Απορίες ενός καρδιοπαθούς
Η συζήτηση είναι αυθεντική. Σ' ένα καφενείο τις μέρες του Πάσχα συζητούν δύο καρδιοπαθείς: «Πώς εξηγείται να έχω στένωση (βούλωμα) 70% σε μία αρτηρία της καρδιάς και εμένα να μου δώσουν θεραπεία και εσένα, με την ίδια στένωση, στην ίδια θέση, να σου κάνουν αγγειοπλαστική (μπαλόνι);»
Ηταν ένα λογικό ερώτημα που χρειάζεται οπωσδήποτε απάντηση. Το μυαλό τού αρρώστου που έκανε αγγειοπλαστική αρχίζει να σκέπτεται πονηρά, έχοντας υπόψη του ό,τι ακούει, βλέπει ή διαβάζει στα μέσα ενημέρωσης. Ομως υπάρχει επιστημονική απάντηση.
Οταν ο γιατρός βλέπει στη στεφανιογραφία μια στένωση (βούλωμα) που φράζει στο εσωτερικό της αρτηρίας πάνω από 70% της διαμέτρου της, αυτό δεν σημαίνει πρακτικά τίποτα. Σημασία έχει το πώς δημιουργήθηκε αυτή η στένωση. Εάν αυτό έγινε σιγά σιγά, με την πάροδο του χρόνου, αυτό το βούλωμα κατά κανόνα είναι σταθερό και ο άρρωστος δεν κινδυνεύει να πάθει από αυτό έμφραγμα. Περισσότερο κινδυνεύει από μια άλλη μικρή στένωση που βρίσκεται στην ίδια ή σε άλλη αρτηρία και μόλις αρχίζει να φαίνεται στη στεφανιογραφία, παρά από τη μεγάλη στένωση του 70%.
Ο άρρωστος αυτός δεν χρειάζεται επεμβατική θεραπεία. Ο άρρωστος αυτός είναι εκείνος που πρακτικά δεν έχει κανένα ενόχλημα και το test κοπώσεώς του είναι κατά κανόνα αρνητικό, δηλαδή φυσιολογικό. Ο άρρωστος αυτός χρειάζεται συγκροτημένη φαρμακευτική θεραπεία και αλλαγή του τρόπου ζωής του. Η θεραπεία αυτή θα σταθεροποιήσει και τις μικρές ή και τις μεγάλες στενώσεις που υπάρχουν σε όλες τις αρτηρίες του και θα ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους να του συμβεί ένα έμφραγμα στην καρδιά ή ένα εγκεφαλικό επεισόδιο (γιατί είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν ανάλογες βλάβες και στις αρτηρίες του εγκεφάλου του).
Αντίθετα, ο άρρωστος εκείνος που είχε εκείνη τη στένωση που έφραξε την αρτηρία του κατά 70% και άνω, ενώ παράλληλα παρουσίασε αιφνίδια πόνο στο κέντρο του στήθους, δηλαδή αυτό που επιστημονικά ονομάζεται στηθάγχη, είναι αυτός που χρειάζεται επέμβαση.
Στην περίπτωση αυτή η στένωση (το βούλωμα της αρτηρίας) δημιουργήθηκε απότομα μέσα σε ώρες ή μέρες ενώ δεν προϋπήρχε, έσπασε μια ασήμαντη αθηρωματική πλάκα και δημιούργησε έναν θρόμβο που ευτυχώς δεν έφραξε τελείως την αρτηρία, γιατί θα δημιουργούσε οξύ έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο (εάν επρόκειτο για αρτηρία του εγκεφάλου). Η στένωση αυτή, εάν δεν αντιμετωπιστεί επεμβατικά, μπορεί μέσα σε λίγες μέρες ή εβδομάδες να υποτροπιάσει και να κλείσει τελείως την αρτηρία, δημιουργώντας ένα οξύ επεισόδιο με ανυπολόγιστες συνέπειες ακόμα και για τη ζωή του αρρώστου. Ετσι λοιπόν απλά εξηγείται γιατί ο γιατρός έπραξε σωστά και στις δύο περιπτώσεις που φαινομενικά έμοιαζαν απόλυτα στη στεφανιογραφία.
Ετσι εξηγούνται και τα αποτελέσματα της πολυκεντρικής μελέτης Courage, όπου οι άρρωστοι που είχαν στενώματα όχι μόνο στη μία αλλά και στις τρεις αρτηρίες της καρδιάς και δεν είχαν συμπτώματα δεν είχαν καλύτερη τύχη εάν έκαναν εγχείρηση bypass σε σύγκριση με εκείνους που δεν έκαναν εγχείρηση bypass και υποβλήθηκαν μόνο σε φαρμακευτική θεραπεία.
Οι στενώσεις (βουλώματα) των στεφανιαίων αρτηριών με την πάροδο του χρόνου συνοδεύονται με παράλληλη ανάπτυξη παράπλευρης κυκλοφορίας, δηλαδή ενός φυσικού bypass από μικρές αρτηρίες της καρδιάς, που δημιουργεί ο οργανισμός αντιρροπιστικά, για να παρακάμπτει τις σοβαρές στενώσεις.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι άρρωστοι της κατηγορίας αυτής δεν έχουν συνήθως συμπτώματα και οδηγούνται στη στεφανιογραφία γιατί βρέθηκε ένα οριακό test κόπωσης ή σπινθηρογράφημα του μυοκαρδίου στο πλαίσιο ενός check-up που έκανε ο άρρωστος όταν επισκέφθηκε τον γιατρό του για να εξεταστεί προληπτικά.
