Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία μας
Είναι δυνατόν η κρίση να επηρεάσει την υγεία; Μπορεί να επηρεάσει και την καρδιά μας; Τις σχέσεις μας;
Η απάντηση δυστυχώς είναι θετική. Και αυτό γιατί ένας παράγοντας που επηρεάζει την υγεία μας είναι η διατροφή, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομική μας κατάσταση. Η ποιότητα των τροφίμων που βάζουμε στο τραπέζι μας είναι ανάλογη των χρημάτων που ξοδεύουμε. Τα βιολογικά προϊόντα, για παράδειγμα, είναι ακριβότερα από αυτά της συμβατικής καλλιέργειας, όμως είναι πιο υγιεινά, καθώς είναι απαλλαγμένα από φυτοφάρμακα και άλλες χημικές ουσίες που είναι επιβλαβείς για την υγεία μας. Όταν όμως το πορτοφόλι της νοικοκυράς δεν αντέχει για να αγοράσει βιολογικά τρόφιμα, είναι αναπόφευκτη η στροφή στην προμήθεια λιγότερο ποιοτικών προϊόντων, στα οποία έχει γίνει χρήση φυτοφαρμάκων.
Μελέτες έχουν συσχετίσει την χρήση φυτοφαρμάκων με την ανάπτυξη διαφόρων μορφών καρκίνου, όμως οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τα φυτοφάρμακα δεν έχουν μελετηθεί πλήρως. Δυστυχώς η πιο ευάλωτη κατηγορία ανθρώπων είναι τα παιδιά και αυτό γιατί απορροφούν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις φυτοφαρμάκων μέσω της εισπνοής, κατάποσης και επαφής. Το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι αναπτυσσόμενο και συνεπώς τα προστατεύει λιγότερο και ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων τους γρήγορος, οπότε ο κίνδυνος κυτταρικών μεταλλάξεων μεγάλος.
Φυσικά η επιλογή ποιοτικών τροφίμων δεν αφορά μόνο τα βιολογικά προϊόντα. Με την ίδια λογική μπορεί το καταναλωτικό κοινό να οδηγηθεί σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών του, όπως για παράδειγμα, στην κατανάλωση λιγότερων ψαριών και περισσότερου κρέατος ή στην αγορά λιγότερο ποιοτικού κρέατος, με περισσότερα λίπη, η συνέπεια της οποίας είναι γνωστή σ’ όλους μας.
Εκτός από την ποιότητα, η κρίση μπορεί να επιφέρει και περιορισμό της ποσότητας των τροφίμων που είναι απαραίτητα για την διατήρηση της καλής μας υγείας, όπως για παράδειγμα τα φρούτα και τα λαχανικά. Δεν είναι λίγες οι φορές που γίνονται τέτοιες αναφορές και ιδιαίτερα από ανθρώπους που ανήκουν σε τάξεις χαμηλού εισοδήματος, όπως οι συνταξιούχοι.
Σε κάθε οικονομική κρίση, η υγεία των κατώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων πλήττεται περισσότερο, καθώς, πέρα από την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Η αδυναμία πληρωμής της ιδιωτικής ασφάλειας τους θα τους οδηγήσει σε δημόσια νοσοκομεία ή ιατρεία ταμείων, με συνέπεια την αύξηση των περιστατικών που θα είναι υποχρεωμένος κάθε γιατρός να εξετάσει. Και τα ερωτήματα που τίθενται είναι : έχουν τα δημόσια νοσοκομεία ή τα ιατρεία των ταμείων την υποδομή να υποστηρίζουν την υποδοχή αυξημένου όγκου ασθενών; Η έκβαση της πορείας ενός ασθενούς θα είναι η ίδια; Το κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει σωστές υπηρεσίες υγείας στους πολίτες του, οπότε μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει στην ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της λειτουργίας των νοσοκομείων και των ταμείων, αλλά και στον διορισμό περισσότερων γιατρών.
Σύμφωνα με μελέτες σε τέτοιες οικονομικές κρίσεις η αύξηση των ιατρικών περιστατικών αφορά κυρίως καρδιαγγειακά και ψυχοσωματικά νοσήματα, αλλά και ψυχικές διαταραχές. Η αβεβαιότητα για το αύριο, η ανασφάλεια για το μέλλον οδηγεί σε αύξηση του άγχους, ενός παράγοντα που από μόνος του επηρεάζει την υγεία μας αλλά και τις συμπεριφορές μας. Οι διαταραχές ύπνου, η αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ και προϊόντων καπνού, και ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με ελλιπή διατροφή έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Το στρες για την κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων, αλλά και το αίσθημα αδικίας που νοιώθει κάθε Έλληνας πολίτης, μπορεί να επηρεάζει την ψυχική του υγεία, να αυξήσει τις κρίσεις θυμού που με την σειρά τους να οδηγήσουν σε αύξηση των πιθανοτήτων εγκεφαλικού και εμφράγματος.
