ΕΛΠΙΔΕΣ ΓΙΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΝΗΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ
Το πείραμα δεν αφορούσε νευρωτικούς. Οι ερευνητές προκάλεσαν στους εθελοντές μια αφόρητη φαγούρα στο ένα χέρι, αλλά τους απαγόρευσαν να ξυστούν. Στη συνέχεια, μέσω μαγνητικής τομογραφίας, παρατήρησαν ποια τμήματα του εγκεφάλου ενεργοποιούνται όταν οι εθελοντές νιώθουν τη φαγούρα, όταν τους ξύνουν άλλοι και όταν τελικά τους επιτρέπεται να ξυστούν μόνοι τους.
Το επιστημονικό ερώτημα ήταν το εξής: Γιατί είναι τόσο ευχάριστη η αίσθηση του ξυσίματος;
«Εχει πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πόσα και ποια τμήματα του εγκεφάλου ενεργοποιούνται», λέει ο Γκιλ Γιoσάιποβιτς, επικεφαλής του Τμήματος Δερματολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τεμπλ των Ηνωμένων Πολιτειών και διευθυντής του Κέντρου Κνησμού του ίδιου πανεπιστημίου που διεξήγαγε τη συγκεκριμένη έρευνα. «Δεν υπάρχει ένα μοναδικό κέντρο του εγκεφάλου που σχετίζεται με τον κνησμό. Ολοι μας θα θέλαμε να υπήρχε ένας τόσο ξεκάθαρος στόχος, αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην πραγματική ζωή» προσθέτει.
Αντίθετα, στη φαγούρα και στο ξύσιμο συμμετέχουν περιοχές του εγκεφάλου που δεν σχετίζονται μόνο με τις αισθήσεις, αλλά και με νοητικές διεργασίες, οι οποίες συνδέονται με την επιβράβευση, την ευχαρίστηση, την επιθυμία, ακόμα και τον εθισμό, βοηθώντας έτσι τους επιστήμονες να απαντήσουν στο ερώτημα «γιατί το ξύσιμο μας ευχαριστεί τόσο;». Οπως αναφέρουν σε πρόσφατη δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό PLOS One, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι το ξύσιμο προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν αυτό γίνεται από το ίδιο το άτομο παρά από κάποιον άλλον.
Ο κνησμός είχε για χρόνια επισκιαστεί από τον πόνο, τόσο στο επίπεδο της έρευνας όσο και της θεραπείας, ενώ για χρόνια οι επιστήμονες τον αντιμετώπιζαν ως μια ήπια μορφή πόνου. «Η κατανόηση της φαγούρας βρίσκεται σήμερα στο σημείο που βρισκόταν ο πόνος 20 χρόνια πριν» λέει η Λιν Κορνέλιους, επικεφαλής του Τμήματος Δερματολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον. Παρ’ όλα αυτά, κατά την τελευταία δεκαετία, έχει παρατηρηθεί μια έξαρση στην έρευνα σχετικά με τις αιτίες του κνησμού και πώς αυτός σταματάει, ενώ η βαρύτητα δεν δίνεται στην περιστασιακή ενόχληση που προκαλείται από τσιμπήματα κουνουπιών ή από το άγγιγμα φύλλων κισσού, αλλά σε ασθενείς που ταλαιπωρούνται από χρόνιο κνησμό, ο οποίος συχνά δεν υποχωρεί με αντιισταμινικά ή κορτιζονούχα φάρμακα.
Ο χρόνιος κνησμός μπορεί να προκληθεί από δερματικές παθήσεις όπως το έκζεμα ή η ψωρίαση, από νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, ξηροδερμία, διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα, ορισμένες μορφές καρκίνου, ακόμα και από νεύρα που έχουν υποστεί κάποια βλάβη ή έχουν απλά πιαστεί. Σε καθεμιά από αυτές τις διαταραχές, βέβαια, εξυπακούεται ότι η φαγούρα ακολουθεί διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης.
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι ο χρόνιος κνησμός σχετίζεται και με άλλες ουσίες, εκτός της ισταμίνης, οι οποίες απελευθερώνονται επίσης από τα κύτταρα της φλεγμονής, καθώς επίσης και με τρεις διαφορετικούς τύπους νευρικών κυττάρων, εξηγεί η Νταϊάνα Μπατίστα, επίκουρη καθηγήτρια κυτταρικής και αναπτυξιακής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ. «Παλαιότερα, στο επίκεντρο βρίσκονταν τα αντιισταμινικά νέας γενιάς» λέει η Μπατίστα. «Σήμερα οι προσπάθειες για την ανάπτυξη νέων θεραπειών στοχεύουν στο μοριακό και κυτταρικό επίπεδο» προσθέτει.
