Η εξατομίκευση της θεραπείας


Το ερώτημα γιατί οι καρδιοπάθειες συνεχίζουν να είναι η πρώτη αιτία θανάτου των πληθυσμών όλων των αναπτυγμένων χωρών εξακολουθεί να απασχολεί όλο τον επιστημονικό κόσμο.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, έχει αποδειχθεί ότι οι θάνατοι από καρδιαγγειακές παθήσεις ελαττώθηκαν σημαντικά τα τελευταία 50 χρόνια με πρωταθλήτριες χώρες τον Καναδά, την Αυστραλία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συγκεκριμένα οι θάνατοι από 700-800 ανά 100.000 πληθυσμού ελαττώθηκαν σε 250-350 ανά 100.000 πληθυσμού.

Παρά την πρόοδο που συντελέστηκε στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη, φαίνεται ότι ο αριθμός των θανάτων έχει καθηλωθεί στα επίπεδα αυτά, ενώ οι θεραπευτικές εξελίξεις και η τεχνολογία καλπάζουν.

Μια άλλη διάσταση όσον αφορά τη μη περαιτέρω ελάττωση των θανάτων από τις καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η εξατομικευμένη ιατρική θεραπεία. Η άποψη της εξατομικευμένης θεραπείας στηρίζεται σε μια σειρά άρθρων στα πλέον έγκριτα ιατρικά περιοδικά όπως το New England of Medicine, το Lancet ή το British Medical Journal. Επιφανείς επιστήμονες με βάση το διαφορετικό γονιδιακό υπόστρωμα του κάθε ανθρώπου, που παλαιότερα ονομαζόταν ιδιοσυστασία του ασθενούς, εισηγούνται την εξατομίκευση κάθε θεραπείας. Με βάση το γονιδιακό υπόστρωμα δρα ή δεν δρα κάθε φάρμακο, οπότε είναι δυνατόν ένας άρρωστος, χωρίς να το γνωρίζει, να παίρνει κάποιο φάρμακο που να έχει περιορισμένη ή μηδαμινή δράση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις παρενέργειες, μερικές από τις οποίες είναι πολύ σοβαρές έως και θανατηφόρες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα αντιαρρυθμικά φάρμακα, τα οποία είναι φάρμακα που σώζουν αλλά και που αφαιρούν ζωές. Η πρώτη πολυκεντρική μελέτη που έγινε τυχαιοποιημένα με αντιαρρυθμικά διεκόπη πριν ολοκληρωθεί, όταν διαπιστώθηκε ότι η ομάδα που έπαιρνε αντιαρρυθμικά φάρμακα είχε τριπλάσιους θανάτους συγκριτικά με την ομάδα που έπαιρνε το εικονικό φάρμακο (placebo). Με την εξατομίκευση της θεραπείας και κυρίως με τη σωστή και στενή παρακολούθηση των ασθενών μπορούν να εντοπιστούν έγκαιρα οι σοβαρές παρενέργειες προτού προκαλέσουν ανεπανόρθωτες βλάβες.

Πιστεύεται ότι στο άμεσο μέλλον, με την πρόοδο της φαρμακογενετικής, θα υπάρξουν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η φαρμακογενετική αποτελεί κλάδο της γονιδιακής ιατρικής, ο οποίος προκαθορίζει τα γονίδια εκείνα που υποδεικνύουν ποια φάρμακα θα είναι αποτελεσματικά για τον συγκεκριμένο ασθενή, ποια θα είναι λιγότερο αποτελεσματικά ή και ανενεργά και ποια θα του προκαλούν συγκεκριμένες παρενέργειες. Ετσι ο ιατρός στο άμεσο μέλλον, με τη βοήθεια της φαρμακογενετικής, θα μπορεί να επιλέγει το πλέον αποτελεσματικό και το πλέον ασφαλές φάρμακο για τον ασθενή του.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις επεμβατικές μεθόδους. Οι μέθοδοι αυτές έχουν πάντα νοσηρότητα και θνητότητα. Οι χειρουργικές επεμβάσεις π.χ. της καρδιάς έχουν θνητότητα περί το 5%. Εάν π.χ. ο άρρωστος που χάνεται ήταν μεταξύ των 5 που χάνονται και δεν είχε απόλυτη ένδειξη της επέμβασης, αυτός συγκαταλέγεται ως καρδιοπαθής που χάθηκε από την αρρώστια, ενώ στην πραγματικότητα χάθηκε από λάθος θεραπεία. Σε άλλες περιπτώσεις, μία άκαιρη επέμβαση, αντί να ωφελήσει, είναι δυνατόν να βλάψει. Η ρήση του Ιπποκράτη «ωφελέειν μη βλάπτειν» εδώ βρίσκει το αποκορύφωμα της εφαρμογής της. Η σωστή ένδειξη μιας επέμβασης είναι αποτέλεσμα των γνώσεων, της εκπαίδευσης και της εμπειρίας του κάθε ιατρού και αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της εξατομικευμένης ιατρικής.

Η τυφλή και πιστή εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος δρόμος για τον έμπειρο ιατρό προκειμένου να προβεί σε εξατομικευμένη θεραπεία. Οι κατευθυντήριες οδηγίες στηρίζονται συνήθως στα αποτελέσματα μεγάλων και πολυκεντρικών μελετών και αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικό βοήθημα για τον νέο και σχετικά λιγότερο έμπειρο ιατρό. Ομως ο έμπειρος ιατρός μπορεί και ίσως οφείλει να αποκλίνει κατά περίπτωση. Τη διαχρονική αυτή αλήθεια της εξατομικευμένης ιατρικής είναι εντυπωσιακό ότι είχε ήδη επισημάνει ο Αριστοτέλης 2.500 χρόνια πριν γράφοντας ότι ο ιατρός αποκτά την εμπειρία του από μια σειρά αρρώστων που έχει θεραπεύσει. Ομως η εμπειρία του αυτή δεν μπορεί τυφλά να εφαρμοστεί για κάθε νέο άρρωστο που προσέρχεται σ' αυτόν. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Αριστοτέλης ανοίγει τον δρόμο της εξατομικευμένης θεραπείας, που για τις μέρες μας φαίνεται ότι θα υλοποιηθεί ουσιαστικά με την πρόοδο της γονιδιακής ιατρικής.

Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών


    Στην κορυφή