Όλα αυτά τα σωματικά και ψυχικά προβλήματα υγείας συνεπάγονται απουσίες από τις επαγγελματικές δραστηριότητες, που όμως κάθε εργαζόμενος θα προσπαθεί να αποφύγει, ώστε να μην υποστεί απώλεια εισοδήματος. Αυτομάτως αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει μια αύξηση της λήψης φαρμάκων, κυρίως παυσίπονων, αντιβιώσεων, αντισταμινικών, αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών και υπνωτικών, με τις όποιες θετικές ή αρνητικές συνέπειες…
Ένας άλλος τομέας που πλήττεται είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις και η σεξουαλική ζωή. Οι ενδοοικογενειακές εντάσεις, συνεπεία της κρίσης, κλονίζουν τις σχέσεις μεταξύ των συζύγων που δεν αποκλείεται να οδηγηθούν σε ρήξη. Παράλληλα, στατιστικές δείχνουν ότι ήδη από την έναρξη της κρίσης η επιθυμία σεξουαλικής συνεύρεσης έχει πέσει κατακόρυφα, με μόνο το 16% των ατόμων να θέτει ως προτεραιότητά του το σεξ. Και πάλι τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο είναι τα μεσαία και τα χαμηλά. Οι κοινωνικές σχέσεις δεν μένουν ανεπηρέαστες καθώς η αύξηση των ωρών εργασίας και η έλλειψη χρημάτων θα έχει επιπτώσεις και στις κοινωνικές επαφές, με αποτέλεσμα την απομόνωση και τον κλονισμό της ψυχικής υγείας.
Τέλος, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος κάθε εργαζόμενου θα τον αναγκάσει να περιορίσει τις εξωεργασιακές δραστηριότητές του, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προάγουν την υγεία του, όπως για παράδειγμα το γυμναστήριο ή μια εκδρομή ορειβασίας. Η έλλειψη άσκησης οδηγεί σε παχυσαρκία, καρδιακά νοσήματα, διαβήτη και πλήθος άλλων επικίνδυνων για τη ζωή προβλημάτων υγείας.
Η οικονομική κρίση οδηγεί σ’ έναν φαύλο κύκλο, σε μια αλυσιδωτή αντίδραση που μπορεί να μην έχει σκοπό αλλά εν τέλει πλήττει την υγεία μας, το πολυτιμότερο αγαθό μας που πρέπει να διαφυλάττουμε πάση θυσία.
Ευάγγελος Γκικόντες
Μαιευτήρας - Γυναικολόγος,
Επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου «Διαγνωστική Έρευνα»
Η απάντηση δυστυχώς είναι θετική. Και αυτό γιατί ένας παράγοντας που επηρεάζει την υγεία μας είναι η διατροφή, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομική μας κατάσταση. Η ποιότητα των τροφίμων που βάζουμε στο τραπέζι μας είναι ανάλογη των χρημάτων που ξοδεύουμε. Τα βιολογικά προϊόντα, για παράδειγμα, είναι ακριβότερα από αυτά της συμβατικής καλλιέργειας, όμως είναι πιο υγιεινά, καθώς είναι απαλλαγμένα από φυτοφάρμακα και άλλες χημικές ουσίες που είναι επιβλαβείς για την υγεία μας. Όταν όμως το πορτοφόλι της νοικοκυράς δεν αντέχει για να αγοράσει βιολογικά τρόφιμα, είναι αναπόφευκτη η στροφή στην προμήθεια λιγότερο ποιοτικών προϊόντων, στα οποία έχει γίνει χρήση φυτοφαρμάκων.
Μελέτες έχουν συσχετίσει την χρήση φυτοφαρμάκων με την ανάπτυξη διαφόρων μορφών καρκίνου, όμως οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τα φυτοφάρμακα δεν έχουν μελετηθεί πλήρως. Δυστυχώς η πιο ευάλωτη κατηγορία ανθρώπων είναι τα παιδιά και αυτό γιατί απορροφούν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις φυτοφαρμάκων μέσω της εισπνοής, κατάποσης και επαφής. Το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι αναπτυσσόμενο και συνεπώς τα προστατεύει λιγότερο και ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων τους γρήγορος, οπότε ο κίνδυνος κυτταρικών μεταλλάξεων μεγάλος.
Φυσικά η επιλογή ποιοτικών τροφίμων δεν αφορά μόνο τα βιολογικά προϊόντα. Με την ίδια λογική μπορεί το καταναλωτικό κοινό να οδηγηθεί σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών του, όπως για παράδειγμα, στην κατανάλωση λιγότερων ψαριών και περισσότερου κρέατος ή στην αγορά λιγότερο ποιοτικού κρέατος, με περισσότερα λίπη, η συνέπεια της οποίας είναι γνωστή σ’ όλους μας.
