Η θειϊκή χονδροϊτίνη στη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας



Η θειϊκή χονδροϊτίνη ανήκει στην ομάδα των φαρμάκων που διεθνώς ονομάζονται αντιοστεοαρθριτικά βραδείας δράσης (Symptomatic slow acting drugs in osteoarthritis (SYSADOA). Οι πιο χαρακτηριστικές ιδιότητές τους είναι:

1) Η κλινική βελτίωση εμφανίζεται το συντομότερο 4 εβδομάδες μετά από συνεχή χορηγήση τους και διαρκεί πέραν των 4 μηνών από την διακοπή τους και 2) Δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες ανεπιθύμητες ενέργεις και είναι πολύ καλά ανεκτά από το γαστρεντερικό σύστημα.

Η χονδροϊτίνη είναι μια ουσία που ευρίσκεται φυσιολογικά στους συνδετικούς ιστούς των ανθρώπων και των ζώων. Η θειϊκή χονδροϊτίνη είναι θειϊκή γλυκοζαμινογλυκάνη, το μόριο της οποίας αποτελείται από εναλλασόμενα διαδοχικά σάκχαρα D-γλυκουρονικού οξέος και N-ακέτυλ-D-γαλακτοζαμίνης τα οποία δημιουργούν μια μακρυά αλυσίδα (Martel-Pelletier J., et al. 2015). Στον αρθρικό χόνδρο ανευρίσκεται σαν τμήμα κάποιας πρωτεογλυκάνης. Βασικός ρόλος της είναι η απορρόφηση μεγάλων ποσοτήτων ύδατος, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο στην ελαστικότητα και στην αντιστρεπτή παραμόρφωση του αρθρικού χόνδρου.

Μελέτες έδειξαν ότι η ραδιοσημασμένη με Tc99m χονδροϊτίνη απορροφάται από το γαστρεντερικό σύστημα σε ποσοστό 12% και έχει τάσης συγκέντρωσης στους αρθρικούς χόνδρους του σώματος. Μερικοί συγγραφείς πιστεύουν ότι διαθέτει αντιφλεγμονώδεις και χονδροπροστατευτικές ιδιότητες (Ronca F., et al. 1998).

Η χονδροϊτίνη έχει χρησιμοποιηθεί βασικά για την θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας αλλά και για την αντιμετώπιση της υπερκινητικής ουροδόχου κύστης, της στεφανιαίας νόσου, της ξηροφθαλμίας, της βελτίωσης της απορρόφησης του σιδήρου από το έντερο, της μυϊκής δυσκαμψίας, της δερματικής ψωρίασης και των φλεγμονών της ουροδόχου κύστεος με ασαφή επιστημονικά αποτελέσματα. Ακόμη έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές άλλες παθήσεις, μερικές φορές και αρκετά σοβαρές, μόνη της η σε συνδυασμούς με άλλα συμπληρώματα, αλλά τα μέχρι σήμερα κλινικά αποτελέσματα, στερούνται σοβαρής επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Στην αγορά κυκλοφορεί σαν συμπλήρωμα που εξάγεται από τους χόνδρους της τραχείας των βοοειδών, από τον χόνδρο της ρινός και των ώτων των χοίρων και σπανιότερα από τα πτερύγια του καρχαρία ή τα πτερά κάποιων σπανίων πτηνών. Οι διαφορές στην παρασκευή, στην ποσότητα της χονδροϊτίνης που περιέχουν όπως και στην καθαρότητά της μεταξύ των διαφόρων σκευασμάτων, έχει σαν αποτέλεσμα την έντονη διαφορά μεταξύ των κλινικών αποτελεσμάτων, θετικών ή αρνητικών, που παρατηρούνται στις κλινικές μελέτες.

