35ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑΣ (ESMO)
Νέα δεδομένα που αφορούν σε νέες προσεγγίσεις στην έρευνα για τη θεραπεία ασθενών με σπάνιους και τύπους καρκίνου οι οποίοι δεν έχουν καμία ή ελάχιστες θεραπευτικές επιλογές παρουσιάστηκαν στο 35ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ESMO) στο Μιλάνο της Ιταλίας, που πραγματοποιήθηκε στις 8-12 Οκτωβρίου.
Στο συνέδριο της ESMO, η Pfizer παρουσίασε δεδομένα σχετικά με βασικές ουσίες από το χαρτοφυλάκιό της, τα οποία περιλαμβάνουν:
Μία μελέτη Φάσης 1/2 για την αξιολόγηση του crizotinib σε ασθενείς με Μη Μικροκυτταρικό Καρκίνο του Πνεύμονα (ΜΜΚΠ) που είναι φορείς μιας μετάλλαξης στο γονίδιο ALK . Η μετάλλαξη του γονιδίου ALK θεωρείται ως ένας σημαντικός παράγοντας καρκινογένεσης σε μια υποομάδα ασθενών με ΜΜΚΠ. Σε παγκόσμια κλίμακα, εκτιμάται ότι περίπου 45.000 νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με ΜΜΚΠ κάθε χρόνο είναι θετικοί ως προς τη μετάλλαξη του ALK.
Το crizotinib, ένας από του στόματος χορηγούμενος αναστολέας του ALK, ο πρώτος παράγοντας που αναπτύσσεται σε αυτή την κατηγορία παγκοσμίως, ήδη βρίσκεται σε στάδιο ανάπτυξης μελετών Φάσης 3. Παράλληλα η Pfizer συνεργάζεται με κορυφαία εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα των διαγνωστικών με σκοπό την ανάπτυξη μιας διαγνωστικής εξέτασης για την ανίχνευση της παρουσίας μεταλλάξεων στο γονίδιο ALK σε ασθενείς με ΜΜΚΠ.
Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της ESMO καταδεικνύουν εξαιρετικά σημαντική αποτελεσματικότητα σε έναν πληθυσμό για τον οποίο υπάρχει μεγάλη ιατρική ανάγκη, καθώς οι ασθενείς αυτοί δεν ανταποκρίνονται στην καθιερωμένη χημειοθεραπευτική προσέγγιση. Την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων υποδέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό το σύνολο της ιατρικής κοινότητας και υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες από τον καινοτόμο αυτόν παράγοντα, η ανάπτυξη του οποίου βασίζεται στην εξατομικευμένη προσέγγιση.
Παράλληλα στο συνέδριο ανακοινώθηκαν δεδομένα του PF-00299804 ενός ερευνητικού, από του στόματος χορηγούμενου pan-HER αναστολέα. Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν αφορούσαν μία παγκόσμια, τυχαιοποιημένη μελέτη Φάσης 2 για την αξιολόγηση της αντινεοπλασματικής δράσης και της ασφάλειας του PF-00299804 συγκριτικά με το erlotinib σε ασθενείς με ΜΜΚΠ. Η μελέτη αυτή έδειξε υπεροχή του ερευνητικού σκέλους σε σύγκριση με τη καθιερωμένη θεραπεία ενώ το PF-00299804 βρίσκεται επί του παρόντος υπό αξιολόγηση σε μελέτη Φάσης 3.
Επιπρόσθετα στο συνέδριο ανακοινώθηκαν αποτελέσματα μελέτης Φάσης 1/2, στην οποία αξιολογήθηκε το figitumumab (CP-751,871), ένα εκλεκτικό και πλήρως εξανθρωπισμένο μονοκλωνικό αντίσωμα IgG2 ενάντια στο μονοπάτι του IGF-1R (υποδοχέα του ινσουλινοειδούς αυξητικού παράγοντα 1), σε ασθενείς με ανθεκτικό σάρκωμα Ewing και άλλα σαρκώματα.