Άλλωστε είναι γνωστόν ότι πριν από μερικά χρόνια στρατιές αρρώστων έπαιρναν το δρόμο για το Λονδίνο και το εξωτερικό για να υποστούν εγχείρηση bypass, γιατί τότε δεν υπήρχε η επιστημονική γνώση για την υφή, τη σύνθεση και τις επιπλοκές της αθηροσκληρωτικής πλάκας.
Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Ηταν ένα λογικό ερώτημα που χρειάζεται οπωσδήποτε απάντηση. Το μυαλό τού αρρώστου που έκανε αγγειοπλαστική αρχίζει να σκέπτεται πονηρά, έχοντας υπόψη του ό,τι ακούει, βλέπει ή διαβάζει στα μέσα ενημέρωσης. Ομως υπάρχει επιστημονική απάντηση.
Οταν ο γιατρός βλέπει στη στεφανιογραφία μια στένωση (βούλωμα) που φράζει στο εσωτερικό της αρτηρίας πάνω από 70% της διαμέτρου της, αυτό δεν σημαίνει πρακτικά τίποτα. Σημασία έχει το πώς δημιουργήθηκε αυτή η στένωση. Εάν αυτό έγινε σιγά σιγά, με την πάροδο του χρόνου, αυτό το βούλωμα κατά κανόνα είναι σταθερό και ο άρρωστος δεν κινδυνεύει να πάθει από αυτό έμφραγμα. Περισσότερο κινδυνεύει από μια άλλη μικρή στένωση που βρίσκεται στην ίδια ή σε άλλη αρτηρία και μόλις αρχίζει να φαίνεται στη στεφανιογραφία, παρά από τη μεγάλη στένωση του 70%.
Ο άρρωστος αυτός δεν χρειάζεται επεμβατική θεραπεία. Ο άρρωστος αυτός είναι εκείνος που πρακτικά δεν έχει κανένα ενόχλημα και το test κοπώσεώς του είναι κατά κανόνα αρνητικό, δηλαδή φυσιολογικό. Ο άρρωστος αυτός χρειάζεται συγκροτημένη φαρμακευτική θεραπεία και αλλαγή του τρόπου ζωής του. Η θεραπεία αυτή θα σταθεροποιήσει και τις μικρές ή και τις μεγάλες στενώσεις που υπάρχουν σε όλες τις αρτηρίες του και θα ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους να του συμβεί ένα έμφραγμα στην καρδιά ή ένα εγκεφαλικό επεισόδιο (γιατί είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν ανάλογες βλάβες και στις αρτηρίες του εγκεφάλου του).
Αντίθετα, ο άρρωστος εκείνος που είχε εκείνη τη στένωση που έφραξε την αρτηρία του κατά 70% και άνω, ενώ παράλληλα παρουσίασε αιφνίδια πόνο στο κέντρο του στήθους, δηλαδή αυτό που επιστημονικά ονομάζεται στηθάγχη, είναι αυτός που χρειάζεται επέμβαση.
Στην περίπτωση αυτή η στένωση (το βούλωμα της αρτηρίας) δημιουργήθηκε απότομα μέσα σε ώρες ή μέρες ενώ δεν προϋπήρχε, έσπασε μια ασήμαντη αθηρωματική πλάκα και δημιούργησε έναν θρόμβο που ευτυχώς δεν έφραξε τελείως την αρτηρία, γιατί θα δημιουργούσε οξύ έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο (εάν επρόκειτο για αρτηρία του εγκεφάλου). Η στένωση αυτή, εάν δεν αντιμετωπιστεί επεμβατικά, μπορεί μέσα σε λίγες μέρες ή εβδομάδες να υποτροπιάσει και να κλείσει τελείως την αρτηρία, δημιουργώντας ένα οξύ επεισόδιο με ανυπολόγιστες συνέπειες ακόμα και για τη ζωή του αρρώστου. Ετσι λοιπόν απλά εξηγείται γιατί ο γιατρός έπραξε σωστά και στις δύο περιπτώσεις που φαινομενικά έμοιαζαν απόλυτα στη στεφανιογραφία.
Ετσι εξηγούνται και τα αποτελέσματα της πολυκεντρικής μελέτης Courage, όπου οι άρρωστοι που είχαν στενώματα όχι μόνο στη μία αλλά και στις τρεις αρτηρίες της καρδιάς και δεν είχαν συμπτώματα δεν είχαν καλύτερη τύχη εάν έκαναν εγχείρηση bypass σε σύγκριση με εκείνους που δεν έκαναν εγχείρηση bypass και υποβλήθηκαν μόνο σε φαρμακευτική θεραπεία.
Οι στενώσεις (βουλώματα) των στεφανιαίων αρτηριών με την πάροδο του χρόνου συνοδεύονται με παράλληλη ανάπτυξη παράπλευρης κυκλοφορίας, δηλαδή ενός φυσικού bypass από μικρές αρτηρίες της καρδιάς, που δημιουργεί ο οργανισμός αντιρροπιστικά, για να παρακάμπτει τις σοβαρές στενώσεις.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι άρρωστοι της κατηγορίας αυτής δεν έχουν συνήθως συμπτώματα και οδηγούνται στη στεφανιογραφία γιατί βρέθηκε ένα οριακό test κόπωσης ή σπινθηρογράφημα του μυοκαρδίου στο πλαίσιο ενός check-up που έκανε ο άρρωστος όταν επισκέφθηκε τον γιατρό του για να εξεταστεί προληπτικά.
Άλλωστε είναι γνωστόν ότι πριν από μερικά χρόνια στρατιές αρρώστων έπαιρναν το δρόμο για το Λονδίνο και το εξωτερικό για να υποστούν εγχείρηση bypass, γιατί τότε δεν υπήρχε η επιστημονική γνώση για την υφή, τη σύνθεση και τις επιπλοκές της αθηροσκληρωτικής πλάκας.
Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών