ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. Υπογλυκαιμία σε διαβητικούς και μη διαβητικούς.
Όπως το λεει η ίδια η λέξη, υπογλυκαιμία έχουμε όταν οι τιμές της γλυκόζης (δηλαδή του σακχάρου) στο αίμα πέσουν σε επίπεδα χαμηλότερα από το φυσιολογικό. Η γλυκόζη είναι ένα από τα καύσιμα (μαζί με τα λίπη, και, λιγότερο, τις πρωτεΐνες) που χρησιμοποιούνται από τα κύτταρα για τις ανάγκες τους σε ενέργεια. Η διατήρηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα είναι ζωτικής σημασίας για τον εγκέφαλο και η υπογλυκαιμία, ανάλογα με τη βαρύτητά της, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή δυσλειτουργία του ζωτικού αυτού οργάνου.
Η βασική πηγή γλυκόζης για τον οργανισμό μας είναι οι υδατάνθρακες της τροφής που περιέχονται σε τρόφιμα, όπως το ρύζι, οι πατάτες, τα ζυμαρικά (δηλαδή αμυλούχα τρόφιμα που περιέχουν σύνθετους υδατάνθρακες), αλλά και το γάλα, τα φρούτα και τα γλυκά (που περιέχουν απλούς υδατάνθρακες).
Τα κύτταρα του εγκεφάλου παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα να χρησιμοποιούν αποκλειστικά τη γλυκόζη ως ενεργειακή πηγή. Αντίθετα δηλαδή με τα κύτταρα άλλων οργάνων και ιστών, όπως, για παράδειγμα, οι μύες και το συκώτι (που μπορούν να χρησιμοποιήσουν και λίπη ή πρωτεΐνες), τα εγκεφαλικά κύτταρα μπορούν να «καίνε» μόνο γλυκόζη. Γίνεται συνεπώς αμέσως αντιληπτό ότι η διατήρηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα είναι ζωτικής σημασίας για τον εγκέφαλο και ότι η υπογλυκαιμία, ανάλογα με τη βαρύτητά της, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή δυσλειτουργία του ζωτικού αυτού οργάνου.
Η στάθμη της γλυκόζης στο αίμα ρυθμίζεται κατά κύριο λόγο από την ινσουλίνη, μια ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας. Αποστολή της ορμόνης αυτής είναι να επιτρέπει την είσοδο της γλυκόζης μέσα στα κύτταρα προκειμένου τα τελευταία να τη χρησιμοποιήσουν ως πηγή ενέργειας. Με άλλα λόγια, η ινσουλίνη είναι το «κλειδί» που ανοίγει τις πόρτες των κυττάρων προκειμένου να εισέλθει η γλυκόζη. Οταν λείπει η ινσουλίνη από τον οργανισμό ή όταν η δράση της είναι μειονεκτική, τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα ανέρχονται και εμφανίζεται σακχαρώδης διαβήτης.
Ο οργανισμός μας έχοντας ιεραρχήσει, για τους παραπάνω λόγους, ως απολύτως αναγκαία την παρουσία (σε ορισμένα βέβαια όρια) της γλυκόζης στο αίμα, διαθέτει σημαντικούς αμυντικούς μηχανισμούς για την αποφυγή της μείωσης των επιπέδων της. Σε γενικές γραμμές, υπογλυκαιμία εμφανίζεται όταν η γλυκόζη του αίματος κατεβεί σε επίπεδα χαμηλότερα από 60 χιλιοστογραμμάρια ανά δεκατόλιτρο (mg/dL). Ετσι, όταν η τιμή της γλυκόζης προσεγγίσει τα επίπεδα αυτά, και ιδίως εάν υποχωρήσει ακόμη περισσότερο (μεταξύ 50 και 60 mg/dL), ενεργοποιείται η έκκριση αδρεναλίνης και νοραδρεναλίνης, δύο ορμονών που εκκρίνονται σε καταστάσεις στρες (πχ. σε περιπτώσεις κινδύνου, τραυματισμού, λοίμωξης κ.λπ.).
Οι ορμόνες αυτές εμποδίζουν την περαιτέρω μείωση της γλυκόζης κινητοποιώντας την παραγωγή της από τον ίδιο τον οργανισμό και συγκεκριμένα από το «βιοχημικό εργαστήριό» του, δηλαδή το συκώτι. Παράλληλα, εκκρίνονται και ορισμένες ακόμη ορμόνες, όπως η γλυκαγόνη, η αυξητική ορμόνη και η κορτιζόλη, που δρουν επίσης αντιρροπιστικά, προσπαθώντας να αυξήσουν τα επίπεδα του σακχάρου.
Στην έκκριση των ορμονών αυτών (κυρίως της αδρεναλίνης και της νοραδρεναλίνης) οφείλονται τα πρώτα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, δηλαδή η έντονη ανησυχία, η ταχυκαρδία, η εφίδρωση, ο τρόμος (τρεμούλα) και το έντονο αίσθημα πείνας. Εάν η υπογλυκαιμία συμβεί κατά τη διάρκεια του ύπνου, και εφόσον το άτομο δεν ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή, μπορεί το επόμενο πρωί να παραπονιέται για εφιάλτες, «κακό ύπνο» και αίσθημα κούρασης.
Εάν η άμυνα του οργανισμού έναντι της υπογλυκαιμίας λειτουργήσει ικανοποιητικά, τα συμπτώματα προοδευτικά παρέρχονται, ιδίως εάν το άτομο φάει εκείνη την ώρα κάποια τροφή που περιέχει υδατάνθρακες (κατά προτίμηση απλούς υδατάνθρακες, δηλαδή κοινή ζάχαρη ή και γλυκόζη). Εάν όμως η γραμμή άμυνας προσπελασθεί, και η γλυκόζη κατεβεί σε επίπεδα ακόμη χαμηλότερα (συνήθως κάτω από 50 mg/dL), η φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου καθίσταται πλέον προβληματική και εμφανίζονται συμπτώματα δυσλειτουργίας του οργάνου αυτού.
Έτσι, αρχικά, μπορεί να παρουσιαστούν ζάλη, υπνηλία, αδυναμία συγκέντρωσης ή ακόμα και «παράξενη» ή και επιθετική συμπεριφορά. Αργότερα, μπορεί το άτομο να εμφανίσει λήθαργο, σπασμούς, να πέσει σε κώμα και, σε περίπτωση βαρύτατης υπογλυκαιμίας, να επέλθει ακόμη και ο θάνατος. Είναι επίσης δυνατόν, εάν η υπογλυκαιμία είναι βαριά και παρατεταμένη (εάν δηλαδή το άτομο παραμείνει σε κατάσταση κώματος για πολλές ώρες), να προκληθούν μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες. Ευτυχώς οι καταστάσεις αυτές είναι σπάνιες και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η υπογλυκαιμία αποκαθίσταται μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς συνέπειες.
Η συχνότερη αιτία είναι η εμφάνισή της ως ανεπιθύμητης ενέργειας στο πλαίσιο λήψης φαρμάκων ή ινσουλίνης για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη. Οι άλλες αιτίες είναι αρκετά σπάνιες.
Στα άτομα με διαβήτη η υπογλυκαιμία είναι μια συχνή και ορισμένες φορές σοβαρή παρενέργεια της θεραπείας με ινσουλίνη ή με ορισμένα αντιδιαβητικά δισκία (σουλφονυλουρίες ή μεγλιτινίδες). Προκαλείται όταν υπάρχει πλεόνασμα ινσουλίνης (είτε αυτή λαμβάνεται αυτούσια είτε αυξάνεται η έκκρισή της από τα δισκία) σε σχέση με τις ανάγκες του οργανισμού. Αυτό συμβαίνει συνήθως είτε γιατί παραλείπεται κάποιο γεύμα είτε γιατί το γεύμα περιέχει πολύ λίγους υδατάνθρακες είτε διότι παρεμβάλλεται κάποια μορφή φυσικής άσκησης είτε ακόμα γιατί καταναλώνεται οινόπνευμα χωρίς παράλληλη λήψη φαγητού.
Υπάρχουν ορισμένα διαβητικά άτομα, κυρίως με διαβήτη τύπου 1 (όπου παρατηρείται πλήρης έλλειψη ινσουλίνης), που έχουν αρκετά χρόνια διαβήτη, τα οποία έχουν χάσει την ικανότητα να αντιλαμβάνονται τα πρώτα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας. Στα άτομα αυτά εμφανίζονται απευθείας οι εκδηλώσεις από την έλλειψη γλυκόζης στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρής υπογλυκαιμίας.
Σημειώνεται ότι ορισμένα αντιδιαβητικά φάρμακα (μετφορμίνη, γλιταζόνες, εκείνα που ενεργοποιούν το μηχανισμό της ινκρετίνης, ακαρβόζη) δεν προκαλούν από μόνα τους υπογλυκαιμία.
Η πρόληψη της υπογλυκαιμίας αποτελεί βασική προτεραιότητα στη σχεδίαση οποιουδήποτε θεραπευτικού σχήματος που περιλαμβάνει ινσουλίνη ή δισκία που αυξάνουν την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας. Ο γιατρός οφείλει να αφιερώσει αρκετό χρόνο για την εκπαίδευση του διαβητικού ατόμου σχετικά με την αποφυγή επεισοδίων υπογλυκαιμίας. Ο αυτοέλεγχος με μετρητή σακχάρου βοηθάει σημαντικά στην πρόληψη των υπογλυκαιμιών. Η σωστή δοσολογία της ινσουλίνης (ή των δισκίων), με αντίστοιχη κατανομή και σύσταση των γευμάτων, οι κατάλληλες οδηγίες σχετικά με την άσκηση αλλά και οι οδηγίες για την αντιμετώπιση της σχετικά συχνής αυτής επιπλοκής πρέπει να διδάσκονται με σαφήνεια σε κάθε διαβητικό άτομο που διατρέχει κίνδυνο υπογλυκαιμίας.