Οσον αφορά την οστεοαρθρίτιδα, τα ευρήματα έχουν δείξει ότι μόνο το 4 και 6 ισομερές της θειϊκής χονδροϊτίνης έχει σημαντική δράση τόσο στην αντιμετώπιση του πόνου και της λειτουργικότητας στην οστεοαρθρίτιδα όπως και στην αναστολή της εξέλιξής της νόσου (Kahan A. , et al. 2009). Πράγματι μια πρόσφατη (2015) αναδρομική μελέτη από το Cochrane Collaborative Group κατέληξε ότι η θειϊκή χονδροϊτίνη είτε μόνη της είτε σε συνδυασμούς με γλυκοζαμίνη, έχει καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα στην οστεοαρθρίτιδα από το placebo, σε μικρής διάρκειας κλινικές μελέτες και μικρότερο κίνδυνο για σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες από τα φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν κάθε φορά για σύγκριση (Singh J.A., et al. 2015).

Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι τα φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν χονδροϊτίνη συνήθως σε συνδυασμό με γλυκοζαμίνη που χορηγούνται για την θεραπεία του πόνου και της δυσκαμψίας που δημιουργεί η οστεοαρθρίτιδα έχουν θετικά αποτελέσματα (Fransen M. , et al. 2015). Μάλιστα μερικές διεθνείς ενώσεις, όπως η ESCEO, έχουν εντάξει την χονδροϊτίνη στις κατευθυντήριες οδηγίες τους για την θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας και την χαρακτηρίζουν σαν SYSADOA (Bruyère O., et al. 2016). Το πρόβλημα είναι ότι ενώ η οστεοαρθρίτιδα είναι μια νόσος που εξελίσσεται για πολλά χρόνια, οι μέχρι σήμερα μελέτες της χονδροϊτίνης δεν ξεπερνούν τα δύο χρόνια.

Μία πολύ πρόσφατη μελέτη για την χονδροϊτίνη (ChONdroitin versus CElecoxib versus Placebo Trial (CONCEPT) δημοσιεύθηκε (5/2017) στο περιοδικό Annals of the Rheumatic Diseases. Η μελέτη διεξήχθει σε 5 ευρωπαϊκές χώρες, και αφορούσε 604 ασθενείς (άνδρες και γυναίκες) που έπασχαν από οστεοαρθρίτιδα των γονάτων σύμφωνα με τα κριτήρια του American College of Rheumatology (ACR). Οι ασθενείς χωρίσθηκαν σε τρεις ομάδες με παρόμοια δημογραφικά χαρακτηριστικά και αφού τυχαιοποιήθηκαν (double-blind, double-dummy), τους χορήγήθηκε είτε θεϊκή χονδροϊτίνη (800 mg/ημέρα), είτε το ΜΣΑΦ σελεκοξίμπη (200 mg/ημέρα), είτε εικονικό φάρμακο για ένα μήνα και το θεραπευτικό αποτέλεσμα αξιολογήθηκε με δείκτες (Visual Analogue Scale (VAS) Lequesne Index (LI), Minimal-Clinically Important Improvement (MCII), Patient-Acceptable Symptoms State (PASS)) που μετρούσαν τον πόνο, την κινητικότητα αλλά και την ικανοποίηση των ασθενών στην αρχή, το τέλος της θεραπείας αλλά κατά τη διάρκεια των 5 μηνών που ακολούθησαν.

Τα ευρήματα έδειξαν ότι τόσο ο πόνος όσο και η κινητικότητα βελτιώθηκε σημαντικά και στις τρεις ομάδες από τον πρώτο μήνα και το αποτέλεσμα διατηρήθηκε για τους επόμενους 5 μήνες. Συγκριτικά όμως τα άτομα που έλαβαν είτε χονδροϊτίνη, είτε σελεκοξίμπη είχαν καλύτερα αποτελέσματα από αυτούς που έλαβαν placebo ενώ η κινητικότητα της άρθρωσης επανήλθε ταχύτερα στους ασθενείς που έλαβαν σελεκοξίμπη.
Σύμφωνα με τους ερευνητές τα αποτελέσματα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η χονδροϊτίνη είναι μια καλή λύση για την θεραπευτική αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας του γόνατος τουλάχιστον όσο το αντιφλεγμονώδες μη στεροειδές σελεκοξίμπη (Reginster J., et al. 2017).
Από πλευράς ανεπιθυμήτων ενεργειών παρόλο που η χονδροϊτίνη θεωρείται πολύ ασφαλές φάρμακο, μπορεί να δημιουργήσει σε κάποιες περιπτώσεις διάρροιες, δυσκοιλιότητα ή κοιλιακά άλγη.

