Φαρμακευτική αγωγή για την εγκεφαλική πάρεση


Η φαρμακευτική αγωγή για τα παιδιά με εγκεφαλική πάρεση χορηγείται σε περιπτώσεις γενικευμένου, αυξημένου μυϊκού τόνου, ιδιαίτερα εάν ο αυξημένος μυϊκός τόνος προκαλεί πόνο ή εάν δυσκολεύει την φροντίδα και την διατήρηση της καλής υγιεινής του παιδιού.

Τα φάρμακα που ανήκουν στην οικογένεια των βενζοδιαζεπινών όπως η διαζεπάμη (stedon) και η κλοναζεπάμη χρησιμοποιούνται συχνά για την αντιμετώπιση της σπαστικότητας αλλά παρουσιάζουν δοσοεξαρτώμενες παρενέργειες με ελάττωση του επιπέδου συνείδησης, νάρκωση και σπανίως αναπνευστική καταστολή.

Η μπακλοφαίνη (miorel) είναι ισχυρό μυοχαλαρωτικό με πολύ αποτελεσματική δράση κατά της σπαστικότητας και της δυστονίας. Η μπακλοφένη είναι αγωνιστής των υποδοχέων GABA και δρα δεσμεύοντας τους υποδοχείς GABA b σε προ αλλά και μετασυναπτικό επίπεδο και με αυτόν τον τρόπο αναστέλλοντας τα μόνο- και πολυσυναπτικά αντανακλαστικά στον νωτιαίο μυελό. Οι παρενέργειες κατά την λήψη από το στόμα είναι δοσοεξαρτώμενες. Οι κυριότερες είναι πονοκέφαλος, υπνηλία και κούραση. Λιγότερο συχνά παρουσιάζεται σύγχυση, ναυτία και ορθοστατική υπόταση. Σπανίως στα παιδιά που έχουν επιληψία μπορεί αυτή να επιδεινωθεί. Όταν η δόση του φαρμάκου αυξάνεται σταδιακά το παιδί μπορεί να ανεχθεί σχετικά υψηλές δόσεις χωρίς παρενέργειες. Η αρχική δόση της μπακλοφαίνης πρέπει να είναι χαμηλή με σταδιακή αύξηση της δόσης έως ότου ανευρεθεί η δόση με την μεγαλύτερη δυνατή μείωση της σπαστικότητας με διατήρηση εκούσιων -σκόπιμων- κινήσεων χωρίς παρενέργειες. Η αποτελεσματική δόση διαφέρει πολύ από παιδί σε παιδί.

Ένα άλλο είδος φαρμάκων που χρησιμοποιείται για την μείωση της σπαστικότητας είναι οι α2 αδρενεργικοί αγωνιστές. Τα φάρμακα αυτά δρουν στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό μειώνοντας τα νωτιαία αντανακλαστικά που οδηγούν σε σπαστικότητα. Χρησιμοποιούνται ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα για την μείωση της σπαστικότητας. Η κλονιδίνη (catapresan) είναι το πιο συνηθισμένο από αυτά. Το δεύτερο φάρμακο σε αυτήν την ομάδα είναι η Τιζανιδίνη (Sirdalud 2 και 4 mg στην ελληνική αγορά), η οποία έχει μικρότερο χρόνο ημίσειας ζωής από την κλονιδίνη και σχετικά λιγότερες παρενέργειες από αυτήν.

Η Δαντρολένη (dantrium) είναι φάρμακο που επιδρά απευθείας στους μύες. Δρα μέσω δέσμευσης της με τον υποδοχέα 1 της ρυανοδίνης στα μυϊκά κύτταρα και την επακόλουθη μείωση της συγκέντρωσης του ενδοκυττάριου ασβεστίου με αποτέλεσμα να μειώνει την διαδικασία διέγερσης-συστολής των σκελετικών μυών.

 Η Δαντρολένη (dantrium) είναι φάρμακο που επιδρά απευθείας στους μύες. Δρα μέσω δέσμευσης της με τον υποδοχέα 1 της ρυανοδίνης στα μυϊκά κύτταρα και την επακόλουθη μείωση της συγκέντρωσης του ενδοκυττάριου ασβεστίου με αποτέλεσμα να μειώνει την διαδικασία διέγερσης-συστολής των σκελετικών μυών.


Μηνάς Καπετανάκης, MD, PhD c
Παιδίατρος - ειδικός Παιδονευρολόγος
Διδάκτωρ Παιδονευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Lund Σουηδίας και μέλος της Παιδονευρολογικής Εταιρίας Σουηδίας

Διαβάστε περισσότερα άρθρα...

    Στην κορυφή