Επίσης, σχετικά με την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού πραγματοποιήθηκε συνέντευξη τύπου από τους καθηγητές Robert Coleman, Ερευνητικό Κέντρο Καρκίνου, Πανεπιστήμιο Sheffield UK, Alison Jones, Ογκολογικό Τμήμα, Royal Free Hospital του Λονδίνου, Matti Aapro, Ινστιτούτο Ογκολογίας της Clinique de Genolier της Ελβετίας και Nadia Harbeck, Τμήμα Γυναικολογίας & Μαιευτικής, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Köln της Γερμανίας με θέμα την ενδοκρινική θεραπεία (ET) σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Σύμφωνα με τα ερευνητικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν, η ενδοκρινική θεραπεία, και ειδικά με αναστολείς της αρωματάσης, όπως η εξεμεστάνη, είναι μια χρήσιμη και καλά ανεκτή θεραπευτική επιλογή για γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο του μαστού, ειδικά εκείνες που περνούν από περιεμμηνοπαυσιακή σε μετεμμηνόπαυση κατάσταση κατά τη διάρκεια της θεραπείας καθώς και για τις πιο ηλικιωμένες ασθενείς.
Συγκεκριμένα:
30% των καρκίνων του μαστού στο αρχικό στάδιο θεραπείας εμφανίζουν μεταστάσεις
Η ανάλυση Cochrane δείχνει ότι η αρχική χημειοθεραπεία και η ενδοκρινική θεραπεία έχουν παρόμοια αποτελέσματα στην συνολική επιβίωση των ασθενών
Η χημειοθεραπεία έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών
Η ενδοκρινική θα έπρεπε να είναι η επιλεγμένη θεραπεία για όλους τους ασθενείς, εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του ασθενούς και απαιτούν άμεση ανταπόκριση, σε μη ορμονοεξαρτώμενους καρκίνους ή σε περιπτώσεις που οι ενδοκρινικές επιλογές δεν είναι πλέον διαθέσιμες
Η ενδοκρινική θεραπεία είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή και θα πρέπει να χορηγείται για όσο διάστημα είναι δυνατόν
Η μετάβαση από τους μη στεροειδείς αναστολείς αρωματάσης σε στεροειδείς, μετά την εξέλιξη της νόσου, θεωρείται επιλογή εξαιτίας της απουσίας διασταυρούμενης αντοχής και παρέχει κλινικά αποτελέσματα
Η μετάβαση/ συνέχιση της θεραπείας με ταμοξιφαίνη και αναστολείς της αρωματάσης μεγιστοποιεί τα οφέλη και εξισορροπεί τις παρενέργειες ενώ μπορεί να είναι μία δυνητική επιλογή για περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που περνούν στο μετεμμηνοπαυσικό στάδιο κατά τη διάρκεια της θεραπείας
Είναι πιθανό να είναι δύσκολη η ακριβής εκτίμηση της εμμηνοπαυσιακής κατάστασης και είναι αναγκαία η έγκυρη μέτρηση των επιπέδων E2 και FSH
Όταν οι ασθενείς έρθουν σε μεταεμμηνοπαυσιακό στάδιο πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο μετάβασης σε αγωγή με αναστολείς αρωματάσης, προκειμένου να παραμείνει αποτελεσματική η θεραπεία
Ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται σε υψηλά ποσοστά σε ηλικιωμένους ασθενείς και οι οποίος συχνά είναι ορμονοεξαρτώμενος
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς συχνά δεν αντιμετωπίζονται όπως πρέπει και εμφανίζουν και άλλες συννοσηρότητες
Ανεξαρτήτως της ηλικίας του ασθενούς, οι αναστολείς της αρωματάσης είναι πιο αποτελεσματικοί από την ταμοξιφαίνη
Συνίσταται η έναρξη της θεραπείας με αναστολείς αρωματάσης είτε από την αρχή της θεραπείας είτε μετά από 2-3 χρόνια με ταμοξιφαίνη
Για πολλούς ασθενείς η μετάβαση προσφέρει την καλύτερη ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και ποιότητας ζωής
Τα παραπάνω στοιχεία είναι σε συμφωνία με τα αποτελέσματα της μελέτης ΤΕΑΜ της εξεμεστάνης μετά από μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών. Η TEAM είναι η μεγαλύτερη σε αριθμό ασθενών μελέτη για συμπληρωματική θεραπεία με αναστολείς της αρωματάσης, που έχει διεξαχθεί ποτέ.
Πρόκειται για μία τυχαιοποιημένη, ανοικτή, πολυεθνική μελέτη που περιέλαβε 9.775 μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες με ορμονοευαίσθητο πρώιμο καρκίνο του μαστού. Διεξήχθη με τη συνεργασία ερευνητών στις ΗΠΑ και σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η χώρα μας είχε σημαντική συμμετοχή, με 240 ασθενείς, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν στα κέντρα της Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρίας Μαστού.
