Αυτόλογες κυτταρικές θεραπείες αναγεννητικής ιατρικής
Πέρα από τις ήδη αποδεδειγμένες κλασικές εφαρμογές των βλαστοκυττάρων στη θεραπεία κακοήθων ασθενειών, οι νέες χρήσεις των βλαστοκυττάρων και των παραγώγων τους αποτελούν αντικείμενο εντατικής έρευνας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ιστορικά, οι πρώτες χρήσεις των βλαστοκυττάρων στους ασθενείς άρχισαν πριν 20 έτη για τη θεραπεία κακοήθων και κληρονομικών ασθενειών του αίματος καθώς και παιδικών μορφών καρκίνου, χρησιμοποιώντας το ομφαλοπλακουντιακό αίμα ως πηγή λήψης βλαστοκυττάρων. Τότε, τα βλαστοκύτταρα στις περιπτώσεις των ασθενειών του αίματος προέρχονταν από ιστοσυμβατούς δότες, κατά προτίμηση συγγενή αδελφό, και επί έλλειψης από άγνωστο συμβατό δότη. Πάντα η χορήγηση βλαστοκυτάρων από ιστοσυμβατό αδελφό συνοδεύεται από υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης έναντι ενός ξένου μοσχεύματος, λόγω καλύτερης συμβατότητας, η οποία κληρονομείται από τους γονείς προς τα παιδιά.
Στην περίπτωση των κακοήθων όγκων χρησιμοποιούνται τα βλαστοκύτταρα του ίδιου του παιδιού, τα οποία έχουν αποθηκευτεί πριν την εμφάνιση του καρκίνου και δεν απαιτείται χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων για την αποδοχή του μοσχεύματος, επειδή προέρχονται από το ίδιο το παιδί. Για τη χορήγηση των βλαστοκυττάρων των ίδιων των παιδιών στις περιπτώσεις λευχαιμιών που εμφανίζονται στους πρώτους μήνες της ζωής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δύο παράγοντες. Ο πρώτος, εάν στα βλαστοκύτταρα υπάρχει προδιάθεση για λευχαιμία η οποία μπορεί πολύ εύκολα να ανιχνευτεί σε όλα τα δείγματα που έχουν επιλέξει την οικογενειακή φύλαξη, και ο δεύτερος εάν παρά την εντατική χημειοθεραπεία εξακολουθούν στο αίμα του παιδιού να κυκλοφορούν λευχαιμικά κύτταρα, πριν τη χορήγηση των αυτόλογων βλαστοκυττάρων. Τα διεθνή στατιστικά αναφέρουν πως στο 1.000.000 παιδιά, τα 100 θα εμφανίσουν την προδιάθεση για λευχαιμία δηλαδή θα έχουν τους προλευχαιμικούς κλώνους στο αίμα τους. Από τα 100 παιδιά, τα 99 θα είναι υγιή αφού το αμυντικό τους σύστημα θα αποβάλλει τους προλευχαιμικούς κλώνους, ενώ δυστυχώς στο 1 παιδί θα γίνει η δεύτερη μετάλλαξη και θα νοσήσει από λευχαιμία. Στην οικογενειακή φύλαξη η προδιάθεση μπορεί να ανιχνευθεί ανά πάσα στιγμή, σε αντίθεση με τη δημόσια φύλαξη όπου τα δείγματα θα έπρεπε να ελέγχονται εξαρχής και να φυλάσσονται ονομαστικά. Δυστυχώς όμως οι έλεγχοι αυτοί δεν πραγματοποιούνται και είναι διεθνώς αποδεδειγμένο ότι το 5% των ασθενών που έχουν υποτροπή της λευχαιμίας μετά από αλλογενή μεταμόσχευση οφείλεται στο ότι έχουν λάβει μόσχευμα με προλευχαιμικούς κλώνους.
