Άριστο το ογκολογικό αποτέλεσμα της λαπαροσκοπικής κολεκτομής για τον καρκίνο τους παχέος εντέρου
Με μόνο τέσσερις ή πέντε μικρές τομές μισού εκατοστού η κάθε μία, η λαπαροσκοπική κολεκτομή αποτελεί πλέον τη λύση εκλογής στην αντιμετώπιση των σοβαρών παθήσεων του παχέος εντέρου, προκειμένου να αποφευχθεί η κλασική ανοιχτή επέμβαση, δεδομένου ότι εκεί ο χειρουργός αναγκάζεται να κάνει μεγάλη τομή, γεγονός που ακολουθείται από μεγάλης διάρκειας μετεγχειρητική παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο, ενώ απαιτείται συγχρόνως και μεγάλη περίοδος ανάρρωσης.
Η επέμβαση της κολεκτομής θεωρείται από τις βαρύτερες επεμβάσεις στην γενική χειρουργική. Απαιτεί διενέργεια τομής συνήθως από την ξιφοειδή απόφυση του στέρνου μέχρι το εφήβαιο, και αυτό διότι πρέπει να γίνει κινητοποίηση (απελευθέρωση) του τμήματος του παχέος εντέρου που θα αφαιρεθεί από τους ανατομικούς "συνδέσμους" αυτού, όπως ο σύνδεσμος με το ήπαρ, το σπλήνα κλπ. Οι χειρισμοί αυτού απαιτούν την διενέργεια της μεγάλης τομής.
Στις περισσότερες λαπαροσκοπικές κολεκτομές, ο χειρουργός θα κάνει τέσσερις ή πέντε μικρές τομές (1/2εκ. περίπου η καθεμία), ενώ παρακολουθεί την εικόνα των εσωτερικών οργάνων του ασθενούς σε ένα μόνιτορ υψηλής ανάλυσης με την χρήση του λαπαροσκοπίου, ενός μικροσκοπικού τηλεσκοπίου συνδεδεμένο με μια βιντεοκάμερα, το οποίο εισάγεται μέσω ενός σωλήνα ενός εκατοστού και επιτρέπει στον χειρουργό να βλέπει σε υψηλή μεγέθυνση.
Η επέμβαση γίνεται με την χρήση εξειδικευμενων εργαλείων των 5 χιλιοστών, τα οποία συνδέονται με πλέον σύγχρονες συσκευές ενέργειας (συσκευή υπερήχων, διπολικές διαθερμίες κλπ). Μία από τις μικρές τομές μεγαλώνει κατά 4-6 εκατοστά στο τέλος της επέμβασης προκειμένου να εξέλθει το τμήμα που έχει αφαιρεθεί.
Οι βασικές ενδείξεις της κολεκτομής είναι συνήθως: Καλοήθεις ή κακοήθεις όγκοι του παχέος εντέρου οι οποίοι δεν μπορούν να αφαιρεθούν με ενδοσκοπική μέθοδο, εκκολπωματική νόσος και επιπλεγμένες περιπτώσεις αιμορραγικών ή ισχαιμικών κολίτιδων κλπ.
Παρόλο που η χειρουργική επέμβαση δεν αποτελεί πάντα ριζική θεραπεία των ασθενειών του παχέος εντέρου όπως ο καρκίνος, εντούτοις είναι η καλύτερη μέθοδος με 600 χιλιάδες περίπου σχετικές επεμβάσεις κάθε χρόνο, προκειμένου να σταματήσει η εξάπλωση της ασθένειας και να ανακουφισθεί ο ασθενής από την ταλαιπωρία και τον πόνο.
Μία επέμβαση στο παχύ έντερο που σαφώς πρέπει να πραγματοποιείται από εκπαιδευμένο χειρουργό με επαρκή εμπειρία, έχει ένα διττό στόχο.
Καταρχάς να γίνει η αναγκαία ευρεία εκτομή του σημείου που πάσχει και κατά δεύτερο λόγο η αποφυγή διασποράς των καρκινικών κυττάρων. Τους δύο αυτούς στόχους τους εξυπηρετεί απόλυτα η λαπαροσκοπική κολεκτομή που αποτελεί μια ασφαλή επέμβαση με αποτελέσματα που συγκρίνονται με εκείνα της ανοικτής επέμβασης αλλά και με πολλά επιπλέον.