Η διόρθωση της υπογλυκαιμίας περιλαμβάνει ορισμένους κανόνες. Συνήθως αρκούν ένα ποτήρι χυμός ή αναψυκτικό με ζάχαρη (όχι λάιτ) για να επανέλθει το σάκχαρο σε φυσιολογικά επίπεδα. Εναλλακτικά, μπορεί να ληφθούν 2-3 καραμέλες γλυκόζης ή νερό με 2-3 κουταλάκια ζάχαρη ή μέλι. Δεν συνιστάται η σοκολάτα ή γλυκά με κρέμα γιατί το λίπος που αυτά περιέχουν καθυστερεί την απορρόφηση του σακχάρου. Υστερα από 15 λεπτά πρέπει να επαναλαμβάνεται η μέτρηση του σακχάρου για να διαπιστωθεί εάν η υπογλυκαιμία διορθώθηκε. Σε περίπτωση που αυτή επιμένει, επαναλαμβάνεται η λήψη ζάχαρης με μία από τις μορφές που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Εάν η υπογλυκαιμία είναι πολύ σοβαρή και το άτομο δεν είναι σε θέση να την αντιμετωπίσει μόνο του, πρέπει οι παρευρισκόμενοι να του χορηγήσουν ζάχαρη. Εάν δεν είναι σε θέση να καταπιεί, γίνεται ένεση γλυκαγόνης (ενδομυϊκά ή υποδόρια ή ενδοφλέβια) και στη συνέχεια, όταν το άτομο συνέλθει, πρέπει να λάβει ζάχαρη από το στόμα. Η γλυκαγόνη είναι μια ουσία που φυσιολογικά εκκρίνεται, όπως και η ινσουλίνη, από το πάγκρεας και δρα αυξάνοντας το σάκχαρο. Εάν δεν υπάρχει ένεση γλυκαγόνης, μπορεί να χορηγηθεί ζάχαρη ή μέλι στο στόμα και να γίνουν μαλάξεις (μασάζ) στα ούλα, προκειμένου αυτή να απορροφηθεί.
Υπογλυκαιμία σε άτομα που δεν έχουν διαβήτη
Η υπογλυκαιμία στα άτομα που δεν πάσχουν από διαβήτη δεν είναι συχνό φαινόμενο και διακρίνεται σε δύο τύπους:
Η αντιδραστική υπογλυκαιμία δεν συνδυάζεται συνήθως με κάποιο νόσημα (γι' αυτό και ονομάζεται λειτουργική), ενώ η υπογλυκαιμία της νηστείας είναι παθολογική και χρειάζεται οπωσδήποτε διερεύνηση για να αποκαλυφθεί η ακριβής αιτία που την προκαλεί.
*Τι ακριβώς είναι η αντιδραστική υπογλυκαιμία και πού οφείλεται; Όπως ήδη αναφέρθηκε, η αντιδραστική υπογλυκαιμία εμφανίζεται λίγες ώρες μετά το γεύμα, ιδίως μάλιστα εάν αυτό είναι πλούσιο σε υδατάνθρακες. Για τη διάγνωση της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας απαιτούνται τρεις βασικές προϋποθέσεις:
*Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας να εμφανίζονται σε διάστημα έως 4 ώρες μετά το φαγητό.
*Να εξακριβωθεί ότι τα συμπτώματα αυτά οφείλονται πράγματι σε πτώση της γλυκόζης στο αίμα (και όχι σε άλλα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα, όπως π.χ. η πτώση της αρτηριακής πίεσης ή μια αντίδραση πανικού), να γίνει δηλαδή μέτρηση την ώρα των συμπτωμάτων – αν αυτό είναι δυνατόν - σε εργαστήριο (και όχι με φορητό μετρητή).
*Τα συμπτώματα να υποχωρούν με τη λήψη απλών υδατανθράκων (ζάχαρης ή γλυκόζης).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιδραστικής υπογλυκαιμίας είναι αυτή που συμβαίνει σε άτομα που έχουν υποστεί γαστρεκτομή (δηλαδή τους έχει αφαιρεθεί για κάποιον λόγο το στομάχι). Στα άτομα αυτά, όταν καταναλώνουν γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες, καθώς οι τροφές διέρχονται αμέσως στο έντερό τους (και δεν παραμένουν καθόλου στο στομάχι, εφόσον αυτό έχει αφαιρεθεί), προκαλείται απότομη και μαζική απορρόφηση γλυκόζης και είσοδός της στην κυκλοφορία του αίματος. Αυτό οδηγεί σε επίσης απότομη και μαζική έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας (καθώς ο οργανισμός θέλει να «ρίξει» τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης). Η μεγάλη ποσότητα ινσουλίνης που εκκρίνεται οδηγεί τότε σε γρήγορη και μεγαλύτερη από το κανονικό πτώση του σακχάρου στο αίμα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση υπογλυκαιμίας δύο συνήθως ώρες μετά το γεύμα.