Επίσης, η ανθεκτικότητα στη χημειοθεραπεία πριν τη μεταμόσχευση δεν αποτελεί καλό προγνωστικό σημείο. Στις περιπτώσεις αυτές έχει αποδειχτεί ότι ο ασθενής είτε πάρει τα δικά του, είτε από συμβατό δότη το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Όταν το δείγμα είναι καθαρό από τους προλευχαιμικούς κλώνους, τότε το δείγμα μπορεί να χορηγηθεί στο ίδιο το παιδί, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη ο δεύτερος παράγοντας της παραμονής λευχαιμικών κυττάρων παρά την ισχυρή χημειοθεραπεία. Η επιτυχία μιας μεταμόσχευσης δεν στηρίζεται μόνο στην επαναλειτουργία του μυελού των οστών, η οποία πρέπει να είναι μόνιμη, αλλά και στην πλήρη εξάλειψη της λευχαιμίας. Στην περίπτωση της αυτόλογης μεταμόσχευσης, τα παραμένοντα λευχαιμικά κύτταρα είναι απόλυτα ιστοσυμβατά με τα χορηγούμενα του ίδιου του παιδιού, υπάρχει πλήρης συγκατοίκηση παθολογικών και φυσιολογικών κυττάρων με αποτέλεσμα τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της λευχαιμίας. Στην περίπτωση της αλλογενούς μεταμόσχευσης, τα χορηγούμενα βλαστοκύτταρα δεν προέρχονται από το ίδιο το παιδί, δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση με τα παραμένοντα λευχαιμικά κύτταρα με αποτέλεσμα την έναρξη ανταγωνισμού και αλληλοεξόντωσης. Η επίθεση των ξένων βλαστοκυττάρων δεν περιορίζεται μόνο στα παραμένοντα λευχαιμικά κύτταρα, αλλά και προς όλα τα όργανα του ασθενούς. Και ενώ η επίθεση είναι επιθυμητή για την καταστροφή των λευχαιμικών κυττάρων, αυτή επεκτείνεται και προς τα υπόλοιπα όργανα του ασθενούς με αποτέλεσμα την έναρξη της απόρριψης, η οποία είναι διαφορετικής έντασης από χρόνια έως οξεία και πλήρης. Λόγω της κληρονομικότητας, ο ανταγωνισμός μεταξύ των βλαστοκυττάρων που προέρχονται από συγγενή ιστοσυμβατό αδελφό και του ασθενούς είναι μικρότερης κλίμακας συγκριτικά με ένα μόσχευμα από έναν ξένο δότη; αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανεκτικότητα αρχικά, την αποκατάσταση του μυελού και τον έλεγχο του ανταγωνισμού προς τα υπόλοιπα όργανα. Σε αυτό βοηθά και η χορήγηση ήπιων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, πιθανόν και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το μέγεθος του ανταγωνισμού.
Μετά από μακροχρόνιες έρευνες και εμπειρία από τις κλινικές μελέτες ανοίγεται ένα παράθυρο νέων εφαρμογών των βλαστοκυττάρων, στις οποίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά βλαστοκύτταρα του ίδιου του ασθενούς. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούνται βλαστοκύτταρα του ομφαλοπλακουντιακού αίματος, του πλακούντα, του μυελού των οστών, του λιπώδους ιστού και των δοντιών. Η λήψη του μυελού των οστών είναι επώδυνη και δεν συστήνεται σε μικρές ηλικίες. Το αίμα του πλακούντα λαμβάνεται εύκολα, ανώδυνα και περιέχει διάφορους τύπους νεαρών και υγιών βλαστοκυττάρων. Τα βλαστοκύτταρα από το ομφαλοπλακουντιακό αίμα και τον πλακούντα πλεονεκτούν έναντι των βλαστοκυττάρων του μυελού των οστών λόγω του νεαρού της ηλικίας, έχουν καλύτερη αναπλαστική ικανότητα και καλύτερη ιστοσυμβατότητα μεταξύ των μελών της οικογενείας. Ο λιπώδης ιστός είναι άφθονος και μας δίνει διαφορετικού τύπου κύτταρα, τα μεσεγχυματικά, η λήψη του είναι εύκολη και πιστεύεται ότι θα αντικαταστήσει το μυελό των οστών αποκλειστικά στις χρήσεις της αναγεννητικής ιατρικής.
Διεθνώς έχουν επενδυθεί σημαντικά κεφάλαια και έχουν αναπτυχθεί εργαστήρια βιοτεχνολογίας και τράπεζες βλαστοκυττάρων, στις οποίες μπορεί κάποιος επώνυμα να καταθέσει τα βλαστοκύτταρα του και να τα χρησιμοποιήσει στο μέλλον. Μάλιστα σε όσο νεαρότερη ηλικία καταθέσει κάποιος τα βλαστοκύτταρά του τόσο πιο αποτελεσματικά στη χρήση τους είναι.