Εκτός από την ποιότητα, η κρίση μπορεί να επιφέρει και περιορισμό της ποσότητας των τροφίμων που είναι απαραίτητα για την διατήρηση της καλής μας υγείας, όπως για παράδειγμα τα φρούτα και τα λαχανικά. Δεν είναι λίγες οι φορές που γίνονται τέτοιες αναφορές και ιδιαίτερα από ανθρώπους που ανήκουν σε τάξεις χαμηλού εισοδήματος, όπως οι συνταξιούχοι.
Σε κάθε οικονομική κρίση, η υγεία των κατώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων πλήττεται περισσότερο, καθώς, πέρα από την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Η αδυναμία πληρωμής της ιδιωτικής ασφάλειας τους θα τους οδηγήσει σε δημόσια νοσοκομεία ή ιατρεία ταμείων, με συνέπεια την αύξηση των περιστατικών που θα είναι υποχρεωμένος κάθε γιατρός να εξετάσει. Και τα ερωτήματα που τίθενται είναι : έχουν τα δημόσια νοσοκομεία ή τα ιατρεία των ταμείων την υποδομή να υποστηρίζουν την υποδοχή αυξημένου όγκου ασθενών; Η έκβαση της πορείας ενός ασθενούς θα είναι η ίδια; Το κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει σωστές υπηρεσίες υγείας στους πολίτες του, οπότε μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει στην ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της λειτουργίας των νοσοκομείων και των ταμείων, αλλά και στον διορισμό περισσότερων γιατρών.
Σύμφωνα με μελέτες σε τέτοιες οικονομικές κρίσεις η αύξηση των ιατρικών περιστατικών αφορά κυρίως καρδιαγγειακά και ψυχοσωματικά νοσήματα, αλλά και ψυχικές διαταραχές. Η αβεβαιότητα για το αύριο, η ανασφάλεια για το μέλλον οδηγεί σε αύξηση του άγχους, ενός παράγοντα που από μόνος του επηρεάζει την υγεία μας αλλά και τις συμπεριφορές μας. Οι διαταραχές ύπνου, η αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ και προϊόντων καπνού, και ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με ελλιπή διατροφή έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Το στρες για την κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων, αλλά και το αίσθημα αδικίας που νοιώθει κάθε Έλληνας πολίτης, μπορεί να επηρεάζει την ψυχική του υγεία, να αυξήσει τις κρίσεις θυμού που με την σειρά τους να οδηγήσουν σε αύξηση των πιθανοτήτων εγκεφαλικού και εμφράγματος.
Όλα αυτά τα σωματικά και ψυχικά προβλήματα υγείας συνεπάγονται απουσίες από τις επαγγελματικές δραστηριότητες, που όμως κάθε εργαζόμενος θα προσπαθεί να αποφύγει, ώστε να μην υποστεί απώλεια εισοδήματος. Αυτομάτως αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει μια αύξηση της λήψης φαρμάκων, κυρίως παυσίπονων, αντιβιώσεων, αντισταμινικών, αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών και υπνωτικών, με τις όποιες θετικές ή αρνητικές συνέπειες…
Ένας άλλος τομέας που πλήττεται είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις και η σεξουαλική ζωή. Οι ενδοοικογενειακές εντάσεις, συνεπεία της κρίσης, κλονίζουν τις σχέσεις μεταξύ των συζύγων που δεν αποκλείεται να οδηγηθούν σε ρήξη. Παράλληλα, στατιστικές δείχνουν ότι ήδη από την έναρξη της κρίσης η επιθυμία σεξουαλικής συνεύρεσης έχει πέσει κατακόρυφα, με μόνο το 16% των ατόμων να θέτει ως προτεραιότητά του το σεξ. Και πάλι τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο είναι τα μεσαία και τα χαμηλά. Οι κοινωνικές σχέσεις δεν μένουν ανεπηρέαστες καθώς η αύξηση των ωρών εργασίας και η έλλειψη χρημάτων θα έχει επιπτώσεις και στις κοινωνικές επαφές, με αποτέλεσμα την απομόνωση και τον κλονισμό της ψυχικής υγείας.
Τέλος, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος κάθε εργαζόμενου θα τον αναγκάσει να περιορίσει τις εξωεργασιακές δραστηριότητές του, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προάγουν την υγεία του, όπως για παράδειγμα το γυμναστήριο ή μια εκδρομή ορειβασίας. Η έλλειψη άσκησης οδηγεί σε παχυσαρκία, καρδιακά νοσήματα, διαβήτη και πλήθος άλλων επικίνδυνων για τη ζωή προβλημάτων υγείας.
Η οικονομική κρίση οδηγεί σ’ έναν φαύλο κύκλο, σε μια αλυσιδωτή αντίδραση που μπορεί να μην έχει σκοπό αλλά εν τέλει πλήττει την υγεία μας, το πολυτιμότερο αγαθό μας που πρέπει να διαφυλάττουμε πάση θυσία.
Ευάγγελος Γκικόντες
Μαιευτήρας - Γυναικολόγος,
Επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου «Διαγνωστική Έρευνα»