Η αιτιολογία της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας σε άτομα που δεν έχουν υποστεί γαστρεκτομή (λειτουργική αντιδραστική υπογλυκαιμία, βλ. σχήμα) δεν είναι απολύτως ξεκαθαρισμένη. Πιθανολογείται ότι ορισμένοι άνθρωποι παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στη δράση της ινσουλίνης, η απότομη έκκριση της οποίας, ύστερα από ένα γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες (ιδίως εάν πρόκειται για απλούς υδατάνθρακες, οι οποίοι απορροφώνται γρήγορα), μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη από το κανονικό μείωση της γλυκόζης στο αίμα.
Το φαινόμενο της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας στα άτομα αυτά δεν έχει ιδιαίτερη παθολογική σημασία και αξιολογείται μόνον εάν συνοδεύεται από συμπτώματα που είναι ενοχλητικά. Αντιμετωπίζεται συνήθως με απλές διαιτητικές οδηγίες που συνίστανται σε αποφυγή γευμάτων που είναι πλούσια σε ευαπορρόφητους υδατάνθρακες (όπως οι χυμοί, τα γλυκά, τα πολύ βρασμένα μακαρόνια, το άσπρο ψωμί) και εμπλουτισμό του γεύματος με αρκετές φυτικές ίνες (μαύρο ψωμί, όσπρια, φρούτα με φλούδα, λαχανικά κ.ά).
Συνιστάται επίσης η λήψη μικρών γευμάτων και ο καταμερισμός τους στη διάρκεια της ημέρας. Εάν τα συμπτώματα δεν υποχωρούν μπορεί να χορηγηθεί ένα φάρμακο που λέγεται ακαρβόζη, το οποίο επιβραδύνει την απορρρόφηση των υδατανθράκων. Στην περίπτωση που παρατηρείται μεταγευματική υπογλυκαιμία, η οποία όμως δεν συνοδεύεται από συμπτώματα, τότε η κατάσταση δεν θεωρείται παθολογική.
Μερικές φορές το φαινόμενο της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας παρατηρείται σε άτομα με πρώιμο σακχαρώδη διαβήτη, στα οποία η έκκριση της ινσουλίνης ύστερα από ένα γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες είναι δυνατόν να καθυστερεί για λίγο, με αποτέλεσμα, ενώ αρχικά η τιμή της γλυκόζης μπορεί να είναι παθολογικά υψηλή, 4- 6 ώρες μετά το γεύμα να εμφανίζεται υπογλυκαιμία.
Οδηγίες για την πρόληψη υπογλυκαιμίας σε άτομα με διαβήτη
Πού μπορεί να οφείλεται η υπογλυκαιμία που εμφανίζεται όταν κάποιος είναι νηστικός;
Όπως προαναφέρθηκε, η περίπτωση αυτή είναι σχεδόν πάντοτε παθολογική και πρέπει να διερευνάται σχολαστικά από ειδικό γιατρό.
Παράλληλα όμως πρέπει να τονιστεί ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ σπάνιες.
Η πιο συχνή αιτία αυτού του τύπου υπογλυκαιμίας είναι ένας (σπανιότατος) όγκος που προέρχεται από τα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη.
Ο όγκος αυτός ονομάζεται ινσουλίνωμα, εντοπίζεται συνήθως στο πάγκρεας και τα κύτταρα που τον αποτελούν παράγουν ανεξέλεγκτα ινσουλίνη, με αποτέλεσμα να προκαλούνται συχνές και βαριές υπογλυκαιμίες. Εξαιρετικά σπάνια, υπογλυκαιμία προκαλείται και από ορισμένα άλλα είδη όγκων.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΣΙΛΑΜΠΡΟΣ Καθηγητής, Διευθυντής Α' Προπαιδευτικής
Παθολογικής Κλινικής και Διαβητολογικού Κέντρου, ΓΝΑ «Λαϊκό»
ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΙΑΤΗΣ Επιμελητής Β' ΕΣΥ, Α' Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική και
Διαβητολογικό Κέντρο, ΓΝΑ «Λαϊκό»
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...
Η βασική πηγή γλυκόζης για τον οργανισμό μας είναι οι υδατάνθρακες της τροφής που περιέχονται σε τρόφιμα, όπως το ρύζι, οι πατάτες, τα ζυμαρικά (δηλαδή αμυλούχα τρόφιμα που περιέχουν σύνθετους υδατάνθρακες), αλλά και το γάλα, τα φρούτα και τα γλυκά (που περιέχουν απλούς υδατάνθρακες).
