Διαδερμική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας χωρίς εγχείρηση: Νέα δεδομένα
Η διαδερμική τοποθέτηση με καθετήρα αορτικής βαλβίδας ξεκίνησε να εφαρμόζεται στη Γαλλία το 2002. Σήμερα χρησιμοποιείται σε ασθενείς με σοβαρή αορτική στένωση που θεωρούνται υψηλού κινδύνου για χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας.
Η μέθοδος είναι σχετικά απλή, δεν έχει καμία σχέση με την χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας που απαιτεί διάνοιξη του θώρακος και εξωσωματική κυκλοφορία και η διαδικασία έχει ως εξής:
Διενεργείται στο Αιμοδυναμικό Εργαστήριο Καρδιολογικής Κλινικής. Συνήθως απαιτείται μόνο τοπική αναισθησία στην περιοχή της βουβωνικής χώρας, με ένα καθετήρα εισάγεται από την μηριαία αρτηρία η προσθετική βαλβίδα και υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο εκτείνεται στη θέση της πάσχουσας στενωμένης βαλβίδας του ασθενούς. Σήμερα υπάρχουν δύο τύποι τέτοιων βαλβίδων. Η μία βαλβίδα είναι αυτοεκτεινόμενη, δηλαδή είναι τοποθετημένη σε μεταλλικό σκελετό που όταν απελευθερωθεί «ανοίγει μόνη της», και η άλλη είναι εκτεινόμενη με μπαλόνι (με το φούσκωμα μπαλονιού ανοίγει ο μεταλλικός σκελετός της βαλβίδας και τοποθετείται στη θέση της πάσχουσας). Η επέμβαση διενεργείται από εξειδικευμένο επεμβατικό καρδιολόγο και γενικά η εκμάθηση της τεχνικής δε θεωρείται δύσκολη.
Η στένωση της αορτικής βαλβίδας θεωρείται μία σοβαρή πάθηση που όταν επιδεινωθεί και αρχίσουν τα συμπτώματα, το προσδόκιμο επιβίωσης είναι περιορισμένο. Υπολογίζεται ότι για ηλικίες άνω των 65 ετών το 26% του πληθυσμού έχει μικρού, μετρίου ή σοβαρού βαθμού αορτική στένωση, ενώ το 2% του πληθυσμού με αυτή την πάθηση χρειάζεται θεραπεία.
Το ερώτημα γίνεται οξύτερο με το δεδομένο ότι αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης του πληθυσμού με την πάροδο του χρόνου. Μέχρι σήμερα η μέθοδος αυτή της μη χειρουργικής αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας, έχει εφαρμοστεί σε πάνω από 40.000 ασθενείς σε όλο τον κόσμο, σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας με υψηλό χειρουργικό κίνδυνο με καλά αποτελέσματα.
Τα πρόβλημα είναι εάν μπορεί αυτή η μέθοδος να εφαρμοστεί και να αντικαταστήσει πρακτικά την χειρουργική αντικατάσταση. Απάντηση στο ερώτημα αυτό προσπαθούν να δώσουν δύο μελέτες που ανακοινώθηκαν στο πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας που έγινε στο Παρίσι στο τέλος Αυγούστου .
Η μία μελέτη έδειξε ότι σε χαμηλού χειρουργικού κινδύνου ασθενείς η επιτυχία της επέμβασης αυτής ήταν 100%. Στο μήνα μετά την επέμβαση δε σημειώθηκε θάνατος, και στον ένα χρόνο η θνησιμότητα ήταν 5%.
Τα αποτελέσματα αυτά θεωρούνται απόλυτα συγκρίσιμα με αυτά της χειρουργικής αντικατάστασης της βαλβίδας.
Σε μία άλλη μελέτη που παρουσιάστηκε στο ίδιο Καρδιολογικό Συνέδριο τα αποτελέσματα ήταν εξ ίσου καλά. 36 μήνες μετά την τοποθέτηση της βαλβίδας δεν παρουσιάστηκαν επιπλοκές στη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών. Με τα δεδομένα αυτά φαίνεται ότι η μέθοδος θα επεκταθεί στο άμεσο μέλλον και σε ασθενείς με αορτική στένωση που έχουν χαμηλό χειρουργικό κίνδυνο αφού αποφεύγεται η εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και οι ασθενείς μετά πολύ βραχεία νοσηλεία επιστρέφουν σε πλήρη δραστηριότητα. Στη χώρα μας διενεργείται επίσης με επιτυχία η νέα αυτή μέθοδος. Τη μεγαλύτερη εμπειρία διαθέτει η ομάδα της Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Σε πάνω από 100 ασθενείς που έχει εφαρμοστεί η μέθοδος η θνησιμότητα είναι μηδενική και οι άλλες μη σοβαρές επιπλοκές απόλυτα συγκριτικές με τα Διεθνή δεδομένα.
Χριστόδουλος Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας, διευθυντής Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» Γ.Ν.Α..
Clinical Professor of Medicine, Emory University School of Medicine, Atlanta, Georgia, USA
Η μέθοδος είναι σχετικά απλή, δεν έχει καμία σχέση με την χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας που απαιτεί διάνοιξη του θώρακος και εξωσωματική κυκλοφορία και η διαδικασία έχει ως εξής:
Διενεργείται στο Αιμοδυναμικό Εργαστήριο Καρδιολογικής Κλινικής. Συνήθως απαιτείται μόνο τοπική αναισθησία στην περιοχή της βουβωνικής χώρας, με ένα καθετήρα εισάγεται από την μηριαία αρτηρία η προσθετική βαλβίδα και υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο εκτείνεται στη θέση της πάσχουσας στενωμένης βαλβίδας του ασθενούς. Σήμερα υπάρχουν δύο τύποι τέτοιων βαλβίδων. Η μία βαλβίδα είναι αυτοεκτεινόμενη, δηλαδή είναι τοποθετημένη σε μεταλλικό σκελετό που όταν απελευθερωθεί «ανοίγει μόνη της», και η άλλη είναι εκτεινόμενη με μπαλόνι (με το φούσκωμα μπαλονιού ανοίγει ο μεταλλικός σκελετός της βαλβίδας και τοποθετείται στη θέση της πάσχουσας). Η επέμβαση διενεργείται από εξειδικευμένο επεμβατικό καρδιολόγο και γενικά η εκμάθηση της τεχνικής δε θεωρείται δύσκολη.
Η στένωση της αορτικής βαλβίδας θεωρείται μία σοβαρή πάθηση που όταν επιδεινωθεί και αρχίσουν τα συμπτώματα, το προσδόκιμο επιβίωσης είναι περιορισμένο. Υπολογίζεται ότι για ηλικίες άνω των 65 ετών το 26% του πληθυσμού έχει μικρού, μετρίου ή σοβαρού βαθμού αορτική στένωση, ενώ το 2% του πληθυσμού με αυτή την πάθηση χρειάζεται θεραπεία.
Το ερώτημα γίνεται οξύτερο με το δεδομένο ότι αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης του πληθυσμού με την πάροδο του χρόνου. Μέχρι σήμερα η μέθοδος αυτή της μη χειρουργικής αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας, έχει εφαρμοστεί σε πάνω από 40.000 ασθενείς σε όλο τον κόσμο, σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας με υψηλό χειρουργικό κίνδυνο με καλά αποτελέσματα.
Τα πρόβλημα είναι εάν μπορεί αυτή η μέθοδος να εφαρμοστεί και να αντικαταστήσει πρακτικά την χειρουργική αντικατάσταση. Απάντηση στο ερώτημα αυτό προσπαθούν να δώσουν δύο μελέτες που ανακοινώθηκαν στο πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας που έγινε στο Παρίσι στο τέλος Αυγούστου .
Η μία μελέτη έδειξε ότι σε χαμηλού χειρουργικού κινδύνου ασθενείς η επιτυχία της επέμβασης αυτής ήταν 100%. Στο μήνα μετά την επέμβαση δε σημειώθηκε θάνατος, και στον ένα χρόνο η θνησιμότητα ήταν 5%.
Τα αποτελέσματα αυτά θεωρούνται απόλυτα συγκρίσιμα με αυτά της χειρουργικής αντικατάστασης της βαλβίδας.
Σε μία άλλη μελέτη που παρουσιάστηκε στο ίδιο Καρδιολογικό Συνέδριο τα αποτελέσματα ήταν εξ ίσου καλά. 36 μήνες μετά την τοποθέτηση της βαλβίδας δεν παρουσιάστηκαν επιπλοκές στη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών. Με τα δεδομένα αυτά φαίνεται ότι η μέθοδος θα επεκταθεί στο άμεσο μέλλον και σε ασθενείς με αορτική στένωση που έχουν χαμηλό χειρουργικό κίνδυνο αφού αποφεύγεται η εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και οι ασθενείς μετά πολύ βραχεία νοσηλεία επιστρέφουν σε πλήρη δραστηριότητα. Στη χώρα μας διενεργείται επίσης με επιτυχία η νέα αυτή μέθοδος. Τη μεγαλύτερη εμπειρία διαθέτει η ομάδα της Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Σε πάνω από 100 ασθενείς που έχει εφαρμοστεί η μέθοδος η θνησιμότητα είναι μηδενική και οι άλλες μη σοβαρές επιπλοκές απόλυτα συγκριτικές με τα Διεθνή δεδομένα.
Χριστόδουλος Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας, διευθυντής Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» Γ.Ν.Α..
Clinical Professor of Medicine, Emory University School of Medicine, Atlanta, Georgia, USA