Ανάμεσά τους είναι το μικρότερο χειρουργικό τραύμα, γιατί οι κλασικές "ανοιχτές" επεμβάσεις είναι πολύ εκτεταμένες και στις περισσότερες περιπτώσεις, ο χειρουργός αναγκάζεται να κάνει μεγάλη τομή, γεγονός που συνοδεύεται από μεγάλης διάρκειας μετεγχειρητική παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο πέντε έως οκτώ ημέρες κατά μέσον όρο, ενώ απαιτείται συνήθως περίοδος ανάρρωσης έξι εβδομάδων, η μικρότερη απώλεια αίματος, η γρηγορότερη λειτουργία του εντέρου, ο μικρότερος μετεγχειρητικός πόνος, το αισθητικά καλύτερο αποτέλεσμα, ο μικρότερος χρόνος παραμονής στο νοσοκομείο, η ταχύτερη επιστροφή σε μια δίαιτα στερεής τροφής και η συντομότερη επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες.
Το ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημα της λαπαροσκοπικής αντιμετώπισης, είναι ότι ο ασθενής σηκώνεται και περπατά την επόμενη κιόλας ημέρα. Αυτό, μειώνει τους μυϊκούς πόνους και βοηθά σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία. Την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα σιτίζεται με μαλακή τροφή και εξέρχεται από το νοσοκομείο πολύ σύντομα».
Να επισημανθεί τέλος πως πέραν από τη λαπαροσκοπική κολεκτομή που αντιμετωπίζει με επεμβατικό τρόπο τις παθήσεις του παχέος εντέρου με κύρια την αντιμετώπιση του καρκίνου, την τελευταία 20ετία, η θνησιμότητα από καρκίνο του παχέος εντέρου μειώνεται, λόγω του ότι τα νέα περιστατικά είναι λιγότερα με τη διάγνωση να γίνεται πιο έγκαιρα και τις θεραπείες να έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Έτσι διαπιστώνεται μια άνοδος της 5ετούς επιβίωσης στο 90% των ασθενών, αλλά η έγκαιρη διάγνωση πρέπει ακόμα να διανύσει αρκετό δρόμο, με την επιλογή της κολονοσκόπησης να αποτελεί το κύριο διαγνωστικό μέσο για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.
Γιώργος Σάμπαλης
Γενικός Χειρουργός
Λαπαροσκοπική και Ρομποτική Χειρουργική
Διευθυντής - Χειρουργός στην Ευρωκλινική Αθηνών
Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Ελληνικής Εταιρείας Ενδοσκοπικής Χειρουργικής
www.sambalis.gr
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...
Η επέμβαση της κολεκτομής θεωρείται από τις βαρύτερες επεμβάσεις στην γενική χειρουργική. Απαιτεί διενέργεια τομής συνήθως από την ξιφοειδή απόφυση του στέρνου μέχρι το εφήβαιο, και αυτό διότι πρέπει να γίνει κινητοποίηση (απελευθέρωση) του τμήματος του παχέος εντέρου που θα αφαιρεθεί από τους ανατομικούς "συνδέσμους" αυτού, όπως ο σύνδεσμος με το ήπαρ, το σπλήνα κλπ. Οι χειρισμοί αυτού απαιτούν την διενέργεια της μεγάλης τομής.
Στις περισσότερες λαπαροσκοπικές κολεκτομές, ο χειρουργός θα κάνει τέσσερις ή πέντε μικρές τομές (1/2εκ. περίπου η καθεμία), ενώ παρακολουθεί την εικόνα των εσωτερικών οργάνων του ασθενούς σε ένα μόνιτορ υψηλής ανάλυσης με την χρήση του λαπαροσκοπίου, ενός μικροσκοπικού τηλεσκοπίου συνδεδεμένο με μια βιντεοκάμερα, το οποίο εισάγεται μέσω ενός σωλήνα ενός εκατοστού και επιτρέπει στον χειρουργό να βλέπει σε υψηλή μεγέθυνση.
Η επέμβαση γίνεται με την χρήση εξειδικευμενων εργαλείων των 5 χιλιοστών, τα οποία συνδέονται με πλέον σύγχρονες συσκευές ενέργειας (συσκευή υπερήχων, διπολικές διαθερμίες κλπ). Μία από τις μικρές τομές μεγαλώνει κατά 4-6 εκατοστά στο τέλος της επέμβασης προκειμένου να εξέλθει το τμήμα που έχει αφαιρεθεί.