Τα κύτταρα του εγκεφάλου παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα να χρησιμοποιούν αποκλειστικά τη γλυκόζη ως ενεργειακή πηγή. Αντίθετα δηλαδή με τα κύτταρα άλλων οργάνων και ιστών, όπως, για παράδειγμα, οι μύες και το συκώτι (που μπορούν να χρησιμοποιήσουν και λίπη ή πρωτεΐνες), τα εγκεφαλικά κύτταρα μπορούν να «καίνε» μόνο γλυκόζη. Γίνεται συνεπώς αμέσως αντιληπτό ότι η διατήρηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα είναι ζωτικής σημασίας για τον εγκέφαλο και ότι η υπογλυκαιμία, ανάλογα με τη βαρύτητά της, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή δυσλειτουργία του ζωτικού αυτού οργάνου.
Η στάθμη της γλυκόζης στο αίμα ρυθμίζεται κατά κύριο λόγο από την ινσουλίνη, μια ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας. Αποστολή της ορμόνης αυτής είναι να επιτρέπει την είσοδο της γλυκόζης μέσα στα κύτταρα προκειμένου τα τελευταία να τη χρησιμοποιήσουν ως πηγή ενέργειας. Με άλλα λόγια, η ινσουλίνη είναι το «κλειδί» που ανοίγει τις πόρτες των κυττάρων προκειμένου να εισέλθει η γλυκόζη. Οταν λείπει η ινσουλίνη από τον οργανισμό ή όταν η δράση της είναι μειονεκτική, τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα ανέρχονται και εμφανίζεται σακχαρώδης διαβήτης.
Ο οργανισμός μας έχοντας ιεραρχήσει, για τους παραπάνω λόγους, ως απολύτως αναγκαία την παρουσία (σε ορισμένα βέβαια όρια) της γλυκόζης στο αίμα, διαθέτει σημαντικούς αμυντικούς μηχανισμούς για την αποφυγή της μείωσης των επιπέδων της. Σε γενικές γραμμές, υπογλυκαιμία εμφανίζεται όταν η γλυκόζη του αίματος κατεβεί σε επίπεδα χαμηλότερα από 60 χιλιοστογραμμάρια ανά δεκατόλιτρο (mg/dL). Ετσι, όταν η τιμή της γλυκόζης προσεγγίσει τα επίπεδα αυτά, και ιδίως εάν υποχωρήσει ακόμη περισσότερο (μεταξύ 50 και 60 mg/dL), ενεργοποιείται η έκκριση αδρεναλίνης και νοραδρεναλίνης, δύο ορμονών που εκκρίνονται σε καταστάσεις στρες (πχ. σε περιπτώσεις κινδύνου, τραυματισμού, λοίμωξης κ.λπ.).
Οι ορμόνες αυτές εμποδίζουν την περαιτέρω μείωση της γλυκόζης κινητοποιώντας την παραγωγή της από τον ίδιο τον οργανισμό και συγκεκριμένα από το «βιοχημικό εργαστήριό» του, δηλαδή το συκώτι. Παράλληλα, εκκρίνονται και ορισμένες ακόμη ορμόνες, όπως η γλυκαγόνη, η αυξητική ορμόνη και η κορτιζόλη, που δρουν επίσης αντιρροπιστικά, προσπαθώντας να αυξήσουν τα επίπεδα του σακχάρου.
Στην έκκριση των ορμονών αυτών (κυρίως της αδρεναλίνης και της νοραδρεναλίνης) οφείλονται τα πρώτα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, δηλαδή η έντονη ανησυχία, η ταχυκαρδία, η εφίδρωση, ο τρόμος (τρεμούλα) και το έντονο αίσθημα πείνας. Εάν η υπογλυκαιμία συμβεί κατά τη διάρκεια του ύπνου, και εφόσον το άτομο δεν ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή, μπορεί το επόμενο πρωί να παραπονιέται για εφιάλτες, «κακό ύπνο» και αίσθημα κούρασης.
Εάν η άμυνα του οργανισμού έναντι της υπογλυκαιμίας λειτουργήσει ικανοποιητικά, τα συμπτώματα προοδευτικά παρέρχονται, ιδίως εάν το άτομο φάει εκείνη την ώρα κάποια τροφή που περιέχει υδατάνθρακες (κατά προτίμηση απλούς υδατάνθρακες, δηλαδή κοινή ζάχαρη ή και γλυκόζη). Εάν όμως η γραμμή άμυνας προσπελασθεί, και η γλυκόζη κατεβεί σε επίπεδα ακόμη χαμηλότερα (συνήθως κάτω από 50 mg/dL), η φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου καθίσταται πλέον προβληματική και εμφανίζονται συμπτώματα δυσλειτουργίας του οργάνου αυτού.
Έτσι, αρχικά, μπορεί να παρουσιαστούν ζάλη, υπνηλία, αδυναμία συγκέντρωσης ή ακόμα και «παράξενη» ή και επιθετική συμπεριφορά. Αργότερα, μπορεί το άτομο να εμφανίσει λήθαργο, σπασμούς, να πέσει σε κώμα και, σε περίπτωση βαρύτατης υπογλυκαιμίας, να επέλθει ακόμη και ο θάνατος. Είναι επίσης δυνατόν, εάν η υπογλυκαιμία είναι βαριά και παρατεταμένη (εάν δηλαδή το άτομο παραμείνει σε κατάσταση κώματος για πολλές ώρες), να προκληθούν μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες. Ευτυχώς οι καταστάσεις αυτές είναι σπάνιες και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η υπογλυκαιμία αποκαθίσταται μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς συνέπειες.
Η συχνότερη αιτία είναι η εμφάνισή της ως ανεπιθύμητης ενέργειας στο πλαίσιο λήψης φαρμάκων ή ινσουλίνης για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη. Οι άλλες αιτίες είναι αρκετά σπάνιες.
Υπογλυκαιμία σε άτομα με διαβήτη
Στα άτομα με διαβήτη η υπογλυκαιμία είναι μια συχνή και ορισμένες φορές σοβαρή παρενέργεια της θεραπείας με ινσουλίνη ή με ορισμένα αντιδιαβητικά δισκία (σουλφονυλουρίες ή μεγλιτινίδες). Προκαλείται όταν υπάρχει πλεόνασμα ινσουλίνης (είτε αυτή λαμβάνεται αυτούσια είτε αυξάνεται η έκκρισή της από τα δισκία) σε σχέση με τις ανάγκες του οργανισμού. Αυτό συμβαίνει συνήθως είτε γιατί παραλείπεται κάποιο γεύμα είτε γιατί το γεύμα περιέχει πολύ λίγους υδατάνθρακες είτε διότι παρεμβάλλεται κάποια μορφή φυσικής άσκησης είτε ακόμα γιατί καταναλώνεται οινόπνευμα χωρίς παράλληλη λήψη φαγητού.
Υπάρχουν ορισμένα διαβητικά άτομα, κυρίως με διαβήτη τύπου 1 (όπου παρατηρείται πλήρης έλλειψη ινσουλίνης), που έχουν αρκετά χρόνια διαβήτη, τα οποία έχουν χάσει την ικανότητα να αντιλαμβάνονται τα πρώτα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας. Στα άτομα αυτά εμφανίζονται απευθείας οι εκδηλώσεις από την έλλειψη γλυκόζης στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρής υπογλυκαιμίας.
Σημειώνεται ότι ορισμένα αντιδιαβητικά φάρμακα (μετφορμίνη, γλιταζόνες, εκείνα που ενεργοποιούν το μηχανισμό της ινκρετίνης, ακαρβόζη) δεν προκαλούν από μόνα τους υπογλυκαιμία.
Η πρόληψη της υπογλυκαιμίας αποτελεί βασική προτεραιότητα στη σχεδίαση οποιουδήποτε θεραπευτικού σχήματος που περιλαμβάνει ινσουλίνη ή δισκία που αυξάνουν την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας. Ο γιατρός οφείλει να αφιερώσει αρκετό χρόνο για την εκπαίδευση του διαβητικού ατόμου σχετικά με την αποφυγή επεισοδίων υπογλυκαιμίας. Ο αυτοέλεγχος με μετρητή σακχάρου βοηθάει σημαντικά στην πρόληψη των υπογλυκαιμιών. Η σωστή δοσολογία της ινσουλίνης (ή των δισκίων), με αντίστοιχη κατανομή και σύσταση των γευμάτων, οι κατάλληλες οδηγίες σχετικά με την άσκηση αλλά και οι οδηγίες για την αντιμετώπιση της σχετικά συχνής αυτής επιπλοκής πρέπει να διδάσκονται με σαφήνεια σε κάθε διαβητικό άτομο που διατρέχει κίνδυνο υπογλυκαιμίας.
Η διόρθωση της υπογλυκαιμίας περιλαμβάνει ορισμένους κανόνες. Συνήθως αρκούν ένα ποτήρι χυμός ή αναψυκτικό με ζάχαρη (όχι λάιτ) για να επανέλθει το σάκχαρο σε φυσιολογικά επίπεδα. Εναλλακτικά, μπορεί να ληφθούν 2-3 καραμέλες γλυκόζης ή νερό με 2-3 κουταλάκια ζάχαρη ή μέλι. Δεν συνιστάται η σοκολάτα ή γλυκά με κρέμα γιατί το λίπος που αυτά περιέχουν καθυστερεί την απορρόφηση του σακχάρου. Υστερα από 15 λεπτά πρέπει να επαναλαμβάνεται η μέτρηση του σακχάρου για να διαπιστωθεί εάν η υπογλυκαιμία διορθώθηκε. Σε περίπτωση που αυτή επιμένει, επαναλαμβάνεται η λήψη ζάχαρης με μία από τις μορφές που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Εάν η υπογλυκαιμία είναι πολύ σοβαρή και το άτομο δεν είναι σε θέση να την αντιμετωπίσει μόνο του, πρέπει οι παρευρισκόμενοι να του χορηγήσουν ζάχαρη. Εάν δεν είναι σε θέση να καταπιεί, γίνεται ένεση γλυκαγόνης (ενδομυϊκά ή υποδόρια ή ενδοφλέβια) και στη συνέχεια, όταν το άτομο συνέλθει, πρέπει να λάβει ζάχαρη από το στόμα. Η γλυκαγόνη είναι μια ουσία που φυσιολογικά εκκρίνεται, όπως και η ινσουλίνη, από το πάγκρεας και δρα αυξάνοντας το σάκχαρο. Εάν δεν υπάρχει ένεση γλυκαγόνης, μπορεί να χορηγηθεί ζάχαρη ή μέλι στο στόμα και να γίνουν μαλάξεις (μασάζ) στα ούλα, προκειμένου αυτή να απορροφηθεί.