Η Arthritis Foundation αναφέρει, στον επίσημο ιστότοπό της, ότι σε πολλά από τα σκευάσματα χονδροϊτίνης που κυκλοφορούν περιέχεται σε μεγάλα ποσά μαγγάνιο, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει κάποια προβλήματα σε χρόνια χρήση (υπέρταση, παρκινσονικό σύνδρομο κ.ά). Ακόμη εάν κάποιος είναι αλλεργικός στις σουλφοναμίδες θα πρέπει να ξεκινήσει την όποια θεραπεία με χονδροϊτίνη, με μικρές δόσεις (τιτλοποίηση) προσέχοντας τις πιθανές αλλεργικές αντιδράσεις που πιθανόν να προκύψουν.

Η Arthritis Research UK στην Μεγάλη Βρεττανία προειδοποιεί α) ότι τα άτομα που λαμβάνουν αντιπηκτικά (κλοπιδογρέλη, βαρβαρίνη κά) θα πρέπει να συνεννοηθούν με τον γιατρό τους πριν λάβουν ταυτόχρονα και την χονδροϊτίνη. Σχετικές μελέτες έδειξαν ότι μπορεί να αυξήσει την δράση των αντιπηκτικών και πιθανόν να προκαλέσει σε ευαίσθητα άτομα αιμορραγίες και β) ασθενείς που πάσχουν από άσθμα πιθανόν να διαπιστώσουν μια αύξηση των δυσπνοϊκών τους ενοχλημάτων μετά από την χρήση χονδροϊτίνης.

Τέλος η χονδροϊτίνη έχει ενοχοποιηθεί για διαταραχές του καρδιακού ρυθμού, εμφάνισης δερματικών εξανθημάτων, κεφαλαγιών, αλωπεκίας και γλαυκώματος, Θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε άτομα με ηπατικές παθήσεις, αλλεργίες (γαρίδες), καρκίνο του προστάτη (εξάπλωση του όγκου) και φυσικά όχι σε γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή σε γαλουχία ή στα παιδιά. Μπορεί ακόμη να μειώσει την ανοσολογική αντίδραση και να αυξήσει την ευαισθησία στις λοιμώξεις (www.mayoclinic.org/drugs-supplements/chondroitin-sulfate /evidence/hrb-20058926).

Συμπερασματικά θα μπορούσε κάποιος να καταλήξει ότι η χονδροϊτίνη αποτελεί μια θεραπευτική λύση για την αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας.

Μπορεί η αποτελεσματικότητά της να μην είναι πλήρως τεκμηριωμένη αλλά επειδή τόσο τα αντιφλεγμονώδη μη στεροειδή φάρμακα (ΜΣΑΦ) που συνήθως χορηγούμε για την θεραπεία της, έχουν σημαντικές ανεπιθυμήτες ενέργειες και δεν πρέπει να χορηγούνται χρονίως, όσο και η παρακεταμόλη, πολλές φορές δεν είναι αποτελεσματική.

Αν και υπάρχουν πολλές αμφιβολίες αλλά και ενστάσεις από διαφόρους συναδέλφους για τις θεραπευτικές δυνατότητες της χονδροϊτίνης, το δίλημμα εξακολουθεί να υπάρχει, δίνεις χονδροϊτίνη στον ασθενή με ασαφή θεραπευτικά αποτελέσματα ή περιμένεις να ωριμάσει η οστεοαρθριτική βλάβη για να τον στείλεις να χειρουργηθεί;

Δρ Αχιλλέας Ε. Γεωργιάδης
Ρευματολόγος

Διαβάστε περισσότερα άρθρα...

    Στην κορυφή