει από το κύτταρο και να μολύνει άλλα. Για τον λόγο αυτό η λοίμωξη με τον ιό D αφορά μόνο φορείς του ιού Β ή άτομα που μολύνονται για πρώτη φορά ταυτόχρονα και με τους δύο ιούς.
Στην Ελλάδα σήμερα, η συχνότητα της νόσου περιορίζεται σε ποσοστό μικρότερο του 5% των φορέων ηπατίτιδας Β.
Μετά την επιπρόσθετη λοίμωξη με τον ιό D η πορεία της ηπατίτιδας Β συνήθως επιταχύνεται. Παρά την μικρή συχνότητα της νόσου στην Ελλάδα σήμερα όλοι οι φορείς ηπατίτιδας Β πρέπει να ελέγχονται και για ηπατίτιδα δέλτα.
Ειδική θεραπεία δεν υπάρχει. Χορηγείται ιντερφερόνη σε υψηλές δόσεις και για όσο χρονικό διάστημα είναι ανεκτό από τον ασθενή. Χορηγούνται επίσης αντιιικά φάρμακα ηπατίτιδας Β, τα οποία όμως δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα τον ιό δέλτα. Σε τελικού σταδίου κίρρωση D, γίνεται μεταμόσχευση ήπατος με πολύ καλά αποτελέσματα, δεδομένου ότι μετά την πλήρη φαρμακευτική εξαφάνιση του ιού Β από το αίμα του ασθενούς, η δέλτα λοίμωξη, καθώς και η ηπατίτιδα Β, δεν μολύνουν το ηπατικό μόσχευμα και ο ασθενής ζει φυσιολογική ζωή.



Ηπατίτιδα Α


Η ηπατίτιδα Α είναι μια πολύ συνηθισμένη λοίμωξη σε χώρες με χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, καθώς η εξάπλωσή της εξαρτάται από την κατάσταση των αποχετευτικών δικτύων και ύδρευσης καθώς και τις διαδικασίες παραγωγής, διακίνησης και συντήρησης των τροφίμων. Η μόλυνση με τον ιό ηπατίτιδας Α ακολουθεί τον διαδρομή κόπρανα-στόμα, εξ ου και η στενή της σχέση με την γενική κατάσταση υγιεινής του πληθυσμού.
Οι ενήλικες και όσα από τα παιδιά νοσήσουν, εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα οξείας ηπατίτιδας, που δεν διαφέρουν από εκείνα που ήδη έχουμε περιγράψει για την ηπατίτιδα Β. Τα οξέα συμπτώματα περιορίζονται μόνα τους συνήθως μετά την πάροδο ολίγων ημερών, αν και η παράταση του ικτέρου σε ενήλικες είναι δυνατή για πολλές εβδομάδες. Η ηπατίτιδα Α μετά την αποκατάσταση των ηπατικών ενζύμων, αφήνει στον ασθενή ανοσία διά βίου και δεν προκαλεί χρόνια νόσηση σε καμιά περίπτωση. Υπάρχει ειδικό εμβόλιο υψηλής αποτελεσματικότητας για την προφύλαξη από την ηπατίτιδα Α, το οποίο συνιστάται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας και σε όσους πρόκειται να ταξιδεύσουν σε χώρες της Αφρικής, νότιας και νοτιοανατολικής Ασίας ή στη Νότια Αμερική.



Ηπατίτιδα Ε


Δεν υπάρχει στην Ελλάδα και η συχνότητά της στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική είναι πάρα πολύ μικρή. Η ηπατίτιδα Ε οφείλεται σε εντερικά μεταδιδόμενο ιό και ενδημεί στις Ινδίες, καθώς και σε χώρες της κεντρικής Ασίας και της κεντρικής Αμερικής. Η οξεία ηπατίτιδα που προκαλεί είναι εξαιρετικά βαριά για τις εγκύους, στις οποίες πολλές φορές παρουσιάζει ραγδαία εξέλιξη, οδηγώντας στο θάνατο. Δεν προκαλεί χρόνιο ηπατικό πρόβλημα.


Μανώλης Μάνεσης
Ομότιμος Καθηγητής Παθολογίας
Διευθυντής Ηπατολόγος Ευρωκλινικής Αθηνών



    Στην κορυφή