Υπογλυκαιμία σε άτομα που δεν έχουν διαβήτη
Η υπογλυκαιμία στα άτομα που δεν πάσχουν από διαβήτη δεν είναι συχνό φαινόμενο και διακρίνεται σε δύο τύπους:
- εκείνη που εμφανίζεται 2-4 ώρες ύστερα από κάποιο γεύμα και ονομάζεται αντιδραστική ή λειτουργική υπογλυκαιμία,
- εκείνη που εμφανίζεται όταν το άτομο είναι νηστικό.
Η αντιδραστική υπογλυκαιμία δεν συνδυάζεται συνήθως με κάποιο νόσημα (γι' αυτό και ονομάζεται λειτουργική), ενώ η υπογλυκαιμία της νηστείας είναι παθολογική και χρειάζεται οπωσδήποτε διερεύνηση για να αποκαλυφθεί η ακριβής αιτία που την προκαλεί.
*Τι ακριβώς είναι η αντιδραστική υπογλυκαιμία και πού οφείλεται; Όπως ήδη αναφέρθηκε, η αντιδραστική υπογλυκαιμία εμφανίζεται λίγες ώρες μετά το γεύμα, ιδίως μάλιστα εάν αυτό είναι πλούσιο σε υδατάνθρακες. Για τη διάγνωση της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας απαιτούνται τρεις βασικές προϋποθέσεις:
*Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας να εμφανίζονται σε διάστημα έως 4 ώρες μετά το φαγητό.
*Να εξακριβωθεί ότι τα συμπτώματα αυτά οφείλονται πράγματι σε πτώση της γλυκόζης στο αίμα (και όχι σε άλλα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα, όπως π.χ. η πτώση της αρτηριακής πίεσης ή μια αντίδραση πανικού), να γίνει δηλαδή μέτρηση την ώρα των συμπτωμάτων – αν αυτό είναι δυνατόν - σε εργαστήριο (και όχι με φορητό μετρητή).
*Τα συμπτώματα να υποχωρούν με τη λήψη απλών υδατανθράκων (ζάχαρης ή γλυκόζης).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιδραστικής υπογλυκαιμίας είναι αυτή που συμβαίνει σε άτομα που έχουν υποστεί γαστρεκτομή (δηλαδή τους έχει αφαιρεθεί για κάποιον λόγο το στομάχι). Στα άτομα αυτά, όταν καταναλώνουν γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες, καθώς οι τροφές διέρχονται αμέσως στο έντερό τους (και δεν παραμένουν καθόλου στο στομάχι, εφόσον αυτό έχει αφαιρεθεί), προκαλείται απότομη και μαζική απορρόφηση γλυκόζης και είσοδός της στην κυκλοφορία του αίματος. Αυτό οδηγεί σε επίσης απότομη και μαζική έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας (καθώς ο οργανισμός θέλει να «ρίξει» τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης). Η μεγάλη ποσότητα ινσουλίνης που εκκρίνεται οδηγεί τότε σε γρήγορη και μεγαλύτερη από το κανονικό πτώση του σακχάρου στο αίμα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση υπογλυκαιμίας δύο συνήθως ώρες μετά το γεύμα.
Η αιτιολογία της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας σε άτομα που δεν έχουν υποστεί γαστρεκτομή (λειτουργική αντιδραστική υπογλυκαιμία, βλ. σχήμα) δεν είναι απολύτως ξεκαθαρισμένη. Πιθανολογείται ότι ορισμένοι άνθρωποι παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στη δράση της ινσουλίνης, η απότομη έκκριση της οποίας, ύστερα από ένα γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες (ιδίως εάν πρόκειται για απλούς υδατάνθρακες, οι οποίοι απορροφώνται γρήγορα), μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη από το κανονικό μείωση της γλυκόζης στο αίμα.
Το φαινόμενο της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας στα άτομα αυτά δεν έχει ιδιαίτερη παθολογική σημασία και αξιολογείται μόνον εάν συνοδεύεται από συμπτώματα που είναι ενοχλητικά. Αντιμετωπίζεται συνήθως με απλές διαιτητικές οδηγίες που συνίστανται σε αποφυγή γευμάτων που είναι πλούσια σε ευαπορρόφητους υδατάνθρακες (όπως οι χυμοί, τα γλυκά, τα πολύ βρασμένα μακαρόνια, το άσπρο ψωμί) και εμπλουτισμό του γεύματος με αρκετές φυτικές ίνες (μαύρο ψωμί, όσπρια, φρούτα με φλούδα, λαχανικά κ.ά).