Ενα μεγάλο μέρος των ειδικών συμφωνούν ότι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στον τομέα του κνησμού, που βοήθησε να αποδειχθεί ότι τα σήματα για τον κνησμό και τον πόνο ακολουθούν διαφορετικά μονοπάτια, ήρθε το 2007 από το Κέντρο Κνησμού του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον. Σε δημοσίευσή της στο επιστημονικό περιοδικό Nature, η ερευνητική ομάδα του Κέντρου με επικεφαλής τον Ζου-Φενγκ Τσεν, ανακάλυψε στον νωτιαίο μυελό ποντικιών έναν υποδοχέα –ένα μόριο του κυττάρου που αντιδρά σε συγκεκριμένα χημικά σήματα και αλλάζει τη συμπεριφορά του κυττάρου– εξειδικευμένο στον κνησμό.
Ο υποδοχέας αυτός έχει βρεθεί και στους ανθρώπους και όπως λέει ο Τσεν: «Μπλοκάροντας τη λειτουργία του, θα καταφέρουμε να σταματήσουμε τη χρόνια φαγούρα».
«Αυτή είναι μόνο η αρχή μιας μεγάλης εποχής. Στα επόμενα πέντε χρόνια, προβλέπω ότι θα υπάρξουν φάρμακα που θα στοχεύουν ειδικά στη φαγούρα. Βρισκόμαστε μόνο στη μέση της κορυφής του παγόβουνου» λέει ο Γιoσάιποβιτς.
Πώς ξεχωρίζουμε εάν ένα ζώο ξύνεται ή πλένεται;
Το ξύσιμο, και ως εκ τούτου, και η φαγούρα είναι διαδεδομένα στο ζωικό βασίλειο, παρότι κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα γιατί τα ζώα ξύνονται γρατσουνώντας, δαγκώνοντας και τσιμπώντας τον εαυτό τους, ή τρίβονται σε δέντρα ή φράχτες.
Ακόμα και οι φρουτόμυγες φαίνεται συχνά σαν να ξύνονται όταν μολύνονται από ακάρεα, λέει η Νταϊάνα Μπατίστα, επίκουρη καθηγήτρια κυτταρικής και αναπτυξιακής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, η οποία ερευνά διάφορα στελέχη ποντικών που πάσχουν από κνησμό και αποτελούν μοντέλα για ανθρώπινες ασθένειες.
«Εχω μια συλλογή από ταινίες που δείχνουν διαφορετικά ζώα που ξύνονται», λέει η Μπατίστα. «Ελπίζω ότι θα με βοηθήσουν να προσδιορίσω σε μια μεγάλη ποικιλία ειδών εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ξυσίματος που προκαλείται από φαγούρα, του τριψίματος για λόγους καθαριότητας και άλλων συμπεριφορών».
Πηγή Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Το επιστημονικό ερώτημα ήταν το εξής: Γιατί είναι τόσο ευχάριστη η αίσθηση του ξυσίματος;
«Εχει πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πόσα και ποια τμήματα του εγκεφάλου ενεργοποιούνται», λέει ο Γκιλ Γιoσάιποβιτς, επικεφαλής του Τμήματος Δερματολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τεμπλ των Ηνωμένων Πολιτειών και διευθυντής του Κέντρου Κνησμού του ίδιου πανεπιστημίου που διεξήγαγε τη συγκεκριμένη έρευνα. «Δεν υπάρχει ένα μοναδικό κέντρο του εγκεφάλου που σχετίζεται με τον κνησμό. Ολοι μας θα θέλαμε να υπήρχε ένας τόσο ξεκάθαρος στόχος, αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην πραγματική ζωή» προσθέτει.
Αντίθετα, στη φαγούρα και στο ξύσιμο συμμετέχουν περιοχές του εγκεφάλου που δεν σχετίζονται μόνο με τις αισθήσεις, αλλά και με νοητικές διεργασίες, οι οποίες συνδέονται με την επιβράβευση, την ευχαρίστηση, την επιθυμία, ακόμα και τον εθισμό, βοηθώντας έτσι τους επιστήμονες να απαντήσουν στο ερώτημα «γιατί το ξύσιμο μας ευχαριστεί τόσο;». Οπως αναφέρουν σε πρόσφατη δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό PLOS One, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι το ξύσιμο προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν αυτό γίνεται από το ίδιο το άτομο παρά από κάποιον άλλον.
Ο κνησμός είχε για χρόνια επισκιαστεί από τον πόνο, τόσο στο επίπεδο της έρευνας όσο και της θεραπείας, ενώ για χρόνια οι επιστήμονες τον αντιμετώπιζαν ως μια ήπια μορφή πόνου. «Η κατανόηση της φαγούρας βρίσκεται σήμερα στο σημείο που βρισκόταν ο πόνος 20 χρόνια πριν» λέει η Λιν Κορνέλιους, επικεφαλής του Τμήματος Δερματολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον. Παρ’ όλα αυτά, κατά την τελευταία δεκαετία, έχει παρατηρηθεί μια έξαρση στην έρευνα σχετικά με τις αιτίες του κνησμού και πώς αυτός σταματάει, ενώ η βαρύτητα δεν δίνεται στην περιστασιακή ενόχληση που προκαλείται από τσιμπήματα κουνουπιών ή από το άγγιγμα φύλλων κισσού, αλλά σε ασθενείς που ταλαιπωρούνται από χρόνιο κνησμό, ο οποίος συχνά δεν υποχωρεί με αντιισταμινικά ή κορτιζονούχα φάρμακα.
Ο χρόνιος κνησμός μπορεί να προκληθεί από δερματικές παθήσεις όπως το έκζεμα ή η ψωρίαση, από νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, ξηροδερμία, διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα, ορισμένες μορφές καρκίνου, ακόμα και από νεύρα που έχουν υποστεί κάποια βλάβη ή έχουν απλά πιαστεί. Σε καθεμιά από αυτές τις διαταραχές, βέβαια, εξυπακούεται ότι η φαγούρα ακολουθεί διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης.
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι ο χρόνιος κνησμός σχετίζεται και με άλλες ουσίες, εκτός της ισταμίνης, οι οποίες απελευθερώνονται επίσης από τα κύτταρα της φλεγμονής, καθώς επίσης και με τρεις διαφορετικούς τύπους νευρικών κυττάρων, εξηγεί η Νταϊάνα Μπατίστα, επίκουρη καθηγήτρια κυτταρικής και αναπτυξιακής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ. «Παλαιότερα, στο επίκεντρο βρίσκονταν τα αντιισταμινικά νέας γενιάς» λέει η Μπατίστα. «Σήμερα οι προσπάθειες για την ανάπτυξη νέων θεραπειών στοχεύουν στο μοριακό και κυτταρικό επίπεδο» προσθέτει.
Ενα μεγάλο μέρος των ειδικών συμφωνούν ότι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στον τομέα του κνησμού, που βοήθησε να αποδειχθεί ότι τα σήματα για τον κνησμό και τον πόνο ακολουθούν διαφορετικά μονοπάτια, ήρθε το 2007 από το Κέντρο Κνησμού του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον. Σε δημοσίευσή της στο επιστημονικό περιοδικό Nature, η ερευνητική ομάδα του Κέντρου με επικεφαλής τον Ζου-Φενγκ Τσεν, ανακάλυψε στον νωτιαίο μυελό ποντικιών έναν υποδοχέα –ένα μόριο του κυττάρου που αντιδρά σε συγκεκριμένα χημικά σήματα και αλλάζει τη συμπεριφορά του κυττάρου– εξειδικευμένο στον κνησμό.
Ο υποδοχέας αυτός έχει βρεθεί και στους ανθρώπους και όπως λέει ο Τσεν: «Μπλοκάροντας τη λειτουργία του, θα καταφέρουμε να σταματήσουμε τη χρόνια φαγούρα».
«Αυτή είναι μόνο η αρχή μιας μεγάλης εποχής. Στα επόμενα πέντε χρόνια, προβλέπω ότι θα υπάρξουν φάρμακα που θα στοχεύουν ειδικά στη φαγούρα. Βρισκόμαστε μόνο στη μέση της κορυφής του παγόβουνου» λέει ο Γιoσάιποβιτς.
Πώς ξεχωρίζουμε εάν ένα ζώο ξύνεται ή πλένεται;
Το ξύσιμο, και ως εκ τούτου, και η φαγούρα είναι διαδεδομένα στο ζωικό βασίλειο, παρότι κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα γιατί τα ζώα ξύνονται γρατσουνώντας, δαγκώνοντας και τσιμπώντας τον εαυτό τους, ή τρίβονται σε δέντρα ή φράχτες.
Ακόμα και οι φρουτόμυγες φαίνεται συχνά σαν να ξύνονται όταν μολύνονται από ακάρεα, λέει η Νταϊάνα Μπατίστα, επίκουρη καθηγήτρια κυτταρικής και αναπτυξιακής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, η οποία ερευνά διάφορα στελέχη ποντικών που πάσχουν από κνησμό και αποτελούν μοντέλα για ανθρώπινες ασθένειες.
«Εχω μια συλλογή από ταινίες που δείχνουν διαφορετικά ζώα που ξύνονται», λέει η Μπατίστα. «Ελπίζω ότι θα με βοηθήσουν να προσδιορίσω σε μια μεγάλη ποικιλία ειδών εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ξυσίματος που προκαλείται από φαγούρα, του τριψίματος για λόγους καθαριότητας και άλλων συμπεριφορών».
Πηγή Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