Από την αρχική ανάλυση των ευρημάτων, προέκυψε ότι μετά από σχεδόν τρία χρόνια θεραπείας, υπάρχει 11% μείωση του κινδύνου επανεμφάνισης (υποτροπής ή μετάστασης) του καρκίνου του μαστού. Επιπρόσθετες αναλύσεις σε μεγαλύτερο διάστημα παρακολούθησης έδειξαν ότι για τις μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς με πρώιμο καρκίνο μαστού η χορήγηση εξεμεστάνης για 5 έτη είχε παρόμοια αποτελέσματα με τη διαδοχική χορήγηση της ταμοξιφαίνης ακολουθούμενη από αλλαγή σε εξεμεστάνη. Συμπερασματικά η μελέτη ΤΕΑΜ καταλήγει ότι και οι δύο προαναφερθείσες στρατηγικές αποτελούν κατάλληλες εναλλακτικές θεραπευτικές επιλογές.
Επιπλέον αναλύσεις έδειξαν ότι με την εξεμεστάνη υπάρχει 19% μείωση του κινδύνου εμφάνισης απομακρυσμένων μεταστάσεων σε σχέση με την ταμοξιφαίνη κατά τη διάρκεια της αρχικής ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων. Σε πρόσφατη ανάλυση των αποτελεσμάτων, η οποία ανακοινώθηκε στα πλαίσια του συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ΕSΜΟ), σε μεγαλύτερη παρακολούθηση φαίνεται ότι δεν υπάρχει διαφορά ως προς το χρόνο μέχρι την εμφάνιση απομακρυσμένων μεταστάσεων ή τον εντοπισμό τους όταν συγκρίνονται η χορήγηση εξεμεστάνης για 5 έτη σε σχέση με τη διαδοχική χορήγηση της ταμοξιφαίνης ακολουθούμενη από αλλαγή σε εξεμεστάνη.
Τέλος, παρουσιάστηκαν δεδομένα σχετικά με τους ακόλουθους ερευνητικούς παράγοντες και ουσίες: neratinib (συμπαγείς όγκοι στο μαστό, θετικοί σε HER2), axitinib (νεφροκυτταρικό καρκίνωμα ή RCC), inotuzumab (μη-Hodgkin λέμφωμα) και Torisel (temsirolimus) (RCC, συμπαγείς όγκοι).
Στο συνέδριο της ESMO, η Pfizer παρουσίασε δεδομένα σχετικά με βασικές ουσίες από το χαρτοφυλάκιό της, τα οποία περιλαμβάνουν:
Μία μελέτη Φάσης 1/2 για την αξιολόγηση του crizotinib σε ασθενείς με Μη Μικροκυτταρικό Καρκίνο του Πνεύμονα (ΜΜΚΠ) που είναι φορείς μιας μετάλλαξης στο γονίδιο ALK . Η μετάλλαξη του γονιδίου ALK θεωρείται ως ένας σημαντικός παράγοντας καρκινογένεσης σε μια υποομάδα ασθενών με ΜΜΚΠ. Σε παγκόσμια κλίμακα, εκτιμάται ότι περίπου 45.000 νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με ΜΜΚΠ κάθε χρόνο είναι θετικοί ως προς τη μετάλλαξη του ALK.
Το crizotinib, ένας από του στόματος χορηγούμενος αναστολέας του ALK, ο πρώτος παράγοντας που αναπτύσσεται σε αυτή την κατηγορία παγκοσμίως, ήδη βρίσκεται σε στάδιο ανάπτυξης μελετών Φάσης 3. Παράλληλα η Pfizer συνεργάζεται με κορυφαία εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα των διαγνωστικών με σκοπό την ανάπτυξη μιας διαγνωστικής εξέτασης για την ανίχνευση της παρουσίας μεταλλάξεων στο γονίδιο ALK σε ασθενείς με ΜΜΚΠ.
Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της ESMO καταδεικνύουν εξαιρετικά σημαντική αποτελεσματικότητα σε έναν πληθυσμό για τον οποίο υπάρχει μεγάλη ιατρική ανάγκη, καθώς οι ασθενείς αυτοί δεν ανταποκρίνονται στην καθιερωμένη χημειοθεραπευτική προσέγγιση. Την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων υποδέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό το σύνολο της ιατρικής κοινότητας και υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες από τον καινοτόμο αυτόν παράγοντα, η ανάπτυξη του οποίου βασίζεται στην εξατομικευμένη προσέγγιση.
