Ασπιρίνη και Σακχαρώδης Διαβήτης


Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως είναι η στεφανιαία νόσος, το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και η περιφερική αγγειοπάθεια. Η ασπιρίνη είναι ένα αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο που εμποδίζει την συσσώρευση και την συγκόλληση των αιμοπεταλίων στο αίμα και δημιουργία θρόμβων στις αρτηρίες. Η σπουδαιότητα της ασπιρίνης στην δευτερογενή πρόληψη, δηλαδή στην πρόληψη εκδήλωσης ενός δεύτερου ισχαιμικού επεισοδίου ή εγκεφαλικού έχει τεκμηριωθεί σε πολυάριθμες μελέτες. Μάλιστα, σύμφωνα με τις οδηγίες δευτερογενούς πρόληψης θεωρείται ως κακή άσκηση της ιατρικής η μη χορήγηση ασπιρίνης, εφόσον δεν υπάρχει σαφής αντένδειξη, όπως ενεργό έλκος του πεπτικού ή οξεία αιμορραγία.

Τα πράγματα, αντίθετα, δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όσον αφορά στον ρόλο της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη, στην πρόληψη δηλαδή εκδήλωσης ενός πρώτου επεισοδίου στηθάγχης, εμφράγματος ή εγκεφαλικού. Και αυτό γιατί η ασπιρίνη μπορεί να έχει μια δυνητικά σοβαρή παρενέργεια, την εμφάνιση κάποιας αιμορραγίας.

Στα πλαίσια αυτά έχουν δοθεί κατά διαστήματα από τις Επιστημονικές Εταιρείες ποικίλες, συχνά αντικρουόμενες συστάσεις, για την χρησιμότητα χορήγησης ασπιρίνης σε ασθενείς που δεν έχουν γνωστό καρδιαγγειακό νόσημα, αλλά έχουν έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση αυτών. Πρόσφατα, η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιολογίας εξέδωσαν κοινές οδηγίες, για την πρωτογενή πρόληψη ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη. Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιολογίας άλλαξαν τις παλαιότερες οδηγίες που ήταν σε ισχύ μέχρι τώρα βασιζόμενες σε δύο μεγάλες, νεότερες μελέτες. Οι συγκεκριμένες μελέτες διενεργήθηκαν με στόχο να δώσουν μια σαφή απάντηση στο ερώτημα για το ποια ακριβώς είναι η θέση της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη, χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Η μία μελέτη από την Ιαπωνία έδειξε, ότι στον συνολικό πληθυσμό των ατόμων με τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη η χορήγηση ασπιρίνης δεν μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης ενός καρδιαγγειακού επεισοδίου. Μόνο στα άτομα πάνω από τα 65 έτη, παρατηρήθηκε μια σημαντική μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου που έφτανε το 32%. Παρόμοια αποτελέσματα έδειξε και η άλλη μελέτη, η οποία συμπεριέλαβε ασθενείς με διαβήτη και ασυμπτωματική περιφερική αγγειοπάθεια.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις νεότερες οδηγίες των δύο Επιστημονικών Εταιρειών, μπορεί να δίνεται χαμηλή δόση ασπιρίνης (75 με 160 mg την ημέρα) σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη που έχουν αυξημένο, πάνω από 10%, καρδιαγγειακό κίνδυνο, μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, ενώ είναι χαμηλού κινδύνου για την εκδήλωση αιμορραγίας από οποιοδήποτε σημείο του σώματός τους. Ακόμα, τα άτομα αυτά θα πρέπει να είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών αν είναι άνδρες και ηλικίας μεγαλύτερης των 60 ετών αν είναι γυναίκες. Επίσης, εκτός από σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να έχουν έναν ακόμα μείζονα παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακού νοσήματος, π.χ. κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου ή αλβουμινουρία. Στα άτομα που έχουν ενδιάμεσο καρδιαγγειακό κίνδυνο (5-10%) στην 10/ετία ή είναι νεότερης ηλικίας αλλά έχουν έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου ή είναι μεγαλύτεροι, αλλά χωρίς άλλους παράγοντες κινδύνου μπορεί επίσης να δοθεί χαμηλή δόση ασπιρίνης, αλλά με προσοχή και εν αναμονή περισσότερων δεδομένων. Τέλος, τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη που δεν έχουν τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, αλλά λαμβάνουν ασπιρίνη στα πλαίσια της πρωτογενούς πρόληψης, θα πρέπει να συζητήσουν με τους γιατρούς τους την σκοπιμότητα της περαιτέρω λήψης της και την πιθανότητα διακοπής της.


Χριστόδουλος Ι. Στεφανάδης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

    Στην κορυφή