Οι βασικές ενδείξεις της κολεκτομής είναι συνήθως: Καλοήθεις ή κακοήθεις όγκοι του παχέος εντέρου οι οποίοι δεν μπορούν να αφαιρεθούν με ενδοσκοπική μέθοδο, εκκολπωματική νόσος και επιπλεγμένες περιπτώσεις αιμορραγικών ή ισχαιμικών κολίτιδων κλπ.
Παρόλο που η χειρουργική επέμβαση δεν αποτελεί πάντα ριζική θεραπεία των ασθενειών του παχέος εντέρου όπως ο καρκίνος, εντούτοις είναι η καλύτερη μέθοδος με 600 χιλιάδες περίπου σχετικές επεμβάσεις κάθε χρόνο, προκειμένου να σταματήσει η εξάπλωση της ασθένειας και να ανακουφισθεί ο ασθενής από την ταλαιπωρία και τον πόνο.
Μία επέμβαση στο παχύ έντερο που σαφώς πρέπει να πραγματοποιείται από εκπαιδευμένο χειρουργό με επαρκή εμπειρία, έχει ένα διττό στόχο.
Καταρχάς να γίνει η αναγκαία ευρεία εκτομή του σημείου που πάσχει και κατά δεύτερο λόγο η αποφυγή διασποράς των καρκινικών κυττάρων. Τους δύο αυτούς στόχους τους εξυπηρετεί απόλυτα η λαπαροσκοπική κολεκτομή που αποτελεί μια ασφαλή επέμβαση με αποτελέσματα που συγκρίνονται με εκείνα της ανοικτής επέμβασης αλλά και με πολλά επιπλέον.
Ανάμεσά τους είναι το μικρότερο χειρουργικό τραύμα, γιατί οι κλασικές "ανοιχτές" επεμβάσεις είναι πολύ εκτεταμένες και στις περισσότερες περιπτώσεις, ο χειρουργός αναγκάζεται να κάνει μεγάλη τομή, γεγονός που συνοδεύεται από μεγάλης διάρκειας μετεγχειρητική παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο πέντε έως οκτώ ημέρες κατά μέσον όρο, ενώ απαιτείται συνήθως περίοδος ανάρρωσης έξι εβδομάδων, η μικρότερη απώλεια αίματος, η γρηγορότερη λειτουργία του εντέρου, ο μικρότερος μετεγχειρητικός πόνος, το αισθητικά καλύτερο αποτέλεσμα, ο μικρότερος χρόνος παραμονής στο νοσοκομείο, η ταχύτερη επιστροφή σε μια δίαιτα στερεής τροφής και η συντομότερη επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες.
Το ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημα της λαπαροσκοπικής αντιμετώπισης, είναι ότι ο ασθενής σηκώνεται και περπατά την επόμενη κιόλας ημέρα. Αυτό, μειώνει τους μυϊκούς πόνους και βοηθά σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία. Την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα σιτίζεται με μαλακή τροφή και εξέρχεται από το νοσοκομείο πολύ σύντομα».
Να επισημανθεί τέλος πως πέραν από τη λαπαροσκοπική κολεκτομή που αντιμετωπίζει με επεμβατικό τρόπο τις παθήσεις του παχέος εντέρου με κύρια την αντιμετώπιση του καρκίνου, την τελευταία 20ετία, η θνησιμότητα από καρκίνο του παχέος εντέρου μειώνεται, λόγω του ότι τα νέα περιστατικά είναι λιγότερα με τη διάγνωση να γίνεται πιο έγκαιρα και τις θεραπείες να έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Έτσι διαπιστώνεται μια άνοδος της 5ετούς επιβίωσης στο 90% των ασθενών, αλλά η έγκαιρη διάγνωση πρέπει ακόμα να διανύσει αρκετό δρόμο, με την επιλογή της κολονοσκόπησης να αποτελεί το κύριο διαγνωστικό μέσο για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.
Γιώργος Σάμπαλης
Γενικός Χειρουργός
Λαπαροσκοπική και Ρομποτική Χειρουργική
Διευθυντής - Χειρουργός στην Ευρωκλινική Αθηνών
Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Ελληνικής Εταιρείας Ενδοσκοπικής Χειρουργικής
www.sambalis.gr
Διαβάστε περισσότερα άρθρα...