Παράλληλα στο συνέδριο ανακοινώθηκαν δεδομένα του PF-00299804 ενός ερευνητικού, από του στόματος χορηγούμενου pan-HER αναστολέα. Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν αφορούσαν μία παγκόσμια, τυχαιοποιημένη μελέτη Φάσης 2 για την αξιολόγηση της αντινεοπλασματικής δράσης και της ασφάλειας του PF-00299804 συγκριτικά με το erlotinib σε ασθενείς με ΜΜΚΠ. Η μελέτη αυτή έδειξε υπεροχή του ερευνητικού σκέλους σε σύγκριση με τη καθιερωμένη θεραπεία ενώ το PF-00299804 βρίσκεται επί του παρόντος υπό αξιολόγηση σε μελέτη Φάσης 3.
Επιπρόσθετα στο συνέδριο ανακοινώθηκαν αποτελέσματα μελέτης Φάσης 1/2, στην οποία αξιολογήθηκε το figitumumab (CP-751,871), ένα εκλεκτικό και πλήρως εξανθρωπισμένο μονοκλωνικό αντίσωμα IgG2 ενάντια στο μονοπάτι του IGF-1R (υποδοχέα του ινσουλινοειδούς αυξητικού παράγοντα 1), σε ασθενείς με ανθεκτικό σάρκωμα Ewing και άλλα σαρκώματα.
Επίσης, σχετικά με την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού πραγματοποιήθηκε συνέντευξη τύπου από τους καθηγητές Robert Coleman, Ερευνητικό Κέντρο Καρκίνου, Πανεπιστήμιο Sheffield UK, Alison Jones, Ογκολογικό Τμήμα, Royal Free Hospital του Λονδίνου, Matti Aapro, Ινστιτούτο Ογκολογίας της Clinique de Genolier της Ελβετίας και Nadia Harbeck, Τμήμα Γυναικολογίας & Μαιευτικής, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Köln της Γερμανίας με θέμα την ενδοκρινική θεραπεία (ET) σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Σύμφωνα με τα ερευνητικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν, η ενδοκρινική θεραπεία, και ειδικά με αναστολείς της αρωματάσης, όπως η εξεμεστάνη, είναι μια χρήσιμη και καλά ανεκτή θεραπευτική επιλογή για γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο του μαστού, ειδικά εκείνες που περνούν από περιεμμηνοπαυσιακή σε μετεμμηνόπαυση κατάσταση κατά τη διάρκεια της θεραπείας καθώς και για τις πιο ηλικιωμένες ασθενείς.
Συγκεκριμένα:
Μεταστατικός καρκίνος του μαστού:
30% των καρκίνων του μαστού στο αρχικό στάδιο θεραπείας εμφανίζουν μεταστάσειςΗ ανάλυση Cochrane δείχνει ότι η αρχική χημειοθεραπεία και η ενδοκρινική θεραπεία έχουν παρόμοια αποτελέσματα στην συνολική επιβίωση των ασθενών
Η χημειοθεραπεία έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών
Η ενδοκρινική θα έπρεπε να είναι η επιλεγμένη θεραπεία για όλους τους ασθενείς, εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του ασθενούς και απαιτούν άμεση ανταπόκριση, σε μη ορμονοεξαρτώμενους καρκίνους ή σε περιπτώσεις που οι ενδοκρινικές επιλογές δεν είναι πλέον διαθέσιμες
Η ενδοκρινική θεραπεία είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή και θα πρέπει να χορηγείται για όσο διάστημα είναι δυνατόν
Η μετάβαση από τους μη στεροειδείς αναστολείς αρωματάσης σε στεροειδείς, μετά την εξέλιξη της νόσου, θεωρείται επιλογή εξαιτίας της απουσίας διασταυρούμενης αντοχής και παρέχει κλινικά αποτελέσματα
Εμμηνόπαυση και βέλτιστη θεραπεία:
Η μετάβαση/ συνέχιση της θεραπείας με ταμοξιφαίνη και αναστολείς της αρωματάσης μεγιστοποιεί τα οφέλη και εξισορροπεί τις παρενέργειες ενώ μπορεί να είναι μία δυνητική επιλογή για περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που περνούν στο μετεμμηνοπαυσικό στάδιο κατά τη διάρκεια της θεραπείαςΕίναι πιθανό να είναι δύσκολη η ακριβής εκτίμηση της εμμηνοπαυσιακής κατάστασης και είναι αναγκαία η έγκυρη μέτρηση των επιπέδων E2 και FSH