Έτσι η εμπειρία από τις μέχρι τώρα χρήσεις στην αναγεννητική ιατρική έδειξε ότι τα βλαστοκύτταρα στους ενήλικες είναι αποτελεσματικά στην αποκατάσταση του άκρου μετά από εμβολή ή αρτηριακή απόφραξη. Η έγκαιρη χορήγηση βλαστοκυττάρων διασώζει το άκρο του ασθενούς από τον ακρωτηριασμό και η ανακούφιση από τον πόνο είναι άμεση. Τα βλαστοκύτταρα χορηγούνται σε ευρεία κλίμακα για την αποκατάσταση του μυοκαρδίου μετά από έμφραγμα, ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια, στηθάγχη, ή τελικού σταδίου καρδιακή ανεπάρκεια. Η χορήγηση των βλαστοκυττάρων γίνεται είτε άμεσα κατά τις επεμβάσεις by –pass μέσα στο ίσχαιμο μυοκάρδιο ή κατά την τοποθέτηση του stent. Η άμεση χορήγηση των βλαστοκυττάρων μετά το επεισόδιο δίνει καλύτερα αποτελέσματα.
Μια μεγάλη ομάδα ασθενειών στις οποίες χρησιμοποιούνται τα βλαστοκύτταρα είναι οι αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η ελκώδης κολίτιδα, η νόσος του Crohn, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και ο παιδικός διαβήτης. Τα μεσεγχυματικού τύπου βλαστοκύτταρα που λαμβάνονται από το λιπώδη ιστό ή το μυελό των οστών θεωρούνται τα πλέον κατάλληλα, επειδή ασκούν έντονη κατασταλτική δράση στο ανοσοποιητικό σύστημα, η διέγερση του οποίου προκαλεί όλες τις ανωτέρω ασθένειες. Οι τραυματισμοί του κερατοειδούς και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας επίσης αποτελούν αντικείμενο θεραπειών με προεξάρχοντα τον κερατοειδή, όπου τα αποτελέσματα είναι άμεσα.
Η αναγέννηση της επιδερμίδας λόγω της φωτογήρανσης, η διόρθωση των ρυτίδων και η αποκατάσταση εγκαυμάτων αποτελεί ένα επίσης μεγάλο πεδίο εφαρμογών των βλαστοκυττάρων.
Οι κληρονομικές ασθένειες ταλαιπωρούν πολλούς ανθρώπους, με μόνη θεραπεία την αποφυγή λήψης ορισμένων τροφών, ή τη λήψη συγκεκριμένων σκευασμάτων και τη γενετική καθοδήγηση για τις επόμενες γενιές. Η γονιδιακή θεραπεία, η διόρθωση δηλαδή των παθολογικών γονιδίων στα βλαστοκύτταρα των ασθενών και η επαναχορήγησή τους σήμερα αν και στην αρχή της, δίνει πολλές ελπίδες στους ασθενείς αυτούς.
Κ ΚΟΥΖΗ-ΚΟΛΙΑΚΟΥ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΘ
www.biohellenica.gr
Ιστορικά, οι πρώτες χρήσεις των βλαστοκυττάρων στους ασθενείς άρχισαν πριν 20 έτη για τη θεραπεία κακοήθων και κληρονομικών ασθενειών του αίματος καθώς και παιδικών μορφών καρκίνου, χρησιμοποιώντας το ομφαλοπλακουντιακό αίμα ως πηγή λήψης βλαστοκυττάρων. Τότε, τα βλαστοκύτταρα στις περιπτώσεις των ασθενειών του αίματος προέρχονταν από ιστοσυμβατούς δότες, κατά προτίμηση συγγενή αδελφό, και επί έλλειψης από άγνωστο συμβατό δότη. Πάντα η χορήγηση βλαστοκυτάρων από ιστοσυμβατό αδελφό συνοδεύεται από υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης έναντι ενός ξένου μοσχεύματος, λόγω καλύτερης συμβατότητας, η οποία κληρονομείται από τους γονείς προς τα παιδιά.
Στην περίπτωση των κακοήθων όγκων χρησιμοποιούνται τα βλαστοκύτταρα του ίδιου του παιδιού, τα οποία έχουν αποθηκευτεί πριν την εμφάνιση του καρκίνου και δεν απαιτείται χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων για την αποδοχή του μοσχεύματος, επειδή προέρχονται από το ίδιο το παιδί. Για τη χορήγηση των βλαστοκυττάρων των ίδιων των παιδιών στις περιπτώσεις λευχαιμιών που εμφανίζονται στους πρώτους μήνες της ζωής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δύο παράγοντες. Ο πρώτος, εάν στα βλαστοκύτταρα υπάρχει προδιάθεση για λευχαιμία η οποία μπορεί πολύ εύκολα να ανιχνευτεί σε όλα τα δείγματα που έχουν επιλέξει την οικογενειακή φύλαξη, και ο δεύτερος εάν παρά την εντατική χημειοθεραπεία εξακολουθούν στο αίμα του παιδιού να κυκλοφορούν λευχαιμικά κύτταρα, πριν τη χορήγηση των αυτόλογων βλαστοκυττάρων. Τα διεθνή στατιστικά αναφέρουν πως στο 1.000.000 παιδιά, τα 100 θα εμφανίσουν την προδιάθεση για λευχαιμία δηλαδή θα έχουν τους προλευχαιμικούς κλώνους στο αίμα τους. Από τα 100 παιδιά, τα 99 θα είναι υγιή αφού το αμυντικό τους σύστημα θα αποβάλλει τους προλευχαιμικούς κλώνους, ενώ δυστυχώς στο 1 παιδί θα γίνει η δεύτερη μετάλλαξη και θα νοσήσει από λευχαιμία. Στην οικογενειακή φύλαξη η προδιάθεση μπορεί να ανιχνευθεί ανά πάσα στιγμή, σε αντίθεση με τη δημόσια φύλαξη όπου τα δείγματα θα έπρεπε να ελέγχονται εξαρχής και να φυλάσσονται ονομαστικά. Δυστυχώς όμως οι έλεγχοι αυτοί δεν πραγματοποιούνται και είναι διεθνώς αποδεδειγμένο ότι το 5% των ασθενών που έχουν υποτροπή της λευχαιμίας μετά από αλλογενή μεταμόσχευση οφείλεται στο ότι έχουν λάβει μόσχευμα με προλευχαιμικούς κλώνους.
Επίσης, η ανθεκτικότητα στη χημειοθεραπεία πριν τη μεταμόσχευση δεν αποτελεί καλό προγνωστικό σημείο. Στις περιπτώσεις αυτές έχει αποδειχτεί ότι ο ασθενής είτε πάρει τα δικά του, είτε από συμβατό δότη το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Όταν το δείγμα είναι καθαρό από τους προλευχαιμικούς κλώνους, τότε το δείγμα μπορεί να χορηγηθεί στο ίδιο το παιδί, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη ο δεύτερος παράγοντας της παραμονής λευχαιμικών κυττάρων παρά την ισχυρή χημειοθεραπεία. Η επιτυχία μιας μεταμόσχευσης δεν στηρίζεται μόνο στην επαναλειτουργία του μυελού των οστών, η οποία πρέπει να είναι μόνιμη, αλλά και στην πλήρη εξάλειψη της λευχαιμίας. Στην περίπτωση της αυτόλογης μεταμόσχευσης, τα παραμένοντα λευχαιμικά κύτταρα είναι απόλυτα ιστοσυμβατά με τα χορηγούμενα του ίδιου του παιδιού, υπάρχει πλήρης συγκατοίκηση παθολογικών και φυσιολογικών κυττάρων με αποτέλεσμα τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της λευχαιμίας. Στην περίπτωση της αλλογενούς μεταμόσχευσης, τα χορηγούμενα βλαστοκύτταρα δεν προέρχονται από το ίδιο το παιδί, δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση με τα παραμένοντα λευχαιμικά κύτταρα με αποτέλεσμα την έναρξη ανταγωνισμού και αλληλοεξόντωσης. Η επίθεση των ξένων βλαστοκυττάρων δεν περιορίζεται μόνο στα παραμένοντα λευχαιμικά κύτταρα, αλλά και προς όλα τα όργανα του ασθενούς. Και ενώ η επίθεση είναι επιθυμητή για την καταστροφή των λευχαιμικών κυττάρων, αυτή επεκτείνεται και προς τα υπόλοιπα όργανα του ασθενούς με αποτέλεσμα την έναρξη της απόρριψης, η οποία είναι διαφορετικής έντασης από χρόνια έως οξεία και πλήρης. Λόγω της κληρονομικότητας, ο ανταγωνισμός μεταξύ των βλαστοκυττάρων που προέρχονται από συγγενή ιστοσυμβατό αδελφό και του ασθενούς είναι μικρότερης κλίμακας συγκριτικά με ένα μόσχευμα από έναν ξένο δότη; αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανεκτικότητα αρχικά, την αποκατάσταση του μυελού και τον έλεγχο του ανταγωνισμού προς τα υπόλοιπα όργανα. Σε αυτό βοηθά και η χορήγηση ήπιων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, πιθανόν και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το μέγεθος του ανταγωνισμού.
Μετά από μακροχρόνιες έρευνες και εμπειρία από τις κλινικές μελέτες ανοίγεται ένα παράθυρο νέων εφαρμογών των βλαστοκυττάρων, στις οποίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά βλαστοκύτταρα του ίδιου του ασθενούς. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούνται βλαστοκύτταρα του ομφαλοπλακουντιακού αίματος, του πλακούντα, του μυελού των οστών, του λιπώδους ιστού και των δοντιών. Η λήψη του μυελού των οστών είναι επώδυνη και δεν συστήνεται σε μικρές ηλικίες. Το αίμα του πλακούντα λαμβάνεται εύκολα, ανώδυνα και περιέχει διάφορους τύπους νεαρών και υγιών βλαστοκυττάρων. Τα βλαστοκύτταρα από το ομφαλοπλακουντιακό αίμα και τον πλακούντα πλεονεκτούν έναντι των βλαστοκυττάρων του μυελού των οστών λόγω του νεαρού της ηλικίας, έχουν καλύτερη αναπλαστική ικανότητα και καλύτερη ιστοσυμβατότητα μεταξύ των μελών της οικογενείας. Ο λιπώδης ιστός είναι άφθονος και μας δίνει διαφορετικού τύπου κύτταρα, τα μεσεγχυματικά, η λήψη του είναι εύκολη και πιστεύεται ότι θα αντικαταστήσει το μυελό των οστών αποκλειστικά στις χρήσεις της αναγεννητικής ιατρικής.
Διεθνώς έχουν επενδυθεί σημαντικά κεφάλαια και έχουν αναπτυχθεί εργαστήρια βιοτεχνολογίας και τράπεζες βλαστοκυττάρων, στις οποίες μπορεί κάποιος επώνυμα να καταθέσει τα βλαστοκύτταρα του και να τα χρησιμοποιήσει στο μέλλον. Μάλιστα σε όσο νεαρότερη ηλικία καταθέσει κάποιος τα βλαστοκύτταρά του τόσο πιο αποτελεσματικά στη χρήση τους είναι.
Έτσι η εμπειρία από τις μέχρι τώρα χρήσεις στην αναγεννητική ιατρική έδειξε ότι τα βλαστοκύτταρα στους ενήλικες είναι αποτελεσματικά στην αποκατάσταση του άκρου μετά από εμβολή ή αρτηριακή απόφραξη. Η έγκαιρη χορήγηση βλαστοκυττάρων διασώζει το άκρο του ασθενούς από τον ακρωτηριασμό και η ανακούφιση από τον πόνο είναι άμεση. Τα βλαστοκύτταρα χορηγούνται σε ευρεία κλίμακα για την αποκατάσταση του μυοκαρδίου μετά από έμφραγμα, ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια, στηθάγχη, ή τελικού σταδίου καρδιακή ανεπάρκεια. Η χορήγηση των βλαστοκυττάρων γίνεται είτε άμεσα κατά τις επεμβάσεις by –pass μέσα στο ίσχαιμο μυοκάρδιο ή κατά την τοποθέτηση του stent. Η άμεση χορήγηση των βλαστοκυττάρων μετά το επεισόδιο δίνει καλύτερα αποτελέσματα.
Μια μεγάλη ομάδα ασθενειών στις οποίες χρησιμοποιούνται τα βλαστοκύτταρα είναι οι αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η ελκώδης κολίτιδα, η νόσος του Crohn, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και ο παιδικός διαβήτης. Τα μεσεγχυματικού τύπου βλαστοκύτταρα που λαμβάνονται από το λιπώδη ιστό ή το μυελό των οστών θεωρούνται τα πλέον κατάλληλα, επειδή ασκούν έντονη κατασταλτική δράση στο ανοσοποιητικό σύστημα, η διέγερση του οποίου προκαλεί όλες τις ανωτέρω ασθένειες. Οι τραυματισμοί του κερατοειδούς και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας επίσης αποτελούν αντικείμενο θεραπειών με προεξάρχοντα τον κερατοειδή, όπου τα αποτελέσματα είναι άμεσα.
Η αναγέννηση της επιδερμίδας λόγω της φωτογήρανσης, η διόρθωση των ρυτίδων και η αποκατάσταση εγκαυμάτων αποτελεί ένα επίσης μεγάλο πεδίο εφαρμογών των βλαστοκυττάρων.
Οι κληρονομικές ασθένειες ταλαιπωρούν πολλούς ανθρώπους, με μόνη θεραπεία την αποφυγή λήψης ορισμένων τροφών, ή τη λήψη συγκεκριμένων σκευασμάτων και τη γενετική καθοδήγηση για τις επόμενες γενιές. Η γονιδιακή θεραπεία, η διόρθωση δηλαδή των παθολογικών γονιδίων στα βλαστοκύτταρα των ασθενών και η επαναχορήγησή τους σήμερα αν και στην αρχή της, δίνει πολλές ελπίδες στους ασθενείς αυτούς.
Κ ΚΟΥΖΗ-ΚΟΛΙΑΚΟΥ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΘ
www.biohellenica.gr