Συνιστάται επίσης η λήψη μικρών γευμάτων και ο καταμερισμός τους στη διάρκεια της ημέρας. Εάν τα συμπτώματα δεν υποχωρούν μπορεί να χορηγηθεί ένα φάρμακο που λέγεται ακαρβόζη, το οποίο επιβραδύνει την απορρρόφηση των υδατανθράκων. Στην περίπτωση που παρατηρείται μεταγευματική υπογλυκαιμία, η οποία όμως δεν συνοδεύεται από συμπτώματα, τότε η κατάσταση δεν θεωρείται παθολογική.
Μερικές φορές το φαινόμενο της αντιδραστικής υπογλυκαιμίας παρατηρείται σε άτομα με πρώιμο σακχαρώδη διαβήτη, στα οποία η έκκριση της ινσουλίνης ύστερα από ένα γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες είναι δυνατόν να καθυστερεί για λίγο, με αποτέλεσμα, ενώ αρχικά η τιμή της γλυκόζης μπορεί να είναι παθολογικά υψηλή, 4- 6 ώρες μετά το γεύμα να εμφανίζεται υπογλυκαιμία.
Οδηγίες για την πρόληψη υπογλυκαιμίας σε άτομα με διαβήτη
- Δεν πρέπει να παραλείπονται προγραμματισμένα (σε σχέση με τη λαμβανόμενη θεραπεία) γεύματα.
- Το φαγητό πρέπει να περιέχει κάποια ποσότητα υδατανθράκων.
- Δεν πρέπει να παραλείπονται ορισμένα ενδιάμεσα μικρά γεύματα (κολατσιό) εάν έτσι έχει καθοριστεί από τον γιατρό.
- Το φαγητό πρέπει να είναι πλουσιότερο σε υδατάνθρακες όταν ακολουθεί άσκηση. Στην περίπτωση αυτή πρέπει μερικές φορές να μειώνεται η δόση της ινσουλίνης που προηγείται.
- Η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών πρέπει να γίνεται με μέτρο και πάντοτε μαζί με φαγητό.
Πού μπορεί να οφείλεται η υπογλυκαιμία που εμφανίζεται όταν κάποιος είναι νηστικός;
Όπως προαναφέρθηκε, η περίπτωση αυτή είναι σχεδόν πάντοτε παθολογική και πρέπει να διερευνάται σχολαστικά από ειδικό γιατρό.
Παράλληλα όμως πρέπει να τονιστεί ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ σπάνιες.
Η πιο συχνή αιτία αυτού του τύπου υπογλυκαιμίας είναι ένας (σπανιότατος) όγκος που προέρχεται από τα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη.
Ο όγκος αυτός ονομάζεται ινσουλίνωμα, εντοπίζεται συνήθως στο πάγκρεας και τα κύτταρα που τον αποτελούν παράγουν ανεξέλεγκτα ινσουλίνη, με αποτέλεσμα να προκαλούνται συχνές και βαριές υπογλυκαιμίες. Εξαιρετικά σπάνια, υπογλυκαιμία προκαλείται και από ορισμένα άλλα είδη όγκων.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΣΙΛΑΜΠΡΟΣ Καθηγητής, Διευθυντής Α' Προπαιδευτικής
Παθολογικής Κλινικής και Διαβητολογικού Κέντρου, ΓΝΑ «Λαϊκό»
ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΙΑΤΗΣ Επιμελητής Β' ΕΣΥ, Α' Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική και
Διαβητολογικό Κέντρο, ΓΝΑ «Λαϊκό»
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...
30-04-2012 17:34
Ο 'ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν.' Έγγραψε:
ΕΙΜΑΙ 23 ΧΡΟΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ. ΕΧΩ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΙΓΜΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΓΕΥΜΑ ...ΑΦΟΥ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΑΡΚΕΤΕΣ ΩΡΕΣ ΝΑ ΝΙΩΘΩ ΕΝΑ ΑΙΣΘΗΜΑ ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΑΣ. ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΕΧΩ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΓΙΑ ΜΕΤΡΗΣΗ ΖΑΧΑΡΟΥ ΟΠΟΤΕ ΕΧΕΙ ΤΥΧΕΙ ΝΑ ΒΡΩ ΤΟ ΖΑΧΑΡΟ ΣΕ ΤΙΜΕΣ ΚΑΤΩ ΤΟΥ 70, ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΟΤΕ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ 60. ΧΤΕΣ , ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΑ ΕΝΑ LUCOZADE ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΤΟ ΖΑΧΑΡΟ ΗΤΑΝ ΣΤΟ 68.ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ? ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΑ ? ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟ..ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ? ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.