Όταν οι ασθενείς έρθουν σε μεταεμμηνοπαυσιακό στάδιο πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο μετάβασης σε αγωγή με αναστολείς αρωματάσης, προκειμένου να παραμείνει αποτελεσματική η θεραπεία
Ηλικιωμένοι ασθενείς:
Ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται σε υψηλά ποσοστά σε ηλικιωμένους ασθενείς και οι οποίος συχνά είναι ορμονοεξαρτώμενοςΟι ηλικιωμένοι ασθενείς συχνά δεν αντιμετωπίζονται όπως πρέπει και εμφανίζουν και άλλες συννοσηρότητες
Ανεξαρτήτως της ηλικίας του ασθενούς, οι αναστολείς της αρωματάσης είναι πιο αποτελεσματικοί από την ταμοξιφαίνη
Συνίσταται η έναρξη της θεραπείας με αναστολείς αρωματάσης είτε από την αρχή της θεραπείας είτε μετά από 2-3 χρόνια με ταμοξιφαίνη
Για πολλούς ασθενείς η μετάβαση προσφέρει την καλύτερη ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και ποιότητας ζωής
Τα παραπάνω στοιχεία είναι σε συμφωνία με τα αποτελέσματα της μελέτης ΤΕΑΜ της εξεμεστάνης μετά από μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών. Η TEAM είναι η μεγαλύτερη σε αριθμό ασθενών μελέτη για συμπληρωματική θεραπεία με αναστολείς της αρωματάσης, που έχει διεξαχθεί ποτέ.
Πρόκειται για μία τυχαιοποιημένη, ανοικτή, πολυεθνική μελέτη που περιέλαβε 9.775 μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες με ορμονοευαίσθητο πρώιμο καρκίνο του μαστού. Διεξήχθη με τη συνεργασία ερευνητών στις ΗΠΑ και σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η χώρα μας είχε σημαντική συμμετοχή, με 240 ασθενείς, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν στα κέντρα της Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρίας Μαστού.
Από την αρχική ανάλυση των ευρημάτων, προέκυψε ότι μετά από σχεδόν τρία χρόνια θεραπείας, υπάρχει 11% μείωση του κινδύνου επανεμφάνισης (υποτροπής ή μετάστασης) του καρκίνου του μαστού. Επιπρόσθετες αναλύσεις σε μεγαλύτερο διάστημα παρακολούθησης έδειξαν ότι για τις μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς με πρώιμο καρκίνο μαστού η χορήγηση εξεμεστάνης για 5 έτη είχε παρόμοια αποτελέσματα με τη διαδοχική χορήγηση της ταμοξιφαίνης ακολουθούμενη από αλλαγή σε εξεμεστάνη. Συμπερασματικά η μελέτη ΤΕΑΜ καταλήγει ότι και οι δύο προαναφερθείσες στρατηγικές αποτελούν κατάλληλες εναλλακτικές θεραπευτικές επιλογές.
Επιπλέον αναλύσεις έδειξαν ότι με την εξεμεστάνη υπάρχει 19% μείωση του κινδύνου εμφάνισης απομακρυσμένων μεταστάσεων σε σχέση με την ταμοξιφαίνη κατά τη διάρκεια της αρχικής ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων. Σε πρόσφατη ανάλυση των αποτελεσμάτων, η οποία ανακοινώθηκε στα πλαίσια του συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ΕSΜΟ), σε μεγαλύτερη παρακολούθηση φαίνεται ότι δεν υπάρχει διαφορά ως προς το χρόνο μέχρι την εμφάνιση απομακρυσμένων μεταστάσεων ή τον εντοπισμό τους όταν συγκρίνονται η χορήγηση εξεμεστάνης για 5 έτη σε σχέση με τη διαδοχική χορήγηση της ταμοξιφαίνης ακολουθούμενη από αλλαγή σε εξεμεστάνη.
Τέλος, παρουσιάστηκαν δεδομένα σχετικά με τους ακόλουθους ερευνητικούς παράγοντες και ουσίες: neratinib (συμπαγείς όγκοι στο μαστό, θετικοί σε HER2), axitinib (νεφροκυτταρικό καρκίνωμα ή RCC), inotuzumab (μη-Hodgkin λέμφωμα) και Torisel (temsirolimus) (RCC, συμπαγείς όγκοι).